Η ένταση στη Γερμανία μεταξύ της Άνχελα Μέρκελ και της πυρηνικής βιομηχανίας αυξάνεται, ενώ την ίδια στιγμή αναδύονται και πάλι οι παλιοί φόβοι για τη συγκεκριμένη τεχνολογία. Αλλά καθώς οι πολιτικοί, οι ειδικοί και το κοινό ζυγίζουν τα υπέρ και τα κατά της πυρηνικής ενέργειας, ένα στοιχείο αγνοείται: Η σχέση μεταξύ των διαφορετικών μεθόδων παραγωγής πυρηνικής ενέργειας ως προς τη φύση και τη διάρκεια των κατάλοιπων που αφήνουν πίσω τους.

Η ένταση στη Γερμανία μεταξύ της Άνχελα Μέρκελ και της πυρηνικής βιομηχανίας αυξάνεται, ενώ την ίδια στιγμή αναδύονται και πάλι οι παλιοί φόβοι για τη συγκεκριμένη τεχνολογία. Αλλά καθώς οι πολιτικοί, οι ειδικοί και το κοινό ζυγίζουν τα υπέρ και τα κατά της πυρηνικής ενέργειας, ένα στοιχείο αγνοείται: Η σχέση μεταξύ των διαφορετικών μεθόδων παραγωγής πυρηνικής ενέργειας ως προς τη φύση και τη διάρκεια των κατάλοιπων που αφήνουν πίσω τους.

Με τη σειρά του, το ερώτημα αυτό θέτει και ένα ζήτημα διαχρονικής δικαιοσύνης: Οι τεχνικές επιλογές του σήμερα θα καθορίσουν το βάρος που καλείται να επωμιστεί η ανθρωπότητα αύριο με τη μορφή ραδιενεργών αποβλήτων, τα οποία θα παραμείνουν στην κατάσταση αυτή για χιλιάδες χρόνια.

Ενώ όλο και περισσότερα κράτη δελεάζονται από την πυρηνική ενέργεια για να ενισχύσουν την ενεργειακή τους ανεξαρτησία και να μειώσουν τους ρύπους τους, οι επικριτές παραμένουν ανένδοτοι. Προειδοποιούν για τον κίνδυνο ατυχήματος, για τη διαχείριση των αποβλήτων και για την πιθανότητα να πέσουν τα πυρηνικά καύσιμα σε λάθος χέρια.

Αλλά από αυτή τη συζήτηση λείπει η αναφορά στις επιμέρους μεθόδους παραγωγής, ή αλλιώς τους διαφορετικούς πυρηνικούς κύκλους. Αντί να λέμε «ναι» ή «όχι» στην πυρηνική ενέργεια εν γένει, πρέπει να επικεντρωθούμε στα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της κάθε μεθόδου, με γνώμονα και το μέλλον. Ένα από τα βασικά δεδομένα είναι το τι είδους και πόσα απόβλητα παράγονται μετά την χρήση του καυσίμου στον αντιδραστήρα. Στην τεχνολογία ανοικτού κύκλου (η οποία εφαρμόζεται σε ΗΠΑ και Σουηδία κυρίως) τα χρησιμοποιημένα καύσιμα αποθηκεύονται ως απόβλητα και θα παραμείνουν ραδιενεργά για 200.000 χρόνια.

Στην τεχνολογία κλειστού κύκλου, η οποία εφαρμόζεται στην Ευρώπη, τα καύσιμα γίνονται και πάλι αντικείμενο επεξεργασίας ώστε να αφαιρεθεί η όποια ωφέλιμη ποσότητα ουρανίου και πλουτωνίου έχει απομείνει και να ξαναχρησιμοποιηθεί στην παραγωγή. Στην περίπτωση αυτή, τα απόβλητα παραμένουν ραδιενεργά για 10.000 χρόνια.

Υπό την άποψη της διαχρονικής δικαιοσύνης, μπορεί να πει κανείς πως οι μελλοντικές γενιές θα υποστούν τις συνέπειες, ενώ εμείς σήμερα απολαμβάνουμε κυρίως τα οφέλη της πυρηνικής ενέργειας. Αν θέλουμε να συνεχίσουμε και να επεκτείνουμε την εφαρμογή της, πρέπει να επιλέξουμε τον κλειστό κύκλο, καθώς αυτός μειώνει τη διάρκεια ζωής των αποβλήτων και τα βάρη που αναθέτουμε στους απόγονούς μας. Ο κλειστός κύκλος όμως θέτει ακόμα ένα δίλημμα: Για τη μείωση του ρίσκου για τις μελλοντικές γενιές, θα δημιουργήσουμε πρόσκαιρα ζητήματα ασφάλειας και κόστους, τα οποία θα επωμιστούμε εμείς.

Η επανεπεξεργασία των καυσίμων είναι από μόνη της μια περίπλοκη και ακριβή εργασία. Επίσης, το πλουτώνιο που αφαιρείται μπορεί να αποτελέσει δέλεαρ για τρίτους και να οδηγήσει σε διασπορά των πυρηνικών όπλων. Άλλωστε, μια βόμβα σαν αυτή του Ναγκασάκι μπορεί να κατασκευαστεί μόλις με δύο κιλά πλουτωνίου. Αν και το πλουτώνιο που παράγουν οι αντιδραστήρες δεν είναι άμεσα κατάλληλο για χρήση σε πυρηνικά όπλα, εντούτοις εξακολουθεί να είναι επικίνδυνο και η όλη διαδικασία πρέπει να ελέγχεται. Σήμερα γίνονται προσπάθειες για αντιμετώπιση των ζητημάτων αυτών, οι οποίες περιλαμβάνουν για παράδειγμα τη μίξη του ουρανίου και του πλουτωνίου και την ανάθεση της επανεπεξεργασίας σε συγκεκριμένες χώρες με βάση διεθνείς κανονισμούς. Αυτό συμβαίνει στην Ευρώπη, όπου η Γαλλία και η Βρετανία διαχειρίζονται τα χρησιμοποιημένα καύσιμα των χωρών εκείνων που διαθέτουν αντιδραστήρες κλειστού κύκλου.

Υπάρχει όμως και άλλη μια αισιόδοξη προοπτική, μέσω της ανάπτυξης «ταχέων» αντιδραστήρων, οι οποίοι μειώνουν τη διάρκεια που τα απόβλητα παραμένουν ραδιενεργά μόλις στα 100-200 χρόνια. Αυτό γίνεται με την εφαρμογή πολλαπλών κλειστών κύκλων και ανακύκλωσης του καυσίμου. Η μέθοδος ονομάζεται Επιμερισμός και Μεταστοιχείωση (Ρ&Τ), αλλά απαιτεί ακόμη αρκετά χρόνια ανάπτυξης και πειραματισμών προτού εφαρμοστεί. Παρόλα αυτά, αποτελεί μια υποσχόμενη τεχνολογία που θα μπορούσε να θέσει σε νέες βάσεις τη δημόσια συζήτηση.

Στο μεταξύ, οι χώρες εκείνες που χρησιμοποιούν την πυρηνική ενέργεια εκτενώς, όπως η Κίνα, η Ινδία και η Βρετανία, αποφάσισαν να κατασκευάσουν νέους αντιδραστήρες, ενώ τη στάση τους επανεξετάζουν και μικρότερα μέλη του πυρηνικού «κλαμπ», τα οποία στο παρελθόν αντιστέκονταν στην επέκταση της χρήσης τους, όπως η Ελβετία και η Ολλανδία. Ο ΙΑΕΑ εκτιμά πως περίπου 50 χώρες θα διαθέτουν πυρηνική ισχύ ως το 2030, από 29 σήμερα, με την πιο πρόσφατη να είναι το Ιράν μετά την εκκίνηση της λειτουργίας του σταθμού Μπουσίρ. Αν τα σχέδια αυτά υλοποιηθούν, οι 436 σημερινοί αντιδραστήρες θα πλαισιωθούν από 500 ακόμη στις επόμενες δεκαετίες.

Η τάση αυτή δεν διευκολύνει την απόφαση της κας Μέρκελ. Σε δημοσκόπηση του ανεξάρτητου ινστιτούτου Forsa, το 46% του γερμανικού λαού φαίνεται να επιδοκιμάζει την παράταση της διάρκειας ζωής των 17 αντιδραστήρων της χώρας, ενώ το 46% επιθυμεί το κλείσιμό τους. Η ρήξη φανερώνει ότι η ανάπτυξη της τεχνολογίας Ρ&Τ θα πρέπει να τεθεί στο προσκήνιο. Η όλη συζήτηση για την πυρηνική ενέργεια πρέπει να γίνει πιο εμπεριστατωμένη και αντιπροσωπευτική της διαχρονικής διάστασης του θέματος.