Γράφει ο Αθ. Χ. Παπανδρόπουλος
Μπορεί το πετρέλαιο να φθάσει τα 45 με 50 δολάρια το βαρέλι; Ασφαλώς, απαντά ο κ. Ροντρίγκο Ρότα, νέος γενικός διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Προσθέτει δε ότι η παρατηρούμενη άνοδος της τιμής του «μαύρου χρυσού» διακυβεύει την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη. «Μία άνοδος 5 δολαρίων το βαρέλι σε 12 μήνες, θα οδηγήσει σε πτώση 0,3% την ανάπτυξη», τονίζει ο κ. Ρ. Ρότα, ο οποίος προσφάτως έκανε και τις πρώτες δημόσιες δηλώσεις του στην Μαδρίτη. Γιατί, όμως, παρατηρείται αυτή η άνοδος στις πετρελαϊκές αγορές, στις οποίες οι τιμές πλησιάζουν τα 40 δολάρια το βαρέλι και είναι οι υψηλότερες ύστερα από την κρίση του 1990; Πέντε είναι οι βασικοί λόγοι που οδηγούν προς τα πάνω τις τιμές. Πρώτον: η επικρατούσα γεωπολιτική αβεβαιότητα στην Μέση Ανατολή αποτελεί σοβαρό παράγοντα ανόδου, ιδιαιτέρως μετά από τις τρομοκρατικές επιθέσεις κατά πετρελαϊκών εγκαταστάσεων στην Σαουδική Αραβία. Δεύτερον: η κινεζική ζήτηση για υγρά καύσιμα είναι εντυπωσιακή. Τους δύο τελευταίους μήνες αυξήθηκε 17% και είναι υπερδιπλάσια των εκτιμήσεων των ειδικών. Για το 2004, η κινεζική οικονομική άνοδος θα είναι από τις πλέον σημαντικές στον κόσμο και σήμερα ήδη γίνεται λόγος για περαιτέρω έκρηξη της ζητήσεως υγρών καυσίμων. Τρίτον: ο ΟΠΕΚ παράγει τις μέγιστες ποσότητες των δυνατοτήτων του και, αρά τις αμερικανικές πιέσεις, αρνείται να αντισταθεί στην άνοδο των τιμών. Η Ρωσία, από την πλευρά της, εκμεταλλεύεται και αυτή την άνοδο των τιμών και ευθυγραμμίζεται με την σαουδαραβική πολιτική, η οποία είναι και η πλέον συγκρατημένη στους κόλπους του πετρελαϊκού καρτέλ. Τέταρτον: παρατηρείται κορεσμός στην διΰλιση πετρελαίου, φαινόμενο οξύτατο στις ΗΠΑ, όπου τα διϋλιστήρια αδυνατούν να ικανοποιήσουν την ζήτηση, με αποτέλεσμα να είναι έντονη η ανάγκη για εισαγωγή διϋλισμένων προϊόντων. Το γεγονός αυτό, όμως, πιέζει τις διϋλιστικές δυνατότητες άλλων περιοχών του κόσμου, ιδιαιτέρως δε στην Ευρώπη και την Ασία. Βεβαίως, μια καλή λύση θα ήταν να κατασκευαστούν νέες υποδομές, όμως, για την κατασκευή ενός διΰλιστηρίου απαιτούνται το λιγώτερο πέντε χρόνια. Έτσι, στον βαθμό που το εργαλείο της διϋλίσεως «εργάζεται» εξαντλητικά, τα αποθέματα παραμένουν χαμηλά, φαινόμενο ασύνηθες για μία περίοδο όπως αυτή του τέλους του χειμώνα. Πέμπτον: τα αμερικανικά συνταξιοδοτικά ταμεία, όπως και οι επενδυτικές εταιρείες των ΗΠΑ, κερδοσκοπούν στις πετρελαϊκές αγορές, με αποτέλεσμα να κατέχουν το 20% των θέσεων της πετρελαϊκής αγοράς της Νέας Υόρκης. Όπως επισημαίνουν διεθνείς ειδικοί των κεφαλαιαγορών, το ποσοστό αυτό είναι υψηλό και υπερβαίνει αισθητά τα ανώτατα όρια του έτους 2000, τα οποία κυμαίνονταν μεταξύ 7%–8%. «Το φαινόμενο της συμμετοχής των επενδυτικών εταιρειών στις αγορές πρώτων υλών δεν είναι καινούργιο», υποστηρίζει ένας Ευρωπαίος τραπεζίτης, «πλην όμως, σήμερα παίζει ιδιαίτερο ρόλο στην διατήρηση υψηλών τιμών ανά βαρέλι πετρελαίου». Υπό αυτές τις συνθήκες, η άνοδος της τιμής του αργού και γενικά των πρώτων υλών θα μπορούσε να έχει πολύ αρνητικές επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία. Και αυτό, παρά την παρούσα αδυναμία του δολλαρίου έναντι του ευρώ, η οποία, σε κάθε περίπτωση, είναι σχετική. Συνεπώς, η ευρωπαϊκή οικονομία απειλείται σήμερα από ισχυρούς εξωγενείς παράγοντες. Περιττό δε να τονισθεί ότι οι ίδιοι αυτοί παράγοντες συνιστούν ακόμη μεγαλύτερη απειλή για την ελληνική οικονομία, η κατάσταση της οποίας μόνον αισιοδοξία δεν εμπνέει. Έτσι, οι διάφορες ραδιοτηλεοπτικές κραυγές για την εγχώρια άνοδο των υγρών καυσίμων είναι απαράδεκτες, παραπλανητικές και θλιβερά λαϊκιστικές. (Aπό την Εστία 12/05/2004)