Η υπερψήφιση των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων του Ταγίπ Ερντογάν σηματοδοτεί την αντιπαράθεση παλαιάς και νέας Τουρκίας. Το ηττηθέν κατεστημένο έχει πολλές ομοιότητες με το ελληνικό: κρατικιστικό, διαπλεκόμενο, εξαρτημένο από το εξωτερικό, υπεροπτικό, κυνικό, παρασιτικό. Απέναντί του προβάλλει μια νέα κοινωνία που αναπτύσσεται στις πόλεις μεσαίου μεγέθους.

Η υπερψήφιση των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων του Ταγίπ Ερντογάν σηματοδοτεί την αντιπαράθεση παλαιάς και νέας Τουρκίας. Το ηττηθέν κατεστημένο έχει πολλές ομοιότητες με το ελληνικό: κρατικιστικό, διαπλεκόμενο, εξαρτημένο από το εξωτερικό, υπεροπτικό, κυνικό, παρασιτικό. Απέναντί του προβάλλει μια νέα κοινωνία που αναπτύσσεται στις πόλεις μεσαίου μεγέθους. Η αναγέννηση της θρησκευτικότητας και της παράδοσης επανέφεραν τις παραδοσιακές αξίες της εργασίας, της πειθαρχίας, της αλληλεγγύης, της ηθικής, της οικογένειας. Σήμερα δημιουργούνται ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, χωρίς εξαρτήσεις από κρατικές προμήθειες και επιχορηγήσεις, στις οποίες στηρίζεται η εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη.

 

Καθώς η κοινωνία των πολιτών κερδίζει έδαφος έναντι του Κράτους, αναθεωρείται ο προσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής. Το κρατικιστικό κατεστημένο λειτουργούσε ως διαμεσολαβητής ανάμεσα στον τουρκικό λαό και τον εξωτερικό παράγοντα. Η μείωση της επιρροής του εξηγεί την προσφάτως εκδηλούμενη ανεξαρτησία της Τουρκίας.

 

Με ανανεωμένη αυτοπεποίθηση, η Τουρκία ανοίγεται στο γεωπολιτικό της περιβάλλον, φιλοδοξώντας ένα κεντρικό ρόλο. Σκοπός της είναι να εξασφαλίσει σταθερότητα, αντλώντας ταυτοχρόνως εθνικά οφέλη. Με την ίδια αυτοπεποίθηση στρέφεται και προς το εσωτερικό, αναθεωρώντας τα ιστορικά ταμπού. Στόχος της είναι να εξουδετερώσει ειρηνικά τις πηγές εσωτερικής ασταθείας και να αξιοποιήσει τον πολιτισμικό πλούτο από το οθωμανικό της παρελθόν.

 

Μέσα σε αυτήν την κοσμογονία εντάσσεται και η «επίθεση φιλίας» προς την Ελλάδα. Εκ πρώτης όψεως, η προοπτική να επιλυθούν, επί τέλους, τα προβλήματα ανάμεσα στις δύο χώρες φαίνεται ρεαλιστική. Η ένταση με την Ελλάδα αποτελούσε σημαντικό στοιχείο στην εξουσία του κεμαλικού κατεστημένου. Ενίσχυε τον ρόλο του στρατού, καθησύχαζε ενοχές και φοβίες της αστικής τάξης, αποσπούσε την προσοχή από τα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα. Η ενδεχόμενη βελτίωση των σχέσεων με την Ελλάδα θα αδυνατίσει την επιρροή των Κεμαλιστών ακόμη περισσότερο. Είναι, επομένως, λογικό να την επιδιώκει η σημερινή τουρκική κυβέρνηση.

 

Η αστάθεια του ευρύτερου γεωπολιτικού περιβάλλοντος και οι αβεβαιότητες για την διεθνή και ευρωπαϊκή οικονομία επιβάλλουν κλίμα φιλίας και συνεργασίας μεταξύ γειτονικών χωρών. Η περιφερειακή ολοκλήρωση στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο εξασφαλίζει από εξωγενείς γεωπολιτικούς και γεωστρατηγικούς κινδύνους. Τα στρατηγικά συμφέροντα Ελλάδος και Τουρκίας συγκλίνουν, όπως στην αρχή του Ψυχρού Πολέμου.

 

Υφίστανται, επομένως, κατ’ αρχήν οι αναγκαίες πολιτικές και γεωπολιτικές προϋποθέσεις για την ιστορική συμφιλίωση Ελλάδος και Τουρκίας. Όμως, η επιτυχής διαπραγμάτευση προϋποθέτει αναλογία και ισορροπία ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη. Μόνον έτσι καταλήγει σε αποτελέσματα νομιμοποιημένα στην κοινή γνώμη, άρα σταθερά.

 

Στην σημερινή συγκυρία, όμως, κυριαρχεί πλήρης αναντιστοιχία: η τουρκική οικονομία αναπτύσσεται, η ελληνική βυθίζεται· η Τουρκία ανεξαρτητοποιείται από την ξένη επιρροή, η Ελλάδα έχει καταστεί οιονεί προτεκτοράτο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών· η Τουρκία διαθέτει ισχυρή πολιτική ηγεσία, στην Ελλάδα το πολιτικό προσωπικό είναι απαξιωμένο· η Τουρκία ανασυγκροτεί την εθνική της ταυτότητα και υπερηφάνεια, η Ελλάδα αποδομείται και ευτελίζεται εντός και εκτός.

 

Πώς θα διεξαχθούν ισότιμες διαπραγματεύσεις για τα δύσκολα ζητήματα της Κύπρου και του Αιγαίου, με τέτοια υλική και ηθική ανισορροπία; Ακόμη και αν ο Ταγίπ Ερντογάν διαθέτει την μεγαλοθυμία να μην αξιοποιήσει το συγκριτικό του πλεονέκτημα προς όφελος των στενών τουρκικών συμφερόντων, πώς θα αποφύγει την έσωθεν κατηγορία επί μειοδοσία; Η δίκαιη επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων υπό συνθήκες ανισορροπίας δυνάμεων είναι εξ αρχής απίθανη, αλλά και εγγενώς ασταθής. Η ανατροπή των συμφωνηθέντων θα οδηγήσει σε νέα περίοδο έντασης, πολύ χειρότερη από το σημερινό status quo.

 

Πολύ περισσότερο πιθανή είναι η υποχώρηση της ελληνικής πλευράς. Η συνεπαγόμενη ταπείνωση θα επιδεινώσει τον κατήφορο που ακολουθεί η Ελλάδα εδώ και δεκαετίες και θα προκαλέσει βαθύτατες πικρίες -ενδεχομένως και βίαιες αντιδράσεις. Η ελληνοτουρκική σύγκλιση θα έχει και πάλι υποθηκευθεί.

 

«Ο δρόμος προς την Κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις». Επιδιώκοντας την ελληνοτουρκική συμφιλίωση υπό συνθήκες εξόφθαλμης ανισότητας, ο κ. Παπανδρέου δεν κινδυνεύει απλώς να αποτύχει, αλλά και να δυσχεράνει μελλοντικές προσπάθειες, όταν και εφ’ όσον η Ελλάδα ανανήψει.

(από την εφημερίδα "Εστία")