Προς Πλήρη Ανατροπή του Ισχύοντος Οικονομικού Μοντέλου

Παρά τις θριαμβολογίες για την επιτυχή έκβαση του PSI και την καταβολή της τριμηνιαίας δόσης από την Τρόικα, για να πληρωθούν τα λήγοντα ομόλογα του Μαρτίου, η χώρα μπαίνει πλέον σε μία πολύ διαφορετική περίοδο κρίσης, με ακόμα στενότερες οικονομικές και πολιτικές επιλογές από αυτές που είχε μέχρι τώρα. Η δε έγκριση της νέας δανειακής σύμβασης την εβδομάδα που πέρασε έθεσε και επίσημα σε ισχύ το Νέο Μνημόνιο
energia.gr
Δευ, 26 Μαρτίου 2012 - 12:32
Παρά τις θριαμβολογίες για την επιτυχή έκβαση του PSI και την καταβολή της τριμηνιαίας δόσης από την Τρόικα, για να πληρωθούν τα λήγοντα ομόλογα του Μαρτίου, η χώρα μπαίνει πλέον σε μία πολύ διαφορετική περίοδο κρίσης, με ακόμα στενότερες οικονομικές και πολιτικές επιλογές από αυτές που είχε μέχρι τώρα. Η δε έγκριση της νέας δανειακής σύμβασης την εβδομάδα που πέρασε έθεσε και επίσημα σε ισχύ το Νέο Μνημόνιο.

Με την οικονομία σε ύφεση για 5η συνεχή χρονιά και το ΑΕΠ να μειώνεται σταθερά (211.6 δις ευρώ το 2011 από 232,9 δις ευρώ το 2007) η χώρα έχει εισέλθει στην νέα εποχή της εσωτερικής υποτίμησης, απαραίτητη προϋπόθεση για την παραμονή στο ευρώ. Και ασφαλώς τίθεται το εύλογο ερώτημα εάν η εσωτερική αυτή υποτίμηση θα οδηγήσει τελικά σε μία βελτίωση αναταγωνιστικότητας και σε μία αναπτυξιακή προοπτική. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το Νέο Μνημόνιο. στην πραγματικότητα θυμίζει σχέδιο μετασχηματισμού μιας μετα-σοβιετικής οικονομίας σε οικονομία της αγοράς στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ενδεχομένως να έχουν δίκαιο, καθ’ ότι μέχρι σήμερα το 70% της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας περιστρεφόταν γύρω από το κράτος, έτσι που δικαιολογείται ν’ αποκαλείται κρατικοδίαιτη. Μπορεί οι κυοφορούμενες οι αλλαγές να ενισχύσουν σημαντικά την αναπτυξιακή προοπτική της οικονομίας, ταυτόχρονα όμως σηματοδοτούν και μια μακρά περίοδο πολιτικά δύσκολων μεταρρυθμίσεων.

Ήδη παρατηρείται μία μικρή βελτίωση στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών που το 2008 έφθασε σε ύψη ρεκόρ 35 δις ευρώ (15% του ΑΕΠ), ενώ το 2011 περιορίσθηκε στα 21.0 δις ευρώ ή 10% του ΑΕΠ. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών είναι το ποσό που δανειζόμαστε κάθε χρόνο για να καλύψουμε το χάσμα μεταξύ εγχώριας κατανάλωσης και παραγωγής. Το νέο Μνημόνιο επιτρέπει ομαλή προσγείωση μέσω της σταδιακής μετάβασης σε χαμηλότερο επίπεδο κατανάλωσης και υψηλότερης παραγωγής. Χωρίς το Μνημόνιο και τη χρηματοδότηση που το συνοδεύει, η προσαρμογή σε χαμηλότερο επίπεδο κατανάλωσης θα έπρεπε να γίνει βίαια με την η ύφεση να βαθαίνει ακόμα περισσότερο.

Με τον ζουρλομανδύα του Μνημονίου, την ανεργία σε υψηλά επίπεδα και την κάνουλα της τραπεζικής χρηματοδότησης κλειστή για την συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων, το εθνικό εισόδημα θα μειώνεται συνεχώς κατά τα επόμενα 2 με 3 χρόνια με ανάλογη συμπίεση μισθών, συντάξεων και πλήρη απάλειψη των πάσης μορφής επιδομάτων. Ταυτόχρονα, αναμένεται συρρίκνωση του κράτους μαμούθ με κατάργηση χιλιάδων οργανικών δήθεν θέσεων και εξαφάνιση παντελώς άχρηστων μηχανισμών και διαδικασιών, προϊόντα καφκικών συνδρόμων (λ.χ. βεβαίωση γνησίου υπογραφής, πιστοποιητικά μη πτώχευσης κ.λπ.). Απαραίτητη προϋπόθεση η παράλληλη υλοποίηση των περίφημων διαρθρωτικών αλλαγών, που προέβλεπε το πρώτο Μνημόνιο και ουδέποτε εφαρμόστηκαν, με αποτέλεσμα περιθώρια κέρδους και ελάχιστες αμοιβές να συνεχίσουν να καθορίζονται από το κράτος σε μία σειρά επαγγελμάτων και το καθεστώς αδειοδότησης να δημιουργεί ολιγοπώλια. Για αυτό το νέο Μνημόνιο περιλαμβάνει διαρθρωτικές αλλαγές που έχουν στόχο μία πιο ανταγωνιστική αγορά προϊόντων και υπηρεσιών, πιο εύκαμπτη αγορά εργασίας και πιο αποτελεσματική διοίκηση. Απώτερος στόχος ο εκσυγχρονισμός της Ελληνικής οικονομίας και του επιχειρείν ώστε πράγματι να τεθούν τα θεμέλια εκ νέου της αναπτυξιακής διαδικασίας σε πλέον υγιή και βιώσιμη βάση.

Είναι φανερό ότι οδεύουμε προς μία πλήρη ανατροπή του ισχύοντος μέχρι τώρα οικονομικού μοντέλου – το οποίο ήτο κρατικοδίαιτο και πελατειακό – με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την απασχόληση, τις θέσεις εργασίας, το ΑΕΠ και το επιχειρείν. Ασφαλώς το νέο μοντέλο βασίζεται σε μικρότερες καταναλωτικές δαπάνες (ιδίως εισαγόμενων προϊόντων) αύξηση της εγχώριας παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών, ενδυνάμωση των εξαγωγών και εντατικοποίηση της προσπάθειας σε όλα τα επίπεδα (από την εκπαίδευση μέχρι τον τουρισμό) με αύξηση του ανταγωνισμού ο οποίος και αποτελεί το θεμέλιο του νέου μοντέλου.