Πριν έξι περίπου χρόνια,
μιλώντας με την μεγάλη κυρία της ελληνικής βιομηχανίας, την κ.Καίτη
Κυριακοπούλου, είχα συγκρατήσει μία παρατήρησή της που από τότε δεν ξεχνώ: «Στην
οικονομία και στην βιομηχανία, αλλά και γενικά στην ζωή, ο καθένας μπορεί να
πάει μπροστά. Υπό μία βασική προϋπόθεση: αρκεί να θέλει. Με άλλα λόγια, δεν
υπάρχει δεν μπορώ. Δεν θέλω, υπάρχει», έλεγε.
Αυτή η απλή, αλλά
μεστότατη σε περιεχόμενο, σκέψη ήταν συνεχώς παρούσα στο μυαλό μου σε όλη την
διάρκεια που οι εκπρόσωποι της
McKinsey
παρουσίαζαν στους
δημοσιογράφους μία σημαντική μελέτη τους για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας,
την οποία πραγματοποίησαν με εντολή του ΣΕΒ, της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών και
της Τράπεζας της Ελλάδος.
Η
μελέτη, που καλύπτει 500
σελίδες, καταλήγει σε ένα απλό συμπέρασμα. Αν η ελληνική οικονομία καταφέρει
μέχρι το 2022 να αναπτύσσεται με ρυθμούς 3% ετησίως, θα μπορέσει να δημιουργήσει
520.000 θέσεις εργασίας και 50 δισεκατ. ευρώ επιπλέον προστιθέμενη αξία.
Συνεπώς, από μακροοικονομικής πλευράς, υποθέτουμε εμείς, μαζί με 50 δισεκατ.
ευρώ ιδιωτικοποιήσεις και μόνον 3% δημοσιονομικό έλλειμμα, σε μία δεκαετία η
Ελλάδα θα έχει κατεβάσει το χρέος της στο 70% του ΑΕΠ της περίπου. Την ίδια δε
περίοδο, θα έχει αλλάξει και η παραγωγική βάση της οικονομίας της, η οποία θα
στηρίζεται στην εξωστρέφεια, στην βιομηχανία τροφίμων/ποτών, τον τουρισμό, την
ενέργεια και το λιανεμπόριο.
Επίσης –πολύ σωστά, κατά
την γνώμη μας– η
McKinsey επισημαίνει και οκτώ
αναδυόμενους τομείς στην οικονομία, όπως η ιχθυοκαλλιέργεια, η παραγωγή
γενόσημων φαρμάκων, οι εκπαιδευτικές υπηρεσίες, ο ιατρικός τουρισμός και οι
παροχές υπηρεσιών υγείας σε ηλικιωμένα άτομα. Όντως, οι τομείς αυτοί γνωρίζουν
εντυπωσιακή ανάπτυξη σε αρκετές χώρες και προσελκύουν υψηλές επενδύσεις. Είναι
δε και κλάδοι που μπορούν να προσφέρουν πολύ καλές προστιθέμενες
αξίες.
Ειδικότερα, στην μελέτη –την
οποία παρουσίασαν οι κ.κ. Γ.Τσόπελας και Θ.Παπανίδης– τονίζεται, επίσης, η
σημασία να υπάρξει στρατηγική στροφή του τουρισμού προς μεγαλύτερες και
ανεκμετάλλευτες μέχρι σήμερα αγορές και η ενθάρρυνση των επενδύσεων σε μεγάλες
Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (ΠΟΤΑ). Προτείνεται, ακόμη, η
αγροτική παραγωγή και ειδικά η μεταποίηση τροφίμων να προσανατολιστεί προς τις
αγορές του εξωτερικού, όπου συγκεκριμένα προϊόντα υψηλής ποιότητας, όπως το
ελαιόλαδο, επιλεγμένα φρούτα και λαχανικά και διάφορα γαλακτοκομικά προϊόντα
έχουν την δυνατότητα να επιτύχουν οικονομίες κλίμακας με διεθνή
ανταγωνιστικότητα. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνεται η ενδεχόμενη δημιουργία μιας
«Ελληνικής Εταιρείας Τροφίμων» η οποία θα αναλάβει, μέσω της συνεργασίας ιδιωτών
και Δημοσίου, την επώνυμη προώθηση ελληνικών ειδών διατροφής στις ξένες
αγορές.
Τέλος, η μελέτη
επισημαίνει –πολύ σωστά– ότι στον τομέα της ενέργειας υπάρχουν σημαντικά
περιθώρια για αποδοτικότερη ενεργειακή χρήση των υπαρχόντων και νέων εμπορικών
ακινήτων και κατοικιών. Αυτό θα είχε ευνοϊκά παράπλευρα αποτελέσματα στις
κατασκευές, στην ανάπτυξη της αγοράς ακίνητης περιουσίας και στις
χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, ενώ θα δημιουργούσε περιθώρια για εξαγωγές και θα
προσέλκυε άμεσες ξένες επενδύσεις.
Όλα
αυτά
που προτείνονται στην μελέτη της
McKinsey είναι, από
τεχνοκρατικής και ορθολογικής πλευράς, πολύ χρήσιμα, εποικοδομητικά και η
πρακτική εφαρμογή τους σίγουρα θα αποτελούσε πραγματικό φιλί ζωής για την
ελληνική οικονομία και κοινωνία. Είναι επίσης και εφαρμόσιμα –αλλά, για την
Ελλάδα, το ερώτημα που τίθεται είναι από ποιους και υπό ποιες πνευματικές,
θεσμικές και διοικητικές συνθήκες θα εφαρμοσθούν.
Πολύ ορθά, οι ίδιοι οι
μελετητές στην εισαγωγή τους επισημαίνουν ότι το ελληνικό μοντέλο αναπτύξεως, σε
ποσοστό 90%, στηρίχθηκε στην κατανάλωση και όχι στην παραγωγή. Τονίζουν επίσης
ότι δύο στους τρεις Έλληνες δεν επιλέγουν την αγορά εργασίας και άρα προτιμούν
να δραστηριοποιούνται στην παραοικονομία. Συνεπώς, αυτό το ήδη στρεβλό μοντέλο,
πώς μπορεί να αλλάξει, με δεδομένη επίσης την πλήρη ανταγωνιστική κατάρρευση της
οικονομίας;
Σε
μία
χώρα υψίστης διαφθοράς και αντιεπιχειρηματικής κουλτούρας, πώς θα μπορέσουν να
δημιουργηθούν συνθήκες αναπτύξεως μιας πραγματικά γόνιμης επιχειρηματικότητας;
Από την άλλη πλευρά, ποιες μεγάλες εταιρείες θα διανοηθούν να επενδύσουν στην
Ελλάδα, όπου θεοποιούνται ποδοσφαιριστές που κερδίζουν 2 και 3 εκατ. ευρώ τον
χρόνο αφορολόγητα και καθυβρίζονται επιχειρηματίες ακόμα και όταν κερδίζουν τα
μισά από τα πιο πάνω ποσά, πληρώνοντας και τους απαραίτητους φόρους; Όταν
άνθρωποι που είναι επιφορτισμένοι με την μόρφωση καλούν στην μη εφαρμογή των
νόμων και συνεργάζονται με τον υπόκοσμο, γιατί ο δημιουργικός Έλληνας να μείνει
στην χώρα αυτή;
Θαυμάσια η πρωτοβουλία του
ΣΕΒ σήμερα και της Ελληνικής Εταιρείας Διοίκησης Επιχειρήσεων (ΕΕΔΕ) πριν λίγους
μήνες για την Ελλάδα, που μπορεί να πάει μπροστά. Θέλει,
όμως;