«Σημείο καμπής» χαρακτήρισαν δημοσιεύματα στο ρωσικό Τύπο τη δεύτερη δίκη του Χανταρκόφσκι, καθώς διαψεύδονται οι ελπίδες όσων πίστεψαν τα λόγια, προεκλογικά, του Ρώσου προέδρου, Ντμίτρι Μεντβιέντεφ, ο οποίος τότε έκανε λόγο για την αναγκαιότητα εκδημοκρατισμού της χώρας και υποστήριζε ότι «πρέπει να μπει ένα τέλος, δεν γίνεται η πρωτόγονη οικονομία μας να εξακολουθήσει να στηρίζεται αποκλειστικά στις πρώτες ύλες, στην τιμή του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και των μεταλλευμάτων, και στην ενδημική διαφθορά».

«Σημείο καμπής» χαρακτήρισαν δημοσιεύματα στο ρωσικό Τύπο τη δεύτερη δίκη του Χανταρκόφσκι, καθώς διαψεύδονται οι ελπίδες όσων πίστεψαν τα λόγια, προεκλογικά, του Ρώσου προέδρου, Ντμίτρι Μεντβιέντεφ, ο οποίος τότε έκανε λόγο για την αναγκαιότητα εκδημοκρατισμού της χώρας και υποστήριζε ότι «πρέπει να μπει ένα τέλος, δεν γίνεται η πρωτόγονη οικονομία μας να εξακολουθήσει να στηρίζεται αποκλειστικά στις πρώτες ύλες, στην τιμή του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και των μεταλλευμάτων, και στην ενδημική διαφθορά».

Το 2009, στην «Ομιλία του προς το Εθνος», ο Μεντβιέντεφ επισήμανε πως «αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο προκειμένου ο ρωσικός λαός να αποκτήσει μία κανονική ζωή σε μία ευημερούσα κοινωνία η κακή και λανθασμένη χρήση των νόμων προς το συμφέρον των ισχυρών».

Η δεύτερη δίκη, όμως, του Χανταρκόφσκι ξεκίνησε το 2006...

Οπως επισημαίνουν οι αναλυτές, η πρώτη δίκη, το 2003, του πρώην επικεφαλής της Yukos εξυπηρετούσε ξεκάθαρα πολιτικά συμφέροντα.

Ο Χανταρκόφσκι χρηματοδοτούσε κόμματα στην αντιπολίτευση -το φιλελεύθερο κόμμα «Λαμπλόκο» και το Κομμουνιστικό Κόμμα- την ίδια ώρα που ο Β. Πούτιν είχε θέσει στόχο τον έλεγχο της ρωσικής ενεργειακής βιομηχανίας.

Εγκριτοι διεθνείς νομικοί, ωστόσο, σημειώνουν πως το κατηγορητήριο δεν ήταν αβάσιμο, πως δηλαδή υπήρχαν στοιχεία που αποδείκνυαν περιπτώσεις φοροδιαφυγής.

Υποστηρικτές του Χανταρκόφσκι, από την πλευρά τους, υποστηρίζουν πως ο πρώην επικεφαλής της Yukos ήταν τόσο ένοχος όσο και όλοι οι υπόλοιποι δισεκατομμυριούχοι Ρώσοι μεγιστάνες, οι οποίοι έκαναν χρήση προσωπικών διασυνδέσεων ή ακόμη προσέφευγαν σε εκβιασμούς με σκοπό την εξασφάλιση των πιο κερδοφόρων συμβολαίων και στη συνέχεια απέφευγαν να καταβάλουν στο κράτος τα απαιτούμενα, στήνοντας ένα ολόκληρο δίκτυο off-shore εταιρειών.

Η δεύτερη αυτή δίκη, ωστόσο, όπως σημειώνει ο Μιχαήλ Κασιάνοφ, πρώην πρωθυπουργός και νυν αρχηγός κόμματος της αντιπολίτευσης, το 2006 οι γραφειοκράτες του Κρεμλίνου, οι οποίοι επωφελήθηκαν από το διαμελισμό της Yukos, ανησύχησαν με το ενδεχόμενο ο Χανταρκόφσκι να αφεθεί ελεύθερος το 2012 και «φρόντισαν» ώστε να επιμηκυνθεί η παραμονή του στη φυλακή.

Για το λόγο αυτό οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν τώρα ο ίδιος ο Χανταρκόφσκι αλλά και ο πρώην συνεταίρος του, σύμφωνα με την ίδια πηγή, είναι παράλογες: κατηγορούνται ότι έκλεψαν πετρέλαιο αξίας 25 δισ. δολαρίων, που αντιστοιχεί σε ολόκληρη την παραγωγή της εταιρείας από το 1998 έως το 2003, και για ξέπλυμα χρήματος.

Οχι μόνο, όπως υπογραμμίζει ο Κασιάνοφ, οι νέες κατηγορίες αντικρούουν τις προηγούμενες, διότι «πώς γίνεται να αποκρύβεις φόρους που αντιστοιχούν στο πετρέλαιο που υποτίθεται ότι έκλεψες;», αλλά ακόμη και ο ίδιος ο κατηγορούμενος κατάφερε να αποδείξει στο δικαστήριο ότι το κατηγορητήριο δεν είχε βάση.

Το ζήτημα είναι, όπως τονίζουν διεθνείς αναλυτές, ότι παρά τα όποια ελπιδοφόρα μηνύματα του πρόσφατου παρελθόντος, και ιδιαίτερα εκείνα διά στόματος του ίδιου του Ρώσου προέδρου, οι αρχές στη Ρωσία παραμένουν φοβισμένες και αδύναμες.

Οι «ολιγάρχες» αναμφισβήτητα έβλαψαν τη Ρωσία, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές.

Εκαναν χρήση της ισχύος που αντλούσαν από τα κέρδη που τους απέφερε η ακμάζουσα βιομηχανία του πετρελαίου και του φυσικού αερίου για να ελέγξουν την πολιτική ηγεσία, να διαφθείρουν τη Δούμα και τα ΜΜΕ.

Ο Χανταρκόφσκι κατάφερε μέσα σε διάστημα πέντε ετών, από το κελί του στις φυλακές της Σιβηρίας, να μετατρέψει τον εαυτό του από σύμβολο της «μισητής ολιγαρχίας» σε «μάρτυρα», σε σύμβολο για ένα καλύτερο μέλλον στη Ρωσία.

(από την εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 3/1/2011)