Το πολυνομοσχέδιο που την περασμένη Πέμπτη ψηφίστηκε στη Βουλή είναι όντως ένα πολύ σημαντικό κείμενο. Το ερώτημα όμως είναι αν ποτέ θα εφαρμοσθεί αλλά και με ποιον τρόπο θα γίνει αυτό. Διότι με το πολυνομοσχέδιο πολλά πράγματα αλλάζουν στην ελληνική οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα επί τα βελτίω. Κατά κύριο δε λόγο, μέσω αυτού, αίρονται χρόνιες παθογένειες της ελληνικής πραγματικότητος και μπαίνουν νέες βάσεις στην οργάνωση της χώρας

Το πολυνομοσχέδιο που την περασμένη Πέμπτη ψηφίστηκε στη Βουλή είναι όντως ένα πολύ σημαντικό κείμενο. Το ερώτημα όμως είναι αν ποτέ θα εφαρμοσθεί αλλά και με ποιον τρόπο θα γίνει αυτό. Διότι με το πολυνομοσχέδιο πολλά πράγματα αλλάζουν στην ελληνική οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα επί τα βελτίω. Κατά κύριο δε λόγο, μέσω αυτού, αίρονται χρόνιες παθογένειες της ελληνικής πραγματικότητος και μπαίνουν νέες βάσεις στην οργάνωση της χώρας. Αυτή η αλλαγή ήταν μέγα ζητούμενο μετά την ένταξή μας στην μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά καμμία πολιτική δύναμη δεν είχε ποτέ το επαρκές θάρρος να προχωρήσει σε λήψεις αποφάσεων που ίσως μας είχαν προφυλάξει από τα σημερινά δεινά. Θέλουμε να πιστεύουμε όμως ότι ποτέ δεν είναι αργά.

 

Επί του παρόντος, καίριο για την Ελλάδα είναι το πρόβλημα της αναπτύξεώς της, όταν επιτέλους αποκατασταθεί μια στοιχειώδης δημοσιονομική ισορροπία. Το δε ερώτημα που απασχολεί τους εταίρους μας είναι αυτό των δυνατοτήτων που έχει η ελληνική οικονομία να υιοθετήσει αρχές, συμπεριφορές και πρωτοβουλίες που να οδηγούν σε βιώσιμη ανάπτυξη προσαρμοσμένη στον νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει να δούμε τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας και να αναλύσουμε κατά πόσον αυτά μπορούν να ανταποκριθούν στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον.

 

Είναι σαφές ότι η ελληνική οικονομία είναι εντόνως καταναλωτική, γεγονός που εξηγεί εν μέρει και τη σημερινή κρίση της. Το ελληνικό ΑΕΠ ηταν κυρίως προϊόν καταναλωτικής δαπάνης παρά παραγωγικής ευρωστίας. Γι’ αυτό οι δομές της οικονομίας υπήρξαν πάντα ευέλικτες, πράγμα που δεν είναι αρνητικό. Η κατάσταση αυτή υπήρξε και μια από τις αιτίες της χαμηλής ανταγωνιστικότητος της οικονομίας, η οποία ως εκ τούτου, δεν διέθετε και την επιθυμητή εξωστρέφεια. Για παράαδειγμα, μεταξύ των ετών 1982 και 2007 οι ελληνικές εξαγωγές σε σύγκριση με τον κοινοτικό μέσο όρο παρουσίαζαν πενιχρή αύξηση κσι αντιπροσώπευαν το 6% του ΑΕΠ μας έναντι μέσου αντίστοιχου ποσοστού 60% στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόμα χειρότερα οι εξαγωγές αυτές ήσαν χαμηλής προστιθέμενης αξίας και εξαιρετικά ευάλωτες στο διεθνή ανταγωνισμό. Εξ' αυτού του λόγου, η Ελλάδα ποτέ δεν μπόρεσε να δημιουργήσει επώνυμη ζήτηση στις ξένες αγορές, με αποτέλεσμα την ευκαιριακή τοποθέτηση των προϊόντων της, που είχαν έτσι ασήμαντο βαθμό πιστότητος στο επίπεδο των καταναλωτών.

 

Από την άλλη πλευρά η Ελλάδα απείχε και από τις συνθήκες της παγκοσμιοποιήσεως, με κυρίαρχη στο εσωτερικό την ιδεολογία της εσωστρέφειας και της περιχαρακώσεως. Και αυτό συνέβαινε σε μια χώρα στην οποία το 40% του ΑΕΠ της ήταν και είναι προϊόν του τουρισμού, της ναυτιλίας, των κοινοτικών επιδοτήσεων και μερικώς των εξαγωγών. Με χαμηλότατο επίσης επίπεδο εκπαιδεύσεως και με εχθρότητα απέναντι στο καινούργιο, η χώρα είναι ουραγός σε έρευνα και ανάπτυξη και οι όποιες καινοτομίες αναδεικνύονται χάρις στον ηρωισμό καθηγητών και επιχειρηματιών που αρνούνται να υποκύψουν στη μιζέρια και τη διανοητική αθλιότητα που όλο και περισσότερο διαπερνά τον κοινωνικό ιστό της χώρας.

 

Συμβαίνει όμως στη σημερινή διεθνή οικονομική συγκυρία η γνώση να είναι κορυφαίος συντελεστής παραγωγής πλούτου γι’ αυτό και οι χώρες ανταγωνίζονται στην προσέλκυση ταλέντων. Το γεγονός ότι κάποιες χιλιάδες νέοι με προσόντα έχουν εγκαταλείψει τη χώρα και πολλοί προετοιμάζονται και αυτοί να φύγουν, είναι πολύ πιο σοβαρό από τραμπουκισμούς των κουκουλοφόρων. Δυστυχώς όμως σχεδόν κανένας δεν ενδιαφέρεται να αποτιμήσει το υψηλό κόστος αυτής της διαρροής φαιάς ουσίας από τη χώρα μας. Μια φαιά ουσία η οποία θα παράγει βεβαίως υπεραξίες για χώρες που γνωρίζουν να ανταμείβουν τη γνώση και να σέβονται τον φορέα της.

 

Μέσα στο περιβάλλον αυτό η δημιουργία συνθηκών αναπτύξεως στη χώρα είναι δυσχερείς και θα απαιτήσουν χρόνο. Η ανάπτυξη της επιχειρηματικότητος δεν συμβαίνει από τη μια μέρα στην άλλη όταν ένας λαός έχει εθιστεί στις ύβρεις, τα ξόρκι, τις δαιμονοποιήσεις των επιχειρηματιών και γενικά της έννοιας του επιχειρείν. Ούτε και η εξωστρέφεια της οικονομίας δημιουργείται με διατάγματα. Αντιθέτως απαιτεί μακρά εκπαίδευση και κυρίως την αίσθηση του ανοικτού ορίζοντα την οποίαν οι δυνάμεις του ζόφου προσπαθούν να εξοντώσουν. Δεν θέλουν μια Ελλάδα ανοικτή και οικουμενική γιατί στην περίπτωση αυτή ανάγλυφα προβάλλει η γύμνια, η ασημαντότητα, το τίποτε.

 

Όπως από τις στήλες αυτές έχουμε επισημάνει, στη χώρα μας υπάρχει μια άτυπη, σιωπηρή εν μέρει, σύγκρουση μεταξύ αυτών που θέλουν μια Ελλάδα ανοικτή, ευρωπαϊκή, με κράτος δικαίου και δημοκρατική συνείδηση και των άλλων που ζουν ακόμη στη μετα-οθωμανική εποχή της αρπακόλας, της υποκρισίας, του κακομοιρισμού και του φθόνου. Η σύγκρουση αυτή σήμερα βρίσκεται σε κορύφωση. Η έκβασή της είναι αβέβαιη. Όσοι κατέχουν θέσεις και προνόμια δεν θα παραδοθούν και δεν είναι καν βέβαιο ότι θα χάσουν την παρτίδα. Γι' αυτό και ένα άτυπο ευρωπαϊκό σενάριο είναι η έξοδος της χώρας από την Ευρωζώνη.

 

Με μεγάλη καθυστέρηση Ευρωπαίοι ηγέτες συνειδητοποιούν ότι η ελληνική ένταξη απείχε πολύ από την εικόνα που είχε δώσει προς τα έξω ο Κων. Καραμανλής. Συνεπώς η αυριανή ανάπτυξη της χώρας δεν είναι απλό τεχνοκρατικό θέμα. Είναι σοβαρότατο ιδεολογικό και πνευματικό πρόβλημα. Το οποίο, ως προκύπτει από τα όσα βιώνουμε κάθε μέρα, δεν έχει σίγουρη λύση. Άρα η ανάπτυξη του αύριο μάλλον θα περιμένει. Και το έσχατο ερώτημα είναι έως πότε;

(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")
Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr