Τον τελευταίο και καθοριστικό ρόλο στην επιλογή της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων στην Τουρκία την έχει πλέον η κυβέρνηση, μια εξέλιξη που συνιστά από μόνη οριοθέτηση ενός νέου κεφαλαίου στη διακυβέρνηση της χώρας από τον Ερντογάν. Το κεφάλαιο μιας συνεχούς σύγκρουσης ανάμεσα στη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση και στο Κεμαλικό Κατεστημένο-Βαθύ Κράτος έκλεισε με τη διασφάλιση της απόλυτης κυριαρχίας του πρωθυπουργού.

Τον τελευταίο και καθοριστικό ρόλο στην επιλογή της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων στην Τουρκία την έχει πλέον η κυβέρνηση, μια εξέλιξη που συνιστά από μόνη οριοθέτηση ενός νέου κεφαλαίου στη διακυβέρνηση της χώρας από τον Ερντογάν. Το κεφάλαιο μιας συνεχούς σύγκρουσης ανάμεσα στη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση και στο Κεμαλικό Κατεστημένο-Βαθύ Κράτος έκλεισε με τη διασφάλιση της απόλυτης κυριαρχίας του πρωθυπουργού. Ο όποιος συμβιβασμός ήθελε προκύψει ως προς την κάλυψη των κενών στην κορυφή της Ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων δεν αναιρεί τη διαπίστωση ότι η δυναμική των μεταρρυθμίσεων μεταλλάχθηκε σε καθεστωτική αλλαγή-ρήξη με το παρελθόν.

 

Επόμενη δοκιμασία το δημοψήφισμα της 12ης Σεπτεμβρίου για την έγκριση της Συνταγματικής Μεταρρύθμισης που «ψαλιδίστηκε» από το συνταγματικό δικαστήριο, στην ουσία όμως μια ψήφος εμπιστοσύνης ή όχι προς τον Ερντογάν από την κοινωνία. Εξυπακούεται ότι αν στις κάλπες του Σεπτεμβρίου ο πρωθυπουργός εισπράξει κέρδη από την αποφασιστική στάση απέναντι στη στρατιωτική ηγεσία τότε θα πρέπει να περιμένουμε πρόωρη προσφυγή σε βουλευτικές εκλογές πριν από τη λήξη της θητείας της σημερινής Βουλής τον Ιούνιο του 2011.

 

Τα παραπάνω τερματίζουν οριστικά και αμετάκλητα τα στεγανά του Κεμαλικού Κατεστημένου και ανοίγουν ένα νέο κεφάλαιο στην Ιστορία της χώρας, αλλά δεν εγγυώνται από μόνα τους σταθεροποίηση: Η χειραφετημένη από την παρασκηνιακή δικτατορία των στρατηγών στην Τουρκία χρειάζεται συνολική ανανέωση της πολιτικής σκηνής, ώστε μια πραγματική πλουραλιστική δυναμική να αποτρέψει την εκτροπή της σημερινής παντοδυναμίας του ΑΚΡ σε άτυπο μονοκομματικό καθεστώς.

 

Είναι σαφές ότι ούτε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης CHP, ούτε το εθνικιστικό ΜΗΡ που λειτούργησαν σε διαφορετικό βαθμό ως πολιτικά ενεργούμενα της στρατιωτικής ηγεσίας μπορούν να προβάλουν για το ορατό μέλλον ως εναλλακτικές προοπτικές διακυβέρνησης.

 

Ιδιαίτερα αισθητό είναι το κενό στον χώρο της Κεντροαριστεράς, καθώς την περασμένη Πέμπτη ο Ερντογάν προσδιόρισε το πολιτικό στίγμα του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ ως παράταξης που διεκδικεί τη συνολική εκπροσώπηση του χώρου της Κεντροδεξιάς: Η αναφορά του στον Μεντερές τον επί δέκα χρόνια (1950-60) πρωθυπουργό και ηγέτη του Δημοκρατικού Κόμματος που απαγχονίστηκε από τους πραξικοπηματίες στρατηγούς τον Σεπτέμβριο του 1961 δεν αφήνει περιθώριο για παρερμηνείες για την ιστορική νομιμοποίηση που επιχειρείται να κατοχυρωθεί.

 

Μπορεί ο Ερντογάν και ο Γκιουλ να ξεκίνησαν την οικοδόμηση του ΑΚΡ στο κενό που άφησε η διάλυση του κόμματος της Ευημερίας του Ερμπακάν από το Συνταγματικό Δικαστήριο στις αρχές του 1998, σήμερα όμως είναι σαφής η προσπάθεια ρήξης από την ετικέτα Πολιτικό Ισλάμ, έστω και αν συνοδεύεται από το επίθετο ήπιο ή μετριοπαθές.

 

Ο Ερντογάν θεωρεί ιδρυτή της παράταξης την οποία διαμόρφωσε τον Μεντερές και στη λογική αυτή διεκδικεί την ψήφο και τη στήριξη όσων στη συνέχεια ψήφισαν το κόμμα του Ντεμιρέλ είτε ως κόμμα Δικαιοσύνης μέχρι το 1980, είτε ως κόμμα του Ορθού Δρόμου μετά 1982 αλλά και όσους στήριξαν τον Οζάλ και το κόμμα της Μητέρας Πατρίδας που με τη χειραφέτηση της Οικονομίας από τον ασφυκτικό κρατισμό των Κεμαλιστών δημιούργησαν τις οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις, στις οποίες στηρίχθηκε η μεταρρυθμιστική στρατηγική του σημερινού κυβερνώντος κόμματος.

 

Στις νέες καθεστωτικές αξίες και αναφορές της Μετακεμαλικής Τουρκίας, ο Ερντογάν προσπαθεί να κατοχυρώσει αναδρομικά και συνολικά την πλήρη απαξίωση όλων των επεμβάσεων του Στρατού: Το πραξικόπημα του 1960 που ανέτρεψε τον Μεντερές, το προνουντσιαμέντο του 1971 που υποχρέωσε σε παραίτηση τον Ντεμιρέλ, το πραξικόπημα του 1980 που ανέτρεψε τον ίδιο τον πρωθυπουργό για δεύτερη φορά, αλλά και το δεύτερο προνουντσιαμέντο της στρατιωτικής ηγεσίας στις αρχές του 1997 που δρομολόγησε την ανατροπή της κυβέρνησης Ερμπακάν-Τσιλέρ.

 

Με δυο λόγια, ο Ερντογάν προβάλλει να κλείνει μια περίοδο μισού αιώνα, όπου με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οι Ένοπλες Δυνάμεις είχαν τον τελευταίο λόγο στην εξάσκηση της εξουσίας, αποκαθιστά τον Μεντερές ως σύμβολο εκδημοκρατισμού, αλλά κι ως μάρτυρα θύμα του Κεμαλικού Κατεστημένου.

 

Αν το 1960 υπήρχαν αφελείς στον χώρο της ευρύτερης Κεντροαριστεράς και Αριστεράς στην Τουρκία που επένδυαν στον εικαζόμενο κοινωνικό και πολιτικό ριζοσπαστισμό της νασερικής πτέρυγας των πραξικοπηματιών, που αποσαθρώθηκε γρήγορα από τον στρατηγό Γκιουρσέλ, σήμερα δεν υπάρχουν παρόμοιες αυταπάτες.

 

Ετσι ο Ερντογάν μπορεί να διεκδικεί το στίγμα του ηγέτη μιας πολυσυλλεκτικής Κεντροδεξιάς και την πολιτική κληρονομιά των Μεντερές και Οζάλ, αλλά και ταυτόχρονα να είναι η μοναδική επιλογή προώθησης του εκδημοκρατισμού για ένα μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος με κεντροαριστερές ευαισθησίες.

 

Η άγνωστη παράμετρος, η υποθήκη στη σταθερότητα και προβλεψιμότητα της Τουρκίας, δεν είναι πλέον οι προθέσεις της στρατιωτικής ηγεσίας, αλλά οι παρενέργειες στις εσωτερικές και περιφερειακές ισορροπίες της χώρας μιας γενικευμένης ανάφλεξης στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή με επίκεντρο τη μεθόριο Λιβάνου-Ισραήλ.

(από την εφημερίδα "Ημερησία", 9/8/2010)