Τα φώτα σβήνουν στην Αμερική- κυριολεκτικά. Το Κολοράντο Σπρινγκς βρίσκεται στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων λόγω της απεγνωσμένης προσπάθειάς του να κάνει οικονομία σβήνοντας το ένα τρίτο των δημόσιων φώτων, ενώ παρόμοιες ενέργειες είτε σημειώνονται είτε βρίσκονται υπό συζήτηση σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες, από τη Φιλαδέλφεια ως το Φρέσνο της Καλιφόρνιας.
Τα φώτα σβήνουν στην Αμερική- κυριολεκτικά. Το Κολοράντο Σπρινγκς βρίσκεται στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων λόγω της απεγνωσμένης προσπάθειάς του να κάνει οικονομία σβήνοντας το ένα τρίτο των δημόσιων φώτων, ενώ παρόμοιες ενέργειες είτε σημειώνονται είτε βρίσκονται υπό συζήτηση σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες, από τη Φιλαδέλφεια ως το Φρέσνο της Καλιφόρνιας.

Την ίδια ώρα, μια χώρα που κάποτε κατέπλησσε τον κόσμο με τις πρωτοφανείς επενδύσεις της στις μεταφορές, βρίσκεται τώρα στη διαδικασία να καταστρέφει τους δρόμους της: σε κάποιες Πολιτείες οι Αρχές χαλάνε τους δρόμους τους οποίους δεν είναι σε θέση πλέον να συντηρούν κάνοντάς τους και πάλι χαλικόδρομους!

Και ένα κράτος που κάποτε εξήρε την εκπαίδευση- ήταν ένα από τα πρώτα που παρείχε τη βασική εκπαίδευση σε όλα τα παιδιά-, κάνει τώρα περικοπές. Καθηγητές απολύονται, προγράμματα ακυρώνονται, ενώ στη Χαβάη η ίδια η σχολική χρονιά μειώνεται δραστικά. Και όλα δείχνουν ότι και άλλες περικοπές έρχονται οσονούπω.

Μας λένε ότι δεν υπάρχει επιλογή, ότι σημαντικές υπηρεσίες που παρείχαν οι κυβερνήσεις επί γενεές κοστίζουν πλέον πολύ ακριβά. Και είναι αλήθεια ότι οι ομοσπονδιακές όπως και οι πολιτειακές Αρχές υποφέρουν οικονομικά λόγω της ύφεσης. Αλλά δεν θα υπέφεραν τόσο αν οι πολιτικοί τους ήταν πρόθυμοι να σκεφτούν το ενδεχόμενο ορισμένων τουλάχιστον αυξήσεων στη φορολογία.

Εφόσον η κυβέρνηση της Ουάσιγκτον μπορεί να πουλάει μακροπρόθεσμα ομόλογα με επιτόκιο μόνο 1,04%, σε απόσταση ασφαλείας από τον πληθωρισμό, δεν υποφέρει και τόσο από έλλειψη ρευστότητας. Θα μπορούσε και θα έπρεπε να προσφέρει βοήθεια στις τοπικές Αρχές για να προστατεύσουν το μέλλον των υποδομών μας και των παιδιών μας. Αλλά η Ουάσιγκτον βοηθάει με το σταγονόμετρο. Προτεραιότητά μας πρέπει να είναι η μείωση του ελλείμματος, λένε τόσο οι Ρεπουμπλικανοί όσο και οι Δημοκρατικοί. Και δηλώνουν ότι πρέπει να διατηρήσουμε τις μειώσεις των φόρων για τους εύπορους με κόστος για τον προϋπολογισμό τουλάχιστον 530 δισ. ευρώ την επόμενη δεκαετία.

Πράγματι, ένα μεγάλο τμήμα της πολιτικής μας ελίτ φανερώνει τις προτεραιότητές του: ανάμεσα στο να ζητήσει από το 2% των πλούσιων Αμερικανών να πληρώνει ξανά όσα πλήρωνε στην εφορία επί Μπιλ Κλίντον και στο να αφήσει τα θεμέλια του κράτους να καταρρεύσουν- κυριολεκτικά στην περίπτωση των δρόμων, μεταφορικά στην περίπτωση της εκπαίδευσης- επιλέγει το δεύτερο.

Πρόκειται για μια καταστροφική επιλογή τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Βραχυπρόθεσμα, αυτές οι κρατικές και τοπικές περικοπές αποτελούν μεγάλο εμπόδιο για την οικονομία διαιωνίζοντας την καταστροφικά υψηλή ανεργία.

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση όντως ξοδεύει περισσότερο από τις κρατικές και τις τοπικές Αρχές, οι οποίες κάνουν περικοπές. Και αν τα βάλουμε όλα μαζί, βλέπουμε ότι οι μοναδικές σημαντικές αυξήσεις στις δαπάνες έγιναν σε προγράμματα όπως η ασφάλιση των ανέργων, το κόστος των οποίων ανήρθε στα ύψη λόγω της δριμύτητας της ύφεσης.

Κάνουμε λόγο για αποτυχημένο κίνητρο, αλλά αν κοιτάξει κανείς τις δαπάνες της κυβέρνησης στο σύνολό τους δύσκολα μπορεί να εντοπίσει την ύπαρξη αυτή καθαυτή ενός κινήτρου. Και με τα ομοσπονδιακά έξοδα να μειώνονται, ενώ οι μεγάλες εθνικές και τοπικές περικοπές συνεχίζονται, παίρνουμε την κάτω βόλτα.

Κάποιοι αναρωτιούνται: η διατήρηση των φόρων σε χαμηλά επίπεδα για τους εύπορους δεν είναι μια μορφή κινήτρου; Οχι ακριβώς. Οταν σώζουμε τη δουλειά ενός δασκάλου, αναμφίβολα βοηθάμε την αγορά εργασίας. Οταν όμως αντ΄ αυτού δίνουμε περισσότερα χρήματα στους εκατομμυριούχους, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα τα περισσότερα από αυτά να παραμείνουν αχρησιμοποίητα.

Και τι γίνεται με το μέλλον της οικονομίας; Αυτό που ξέρουμε για την οικονομική ανάπτυξη είναι ότι για να υπάρξει, χρειάζονται αφενός μορφωμένος λαός και αφετέρου καλές υποδομές. Τα αναδυόμενα κράτη καταβάλλουν τεράστιες προσπάθειες για να βελτιώσουν τους δρόμους τους, τα λιμάνια τους και τα σχολεία τους. Στην Αμερική όμως πάμε προς τα πίσω.

Πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο; Πρόκειται για τη λογική συνέπεια τριών δεκαετιών αντικυβερνητικής ρητορικής, η οποία έχει πείσει τους ψηφοφόρους ότι τα χρήματα που εισπράττονται από τους φόρους πάνε πάντα χαμένα, ότι ο δημόσιος τομέας δεν μπορεί να κάνει τίποτε σωστά.

Η αντικυβερνητική εκστρατεία εκφραζόταν πάντα μέσω της αντίθεσής της στη σπατάλη και στην απάτη. Ποτέ όμως δεν υπήρχαν τόσες δαπάνες και απάτες όσες ισχυριζόταν η Αριστερά. Και τώρα που η εκστρατεία φέρνει καρπούς, βλέπουμε τι πραγματικά βρισκόταν στο στόχαστρο: οι υπηρεσίες που όλοι εκτός από τους πλούσιους χρειάζονται, οι υπηρεσίες που πρέπει να παρέχει η κυβέρνηση, αλλιώς δεν θα το κάνει κανείς, όπως δρόμοι που φωτίζονται και είναι στρωμένοι με άσφαλτο, όπως αξιοπρεπής εκπαίδευση για όλους.

Ετσι το αποτέλεσμα της μεγάλης αντικυβερνητικής εκστρατείας είναι ότι έχουμε πάρει λάθος κατεύθυνση. Η Αμερική πορεύεται στον σκοτεινό και κατεστραμμένο δρόμο προς το πουθενά.

(από την εφημερίδα "Το Βήμα", 10/8/2010)