Επί χρόνια, οι Αμερικανοί πρόεδροι αντιμετωπίζουν ένα γρίφο σχετικό με την Κίνα. Πώς να αντιμετωπίσουν μία χώρα που ασκεί επιθετική πολιτική εμπορικών εξαγωγών χωρίς να απελευθερώσουν τις δυνάμεις του προστατευτισμού; Η οργή προς την Κίνα οξύνεται και ο νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν δικαιώνει όσους θα θωρακιστούν από τις πολιτικές της χώρας με μέτρα προστατευτισμού.

Επί χρόνια, οι Αμερικανοί πρόεδροι αντιμετωπίζουν ένα γρίφο σχετικό με την Κίνα. Πώς να αντιμετωπίσουν μία χώρα που ασκεί επιθετική πολιτική εμπορικών εξαγωγών χωρίς να απελευθερώσουν τις δυνάμεις του προστατευτισμού; Η οργή προς την Κίνα οξύνεται και ο νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν δικαιώνει όσους θα θωρακιστούν από τις πολιτικές της χώρας με μέτρα προστατευτισμού.

Χθες, στη Βουλή των Αντιπροσώπων υπερίσχυσε η «σκληρή γραμμή» κατά του Πεκίνου στο κρίσιμο θέμα της συναλλαγματικής πολιτικής. Καταγγέλλοντας ότι η Kίνα «χειραγωγεί» την υποτιμημένη ισοτιμία του νομίσματός της έναντι του δολαρίου ως επιδότηση, παραβιάζοντας την αμερικανική νομοθεσία, εξετάσθηκαν μέτρα κατά των κινεζικών εισαγωγών.

Oι φωνές οργής κατά της Kίνας έχουν πάρει ξανά διαστάσεις τεράστιες στις HΠA. Συνδικαλιστικές ενώσεις, βιομήχανοι και βιοτέχνες και μία ομάδα μελών του αμερικανικού Kογκρέσου, που αυτοαποκαλείται «Συμμαχία Δράσης κατά του Kινεζικού Nομίσματος», επικρίνουν το Πεκίνο ότι εξακολουθεί να εκμεταλλεύεται αθέμιτα το συγκριτικό πλεονέκτημα του υποτιμημένου έως και 25% (!) γουάν έναντι του δολαρίου. Προεκλογικά (δηλαδή πριν από δύο χρόνια), ο Μπαράκ Ομπάμα είχε υιοθετήσει την άποψη ότι πρέπει να προστατευθούν οι αμερικανικές επιχειρήσεις με την επιβολή υψηλότερων δασμών (αντιντάμπινγκ) στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων στις ΗΠΑ, για να αντισταθμισθεί η επίδραση στην ανταγωνιστικότητά τους από το «χειραγωγούμενο» κινεζικό νόμισμα. Ωστόσο, όταν εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ, ξέχασε τις υποσχέσεις του... Φυσικά, οι πιέσεις εντείνονται εν όψει των κρίσιμων εκλογών για την ανανέωση του Κογκρέσου στις 2 Νοεμβρίου, με τη δημοτικότητα του Ομπάμα να έχει καταρρεύσει. Βεβαίως, η «χειραγώγηση» του νομίσματός της από την Κίνα είναι μια πρακτική πολλών χρόνων, που έχει καταδικαστεί εντόνως επί σειράν ετών από το αμερικανικό Κογκρέσο καθώς και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ωστόσο καμία κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν τόλμησε ποτέ επισήμως να διατυπώσει αυτήν την άποψη για να μην εξοργίσει το Πεκίνο.

Τα περισσότερα από τα διεθνή νομίσματα έχουν μεταξύ τους σχέσεις ελεύθερης διακύμανσης. Ενίοτε, πάντως, οι χώρες περιορίζουν τις εκροές κεφαλαίου όταν γίνονται μαζικές πωλήσεις του νομίσματός τους ή παίρνουν μέτρα για να αποθαρρύνουν τις μαζικές εισροές όταν φοβούνται πως οι κερδοσκόποι αγαπούν υπερβολικά τις οικονομίες τους. Η μεγάλη εξαίρεση είναι η Κίνα. Παρά τα τεράστια εμπορικά πλεονάσματα, οι κινεζικές αρχές έχουν διατηρήσει την ισοτιμία του νομίσματος επίμονα αδύναμη. Δίνουν, έτσι, στους Κινέζους εξαγωγείς ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών τους. Η πολιτική αυτή επιτείνει το πρόβλημα, εκτροχιάζοντας τη ζήτηση από τον υπόλοιπο κόσμο και κατευθύνοντάς την τεχνηέντως στις τσέπες των Κινέζων εξαγωγέων. Δεν είναι τυχαίο ότι η Κίνα αναδείχθηκε το 2009 σε πρώτη εξαγωγική δύναμη του κόσμου, ξεπερνώντας τη Γερμανία, που κατείχε το ρεκόρ από το 2000 μέχρι και το 2008. Το ίδιο έτος, η Κίνα ξεπέρασε τη Γερμανία και ως προς το μέγεθος της οικονομίας της, παραγκωνίζοντάς την από την τρίτη θέση και φέτος υποσκέλισε την Ιαπωνία από τη δεύτερη!

Η οικονομική πολιτική της Κίνας προκαλεί αντιδράσεις και δικαίως: η εμμονή του Πεκίνου να κρατάει τεχνητά υποτιμημένο το νόμισμά του αποτελεί τροχοπέδη για την παγκόσμια ανάκαμψη και κάτι πρέπει να γίνει γι’ αυτό. Η τακτική αυτή άρχισε να εφαρμόζεται από το 2003, ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των κινεζικών προϊόντων, αλλά πλέον έχει ξεφύγει από κάθε όριο. Το κόστος για τον υπόλοιπο κόσμο είναι βαρύ, αφού όλες οι ανεπτυγμένες οικονομίες αντιμετωπίζουν σήμερα πρόβλημα ρευστότητας, το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με περαιτέρω μείωση των επιτοκίων (καθώς τα επιτόκια είναι ήδη σχεδόν μηδενικά). Η Κίνα, από την πλευρά της, δημιουργεί τόσο μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα, ώστε να καθηλώνει την ανταγωνιστικότητα όλων των υπόλοιπων κρατών. Γεννάται, επομένως, το ερώτημα του τι πρέπει να γίνει. Βέβαια, ο περισσότερος κόσμος πιστεύει ότι η Αμερική δεν τολμά να προκαλέσει την Κίνα επειδή η τελευταία είναι ο βασικός δανειστής της και αν εκνευριστεί, θα ξεπουλήσει τα αμερικανικά ομόλογα που διαθέτει, βυθίζοντας στο χάος το δολάριο. Να δούμε...