Το φυσικό αέριο αναμένεται να είναι ένας από τους νικητές της απόφασης που πήρε η γερμανική κυβέρνηση για εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας από το 2022 και έπειτα. Προς την ίδια λύση στρέφονται και άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πλέον, μετά την καταστροφή στην Ιαπωνία, όπως η Ελβετία η οποία πρόκειται να διακόψει τη λειτουργία των πέντε αντιδραστήρων της.

Το φυσικό αέριο αναμένεται να είναι ένας από τους νικητές της απόφασης που πήρε η γερμανική κυβέρνηση για εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας από το 2022 και έπειτα. Προς την ίδια λύση στρέφονται και άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πλέον, μετά την καταστροφή στην Ιαπωνία, όπως η Ελβετία η οποία πρόκειται να διακόψει τη λειτουργία των πέντε αντιδραστήρων της.

Την άποψη ότι θα χρειαστεί στο μέλλον περισσότερο αέριο, διατύπωσε και ο Επίτροπος Ενέργειας, Γκύντερ Έτινγκερ, λέγοντας ότι «μετά την απόφαση του Βερολίνου, το αέριο θα είναι ο οδηγός της ανάπτυξης». Το θετικό στοιχείο που χαρακτηρίζει το φυσικό αέριο είναι ότι από τη μια είναι κατάλληλο για την ηλεκτροπαραγωγή και συνεπώς μπορεί να αντικαταστήσει σχετικά εύκολα τα πυρηνικά, ενώ από την άλλη, εκλύει λιγότερους ρύπους από τον λιγνίτη και συνεπώς μπορεί να αποτελέσει μια μεσοπρόθεσμη λύση για την Ευρώπη στις επόμενες 2-3 δεκαετίες, πριν αντικατασταθεί και αυτό από τις ΑΠΕ.

Αν όντως η Ε.Ε. στραφεί προς το φυσικό αέριο και το πράξει επισήμως, αυτό αναμένεται να δώσει ώθηση στους φιλόδοξους αγωγούς που προετοιμάζονται, ιδίως σε ότι αφορά το Νότιο Διάδρομο. Βεβαίως, οι Βρυξέλες προτιμούν τον «δικό τους» Nabucco, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έργα σαν τον South Stream και τον ITGI δεν έχουν καλές πιθανότητες επιτυχίας. Κάθε άλλο.

Σήμερα το φυσικό αέριο εκπροσωπεί το 23% της ηλεκτροπαραγωγής στη Γηραιά Ήπειρο, έναντι 28% των πυρηνικών σταθμών και 19% των ΑΠΕ. Πρόκειται για ένα ενεργειακό μείγμα που πρόκειται να αλλάξει στη δεκαετία που διανύουμε, ενώ κρίσιμο ζήτημα θα είναι η εξασφάλιση διαφοροποιημένων πηγών αερίου. Σε αυτό το θέμα, η Ευρώπη θα μπορούσε να αναπτύξει και δικές της πηγές, μέσω της μη συμβατικής παραγωγής, εφόσον όμως γίνει αποδεκτή αυτή η αμφιλεγόμενη μέθοδος στις χώρες-κλειδιά, όπως η Γαλλία. Μέχρι στιγμής, μόνο η Πολωνία έχει προχωρήσει σε απτές κινήσεις για να αναπτύξει την παραγωγή της με αυτά τα μέσα.

Τέλος, χαρακτηριστικά είναι τα κόστη που θα κληθεί να καταβάλει η Γερμανία για την αντικατάσταση των πυρηνικών της μονάδων: Για κάθε 1.000 MW ισχύος, η κατασκευή υπεράκτιων αιολικών θα στοίχιζε 3 δις ευρώ, ενώ ένας σταθμός με φυσικό αέριο ίδιας ισχύος μόλις 800 εκατ. ευρώ. Ο κ. Έτινγκερ πάντως, επισήμανε πως «περισσότερες ΑΠΕ σημαίνουν περισσότερο αέριο», εννοώντας ότι οι σταθμοί αυτού του είδους πρέπει να αποτελέσουν το στήριγμα των ΑΠΕ στο εξής.