«Βαβέλ» της Πολιτικής Ηγεσίας στο Θέμα της ΑΟΖ

Η κήρυξη ή μη Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) για την έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων έχει στη χώρα μας δύο εκ διαμέτρου αντίθετους υποστηρικτές. Η μία άποψη λέει κατηγορηματικά όχι, στη λογική ότι δεν χρειάζεται μία χώρα να έχει προχωρήσει και στην κήρυξη ΑΟΖ προκειμένου να ανοίξει το δρόμο στις έρευνες για πετρέλαιο και φυσικό αέριο και αρκεί για το σκοπό αυτό η υφαλοκρηπίδα. Η άλλη άποψη λέει ότι σαφώς και χρειάζεται, γιατί οι έρευνες, εκτός από το βυθό της θάλασσας, θα πρέπει να προχωρήσουν στη γεώτρηση, συνεπώς, για το λόγο αυτό χρειάζεται ΑΟΖ
energia.gr
Τρι, 28 Φεβρουαρίου 2012 - 08:27

Η κήρυξη ή μη Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) για την έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων έχει στη χώρα μας δύο εκ διαμέτρου αντίθετους υποστηρικτές. Η μία άποψη λέει κατηγορηματικά όχι, στη λογική ότι δεν χρειάζεται μία χώρα να έχει προχωρήσει και στην κήρυξη ΑΟΖ προκειμένου να ανοίξει το δρόμο στις έρευνες για πετρέλαιο και φυσικό αέριο και αρκεί για το σκοπό αυτό η υφαλοκρηπίδα. Η άλλη άποψη λέει ότι σαφώς και χρειάζεται, γιατί οι έρευνες, εκτός από το βυθό της θάλασσας, θα πρέπει να προχωρήσουν στη γεώτρηση, συνεπώς, για το λόγο αυτό χρειάζεται ΑΟΖ.

Είναι γεγονός ότι και οι δύο απόψεις έχουν φανατικούς υποστηρικτές και πολέμιους. Αυτό, όμως, από μόνον του συνιστά ένα πρόβλημα. Γιατί, δεν υπάρχει εθνική ομοφωνία σε ένα εξόχως κρίσιμο εθνικό ζήτημα.

Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο, καθώς το ΥΠΕΚΑ φαίνεται να υιοθετεί την πρώτη άποψη, ότι, δηλαδή, δεν χρειαζόμαστε ΑΟΖ για να κάνουμε έρευνες για υδρογονάνθρακες, ενώ, αντίθετα, η σημερινή ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών φαίνεται να τάσσεται υπέρ της δεύτερης άποψης.

Ο αρμόδιος υφυπουργός ΠΕΚΑ Γιάννης Μανιάτης έχει τοποθετηθεί στο θέμα αυτό με αρκετή σαφήνεια. Έχει πει ότι «δεν απαιτείται η κήρυξη ΑΟΖ για την εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων» και ότι «οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο Ν.4011/2011 διασφαλίζουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα της χώρας και μας επέτρεψαν ήδη να προχωρήσουμε στη δημοσιοποίηση της διεθνούς δημόσιας πρόσκλησης για συμμετοχή στη διενέργεια σεισμικών ερευνών μη αποκλειστικής χρήσης στον ελληνικό υποθαλάσσιο χώρο».

Σε συνέντευξη που έδωσε το προηγούμενο Σάββατο σε οικονομική εφημερίδα ο υπουργός Εξωτερικών Σταύρος Δήμας -μια συνέντευξη που συνέπεσε χρονικά μετά την επίσκεψη Σαμαρά στην Κύπρο- εξέφρασε την άποψη ότι η ΑΟΖ «παρέχει οφέλη τα οποία δεν πρέπει να μείνουν ανεκμετάλλευτα. Είναι κυριαρχικό δικαίωμα της χώρας και τα κυριαρχικά δικαιώματα μας δεν τα απεμπολούμε». Μάλιστα, ο κ. Δήμας, ανέφερε ότι «επιδιώκεται η οριοθέτηση όλων των θαλασσίων ζωνών με όλους τους γείτονες μας» και στέλνοντας ένα μήνυμα με πολλούς αποδέκτες κατέθεσε γνωστό ότι μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου υπάρχει στενός συντονισμός για την αξιοποίηση του φυσικού πλούτου της χώρας.

Όταν ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας μιλά για στενό συντονισμό με την Κύπρο στο θέμα αυτό, εξάγει κανείς αβίαστα το συμπέρασμα ότι αν μη τι άλλο, πέρα από την όποια ελληνική στρατηγική, αναγνωρίζεται η επιτυχής προσπάθεια χρόνων της Κύπρου, που έγκαιρα και αθόρυβα είχε ξεκαθαρίσει τα ζητήματα με την ΑΟΖ, ώστε να μπορεί σήμερα να προχωρά στα επόμενα βήματα, που αφορούν στην εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στην επικράτεια της. Συνεπώς, η όποια συνεργασία δεν έχει να κάνει με την υιοθέτηση μόνον της ίδιας στρατηγικής με την Κύπρο στα θέματα της ΑΟΖ, αλλά και στη συνεκμετάλλευση, στα χωρικά ύδατα που συνορεύουν οι δύο χώρες -όρα ΑΟΖ στο Καστελόριζο- των εν δυνάμει κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.

Εδώ, επίσης, ανακύπτει το δεύτερο πρόβλημα και η διγλωσσία που καταγράφεται στην κυβέρνηση. Ο μεν κ. Μανιάτης θεωρεί διακεκαυμένη ζώνη το Καστελόριζο -πρόσφατες δηλώσεις του που δεν αναιρέθηκαν, ούτε σχολιάσθηκαν από τον ίδιο- ενώ, αντίθετα, το ΥΠΕΞ όταν μιλά για κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας που δεν απεμπολούνται, προφανώς, έχει στο μυαλό του και το ελληνικό Καστελόριζο.

Δεν θα αναφερθούμε στην αντίδραση της Ν.Δ., ένα από τα δύο κόμματα που στηρίζουν τη σημερινή κυβέρνηση. Δεν θέλουμε να ρίξουμε άλλο λάδι στη φωτιά. Ούτε θα επικαλεστούμε τις αντιδράσεις του Ελληνικού Ινστιτούτου Υδρογονανθράκων (ΕΛΛ.ΙΝ.Υ.) που κινήθηκαν στο ίδιο ύφος με την αντίδραση της Ν.Δ.

Θα επισημάνουμε όμως ένα πράγμα. Ότι με τα εθνικά συμφέροντα δεν μπορεί να παίζει κανείς. Ότι απαιτούν όχι μόνον ομοφωνία, αλλά και συνέχεια αδιατάρακτη. Δεν είναι κτήμα κανενός κόμματος η εθνική κυριαρχία, πολλώ δε μάλλον, ορισμένων προσώπων. Είναι ζητήματα στα οποία θα πρέπει να υπάρχει η ίδια προσέγγιση από όλους, όπως κάνουν όλα τα αναπτυγμένα κράτη, ακόμη και η γείτων Τουρκία, ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα είναι κάθε φορά στην εξουσία. Όποιος παίζει με τη φωτιά καίγεται. Ας παραδειγματισθούμε από την Κύπρο. Γνωρίζουμε πολύ καλά τι έπραξε στις αρχές του 2000, για να φθάσει σήμερα να δρέπει τους καρπούς μιας αδιάλειπτης πολιτικής στο θέμα αυτό, η οποία, μάλιστα, δεν ήρθε στο φως, παρά πολύ αργότερα, για να μπορέσει να ολοκληρωθεί χωρίς προβλήματα. Δεν έγινε ουδέποτε, επίσης, η πολιτική αυτή αντικείμενο αψιμαχιών ανάμεσα σε κόμματα, για να στηριχθεί ο «πατριωτισμός» τους. Κοινός παρονομαστής όλων ήταν και είναι η Κύπρος.

Ας το έχουμε αυτό, συνεπώς, σταθερά στο νου μας. Γιατί μπορεί τα λάθη στην οικονομία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να μπορούν να διορθωθούν, αλλά αυτός ο τόπος έχει πληρώσει πολύ σκληρά τα λάθη και τις έριδες σε αναμφισβήτητα ιστορικά εθνικά θέματα. Ας διδαχθούμε έστω και μία φορά από την ιστορία μας. Ερασιτεχνισμούς σε αυτόν τον τομέα δεν αντέχει άλλο η χώρα.