Η διαφορά απόδοσης μεταξύ των ελληνικών και των γερμανικών ομολόγων διευρύνεται τις τελευταίες ημέρες, γεγονός που έρχεται να υπενθυμίσει ότι οι αγορές εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά επιφυλακτικές έναντι της Ελλάδας, παρά τα θετικά σχόλια της τρόικας και σε πείσμα των όσων έχει ήδη υλοποιήσει η κυβέρνηση τους τελευταίους μήνες.

Η διαφορά απόδοσης μεταξύ των ελληνικών και των γερμανικών ομολόγων διευρύνεται τις τελευταίες ημέρες, γεγονός που έρχεται να υπενθυμίσει ότι οι αγορές εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά επιφυλακτικές έναντι της Ελλάδας, παρά τα θετικά σχόλια της τρόικας και σε πείσμα των όσων έχει ήδη υλοποιήσει η κυβέρνηση τους τελευταίους μήνες.

Η υστέρηση στα έσοδα και το ενδεχόμενο να χρειασθούν επιπλέον μέτρα, σε συνδυασμό με την πιθανότητα να είναι μεγαλύτερη του 4% η μείωση του ΑΕΠ φέτος, (λόγω και της αδύναμης ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας) ενισχύει τον σκεπτικισμό των επενδυτών.

Η βαθύτερη ύφεση, λένε, θα επιτείνει τα προβλήματα στην εφαρμογή του Μνημονίου, θα τροφοδοτήσει κοινωνικές αντιδράσεις, θα ενισχύσει τις πιέσεις προς την κυβέρνηση για αποδέσμευση από τη συμφωνία με την τρόικα και συνεπώς θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε αναδιάρθρωση του χρέους. Σε μια περίοδο αβεβαιότητας, που οι αγορές απεχθάνονται τα ρίσκα, η Ελλάδα εξακολουθεί να θεωρείται μια επιλογή υψηλότατου κινδύνου.

Η ενίσχυση των εσόδων είναι το ένα στοίχημα. Εάν φέτος το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής έπεσε στις δαπάνες, αυτό δεν μπορεί να επαναληφθεί -σε τέτοιο βαθμό τουλάχιστον- και τα επόμενα χρόνια.

Η ενίσχυση της αναπτυξιακής διάστασης της οικονομικής πολιτικής είναι το άλλο, αυτό για το οποίο λέγονται λίγα και γίνονται ακόμη λιγότερα. Η συζήτηση εξαντλείται στους διαθέσιμους πόρους. Τόσα από το ΕΣΠΑ, τόσα από τον αναπτυξιακό νόμο, τόσα από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Ωστόσο, η ανάπτυξη δεν είναι μόνο θέμα πόρων και μάλιστα μόνο δημόσιων. Είναι πρωτίστως θέμα στρατηγικών επιλογών και αποφασιστικής πολιτικής δράσης, που θα κινητοποιήσει υγιείς δυνάμεις της οικονομίας και θα προσελκύσει ξένες επενδύσεις.

Προχθές, οι εργαζόμενοι έκλεισαν τη χωματερή των Ανω Λιοσίων, αντιδρώντας στην ελλιπή φύλαξη του χώρου που έχει ως αποτέλεσμα να εισέρχονται καθημερινά εκατοντάδες ρακοσυλλέκτες. Το τελευταίο διάστημα τρεις εξ αυτών έχασαν τη ζωή τους κάτω από τους σωρούς των σκουπιδιών. Το γεγονός έρχεται να ολοκληρώσει την τριτοκοσμική εικόνα της διαχείρισης των απορριμμάτων στην Αττική. Η ανάγκη να αλλάξει είναι δεδομένη, τα σχέδια υπάρχουν, εάν το υπουργείο Περιβάλλοντος θεωρεί ότι δεν είναι κατάλληλα ας τα αλλάξει.

Ας το κάνει όμως άμεσα, χθες. Η διαχείριση των απορριμμάτων είναι εκτός όλων των άλλων και μια τεράστια επένδυση, που θα δώσει ώθηση στην οικονομία. Η ενέργεια επίσης είναι ένας τομέας που μπορεί να προσελκύσει επενδύσεις (15 δισ. ευρώ υπολογίζονται έως το 2020), όπως και η παραθεριστική κατοικία για τη γενιά του μεταπολεμικού baby boom στην Ευρώπη που βγαίνει στη σύνταξη. Αυτά, πιθανότατα και άλλα μπορούν να τονώσουν την οικονομική δραστηριότητα, να αποτελέσουν το αναπτυξιακό σενάριο των επομένων ετών να συμβάλουν στην ταχύτερη έξοδο από την ύφεση, να διασκεδάσουν τις ανησυχίες των διεθνών αγορών.

Ολα αυτά χρειάζονται κάτι περισσότερο από πόρους. Χρειάζονται όραμα, σχεδιασμό, σαφές θεσμικό πλαίσιο και ξεκάθαρους κανόνες, άμεση και αποφασιστική δράση. Είναι ενδεχομένως πολλά, αλλά είναι σίγουρα πιο αποτελεσματικά από τις οιμωγές για την ύφεση και τη νοσταλγία για ένα αναπτυξιακό πρότυπο που χρεοκόπησε οριστικά κι αμετάκλητα πριν από μερικούς μήνες.