Η συγκυβέρνηση της Τουρκίας από τη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση και το κεμαλικό κατεστημένο και το «βαθύ κράτος» έληξε πανηγυρικά με το ποσοστό 58% υπέρ του «ναι» στο Δημοψήφισμα της περασμένης Κυριακής για την έγκριση των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων. Η δυναμική των μεταρρυθμίσεων έγινε ρήξη μεταπολίτευσης, με ζητούμενη, όμως, την ικανότητα του Ερντογάν να προωθήσει και να κάνει αποδεκτό ένα νέο θεσμικό πλαίσιο που θα διασφαλίζει τη σταθερότητα
Η συγκυβέρνηση της Τουρκίας από τη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση και το κεμαλικό κατεστημένο και το «βαθύ κράτος» έληξε πανηγυρικά με το ποσοστό 58% υπέρ του «ναι» στο Δημοψήφισμα της περασμένης Κυριακής για την έγκριση των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων. Η δυναμική των μεταρρυθμίσεων έγινε ρήξη μεταπολίτευσης, με ζητούμενη, όμως, την ικανότητα του Ερντογάν να προωθήσει και να κάνει αποδεκτό ένα νέο θεσμικό πλαίσιο που θα διασφαλίζει τη σταθερότητα. Μία προσεκτική ματιά στο αποτέλεσμα αναδεικνύει δύο μεγάλες προκλήσεις για τον πρωθυπουργό και το κυβερνών κόμμα:

- Το υψηλό ποσοστό αποχής στις κουρδικές επαρχίες που θέτει πλέον το πρόβλημα σε άλλη διάσταση: Όχι της ανοχής-αποδοχής μιας γλωσσικής - πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, ούτε μιας αμνηστίας που θα έδινε διέξοδο επανένταξης των μαχητών του ΡΚΚ που βρίσκονται στο Βόρειο Ιράκ, αλλά μιας διοικητικής αυτονομίας που θα ενέπλεκε την κουρδική ελίτ στις νέες ζητούμενες καθεστωτικές ισορροπίες.

- Την έντονη διαφοροποίηση της εκλογικής συμπεριφοράς της Δυτικής Τουρκίας. Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση μετά το 2002 η Ανατολική Θράκη και η παράκτια Μικρά Ασία προβάλλουν ολοένα και πιο διαφοροποιημένες από τον κύριο όγκο της Ανατολίας, όπου η κυριαρχία του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ είναι αδιαμφισβήτητη.

Η μεγάλη πρόκληση για τον Ερντογάν δεν είναι μία καθαρή νίκη στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, καθώς διαθέτει τη δυνατότητα να επιλέξει την πιο κατάλληλη για το κυβερνητικό στρατόπεδο ημερομηνία διεξαγωγής τους στο διάστημα που απομένει μέχρι τη λήξη της θητείας της Βουλής τον Ιούνιο του 2012, και με δεδομένο ότι οι ηγεσίες της αντιπολίτευσης χρεώνονται από την κοινή γνώμη συνενοχή και διαπλοκή με τους θεματοφύλακες της καθεστωτικής τάξης που προέκυψε από το πραξικόπημα του 1980.

Είναι η διαμόρφωση ενός νέου θεσμικού πλαισίου που θα εγγυάται συνολική ανανέωση του πολιτικού φάσματος και μακρόχρονη πολιτική σταθερότητα. Επί του παρόντος, η κυβέρνηση φαίνεται να διερευνά τις αντιδράσεις σε ενδεχόμενη υιοθέτηση Προεδρικού Συστήματος, που σύμφωνα με δημοσίευμα της φιλοκυβερνητικής «Ζαμάν» θα είναι ένα μοντέλο ανάμεσα στους θεσμούς των ΗΠΑ και της Γαλλίας.

Ούτως ή άλλως η εκκίνηση της διαδικασίας υιοθέτησης νέου Συντάγματος θα γίνει μετά τις επόμενες βουλευτικές εκλογές και μέχρι τότε ο Ερντογάν και το ΑΚΡ θα έχουν κάθε λόγο να συντηρούν την αβεβαιότητα ως προς τις θεσμικές επιλογές τους στο όνομα της πολυσυλλεκτικότητας.

Δίπλα στην πρόκληση της εσωτερικής, θεσμικής και πολιτικής σταθεροποίησης υπάρχει η πρόκληση της διαμόρφωσης σταθερών περιφερειακών και διεθνών ισορροπιών για τη χώρα: Η παράταση της σημερινής μετωπικής αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση Νετανιάχου και η καχυποψία και ψυχρότητα που σκιάζει τις σχέσεις με την κυβέρνηση Ομπάμα στερούν από την Αγκυρα τη δυνατότητα να αξιοποιήσει την επιρροή και εμβέλειά της στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή για να διεκδικήσει ρόλο προνομιακού εταίρου της Ουάσιγκτον, αλλά και να προβάλλει ως στρατηγικό πλεονέκτημα για την Ε.Ε. σε μια περιοχή όπου διακυβεύονται ζωτικά ευρωπαϊκά συμφέροντα.

Με δύο λόγια, μετά τις μεγάλες ανατροπές στις εσωτερικές και περιφερειακές ισορροπίες της χώρας, ο Ερντογάν καλείται να συνθέσει τις προϋποθέσεις μιας νέας σταθερότητας.

(από την εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ", 18/09/2010)