Τον τελευταίο καιρό είχα την ευκαιρία να συναντηθώ με εξέχοντες πολιτικούς παράγοντες στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γερμανία και νομίζω πως κατάλαβα πού βρισκόμαστε. Τα πράγματα, λοιπόν, πηγαίνουν καλύτερα, εκτός αν δεν πάνε. Τα προγράμματα διάσωσης αποδίδουν, εκτός εάν δεν το κάνουν. Τα πράγματα θα βελτιωθούν αργά, εάν δεν χειροτερέψουν αργά. Θα μάθουμε σύντομα, εκτός εάν δεν συμβεί κάτι τέτοιο. Δε χρειάζεται πολλή φαντασία να σκεφθεί κανείς ότι με τόσο «ασυνήθιστη αβεβαιότητα», όπως το έθεσε ο Μπεν Μπερνάνκι, οι επιχειρήσεις δεν θέλουν να κάνουν προσλήψεις
Τον τελευταίο καιρό είχα την ευκαιρία να συναντηθώ με εξέχοντες πολιτικούς παράγοντες στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γερμανία και νομίζω πως κατάλαβα πού βρισκόμαστε. Τα πράγματα, λοιπόν, πηγαίνουν καλύτερα, εκτός αν δεν πάνε. Τα προγράμματα διάσωσης αποδίδουν, εκτός εάν δεν το κάνουν. Τα πράγματα θα βελτιωθούν αργά, εάν δεν χειροτερέψουν αργά. Θα μάθουμε σύντομα, εκτός εάν δεν συμβεί κάτι τέτοιο. Δε χρειάζεται πολλή φαντασία να σκεφθεί κανείς ότι με τόσο «ασυνήθιστη αβεβαιότητα», όπως το έθεσε ο Μπεν Μπερνάνκι, οι επιχειρήσεις δεν θέλουν να κάνουν προσλήψεις.

Το ασυνήθιστο έγκειται στο ότι όχι μόνο αποπειρώμεθα να συνέλθουμε από μια χρηματοπιστωτική κρίση, υποδαυλιζόμενη από τον φρενήρη στεγαστικό δανεισμό, αλλά και στο ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε τρία σοβαρά δομικά προβλήματα.

Γρήγορες λύσεις στα διαρθρωτικά προβλήματα δεν υπάρχουν. Στις ΗΠΑ και την Ευρώπη θα χρειαστούμε ορισμένες μείζονες διαρθρωτικές επεμβάσεις, ώστε να επιστρέψουμε στην οδό της βιώσιμης ανάπτυξης. Οι αλλαγές, που προϋποτίθενται, απαιτούν ένα επίπεδο πολιτικής συναίνεσης και θυσιών, οι οποίες μέχρι τώρα δυστυχώς λείπουν στις πιο πολλές χώρες.

Το πρώτο μεγάλο δομικό πρόβλημα αφορά τις ΗΠΑ. Μόλις έληξε μία δεκαετία και πλέον με οικονομική ανάπτυξη τροφοδοτούμενη με χρέος, στη διάρκεια της οποίας δανειστήκαμε χρήματα από την Κίνα για να προσφέρουμε στους εαυτούς μας φοροαπαλλαγές και περισσότερα επιδόματα. Ωστόσο, δεν κάναμε τίποτα για να περιορίσουμε τις δαπάνες ή να κάνουμε νέες επενδύσεις σε νέες κινητήριες μηχανές ανάπτυξης.

Σήμερα η κυβέρνησή μας οφείλει περισσότερα από ποτέ και έχει επωμιστεί μελλοντικές υποχρεώσεις μεγαλύτερες από ποτέ, ενώ η χώρα εμφανίζει μικρότερη πραγματική ανάπτυξη, ώστε να αποπληρώσει. Οι ΗΠΑ πιθανώς θα χρειαστούν επιπρόσθετα μέτρα τόνωσης για να ενεργοποιηθεί η απασχόληση, αλλά τα όποια μέτρα τόνωσης πρέπει να στοχεύουν σε επενδύσεις που θα διευκολύνουν την ανάπτυξη και θα αποδώσουν περισσότερα από όσα θα κοστίσουν. Διαφορετικά, απλώς αυξάνουν το χρέος. Αυτό σημαίνει επενδύσεις στην απόκτηση δεξιοτήτων και τις υποδομές και φορολογικά κίνητρα για την έναρξη νέων επιχειρήσεων και την προώθηση των εξαγωγών.

Δεύτερο πρόβλημα είναι ο εκσυγχρονισμός της εργασίας. Χάρις στο Διαδίκτυο, την κοινωνική δικτύωση και τη μετακίνηση από τους προσωπικούς Η/Υ στα iPad και iPhone, η τεχνολογία καταστρέφει τα παλιά επαγγέλματα με τους αξιοπρεπείς μισθούς γρηγορότερα απ’ ό, τι στο παρελθόν.

Γεννά, ως συνέπεια, νέα επαγγέλματα, που και πάλι εξασφαλίζουν αξιοπρεπείς μισθούς, αλλά απαιτούν επίσης περισσότερη κατάρτιση από ποτέ. Απαιτείται, λοιπόν, καινοτομία και θέσεις εργασίας, που πληρώνουν 40 δολάρια την ώρα, συνοδευόμενες από μεγάλες πρωτοβουλίες να εκπαιδευθούν περισσότεροι Αμερικανοί για να καταλάβουν τις θέσεις αυτές έναντι των ανταγωνιστών τους.
Το τρίτο και τελευταίο πρόβλημα σχετίζεται με το ότι η παγκόσμια οικονομία χρειάζεται επίσης μία υγιή Ευρώπη.

Σήμερα η Ευρωπαϊκή Ενωση βιώνει μία «υπαρξιακή κρίση», όπως είχε αποφανθεί ο πρώην Αμερικανός πρέσβης στη Γερμανία, Τζον Κόρνμπλαμ. Πρώτη φορά, όπως παρατήρησε, η Ευρωπαϊκή Ενωση αντιμετωπίζει σοβαρά την πιθανότητα της κατάρρευσής της. Η Γερμανία έχει καταστήσει σαφές ότι, εάν η Ευρωζώνη θέλει να επιβιώσει, θα ακολουθήσει τη γερμανική εργασιακή ηθική, όχι την ελληνική. Θα μπορέσουν να ανταποκριθούν οι εταίροι της; Αβέβαιο.

(από "New York Times" / εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 19/08/2010)