Οι Τελευταίες Αυξήσεις της ΔΕΗ στην Υψηλή Τάση, Χαριστική Βολή στην Ελληνική Βιομηχανία

Τα τελευταία χρόνια η ελληνική βιομηχανία εντάσεως ενέργειας βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα πολύ δυσμενές περιβάλλον στην εγχώρια αγορά ενέργειας, το οποίο καθιστά το κόστος προμήθειας ενός βασικού στοιχείου της παραγωγικής διαδικασίας σημαντικά υψηλότερα σε σχέση με γειτονικές ή άλλες ευρωπαϊκές χώρες και δημιουργεί σημαντικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα για την ελληνική βιομηχανία σε διεθνές επίπεδο
energia.gr
Δευ, 30 Απριλίου 2012 - 07:50

Τα τελευταία χρόνια η ελληνική βιομηχανία εντάσεως ενέργειας βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα πολύ δυσμενές περιβάλλον στην εγχώρια αγορά ενέργειας, το οποίο καθιστά το κόστος προμήθειας ενός βασικού στοιχείου της παραγωγικής διαδικασίας σημαντικά υψηλότερα σε σχέση με γειτονικές ή άλλες ευρωπαϊκές χώρες και δημιουργεί σημαντικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα για την ελληνική βιομηχανία σε διεθνές επίπεδο. Και ενώ θα περίμενε κάποιος ότι το θέμα της ενεργειακής ανταγωνιστικότητας των ελληνικών βιομηχανιών θα απασχολούσε σοβαρά το ΥΠΕΚΑ και την ΔΕΗ βλέπουμε μια εκ δια μέτρου αντίθετη στάση μέσω της προώθησης των νέων αυξημένων τιμολογίων της δεύτερης με ισχύ από 1η Απριλίου.

Τα νέα τιμολόγια που χρεώνονται από τη ΔΕΗ σε συνδυασμό με το ακριβό πετρέλαιο έχουν οδηγήσει σε κατακόρυφη αύξηση του κόστους, με αποτέλεσμα να απειλείται η ίδια η βιωσιμότητα σημαντικών παραγωγών της χώρας. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις της Χαλυβουργίας Ελλάδας ότι τα τελευταία τρία χρόνια σημειώθηκε πτώση πωλήσεων της τάξης του 70%, ενώ «με βάση τη σημερινή ενεργειακή πολιτική η εικόνα της εγχώριας βιομηχανίας στο τέλος του 2012 θα είναι εντελώς διαφορετική».

Υπό κανονικές συνθήκες, οι εταιρείες αυτές θα αντιμετώπιζαν την ασθενή ζήτηση με εξαγωγές, αλλά ούτε αυτό δεν είναι εύκολο λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής που καθιστά πλέον τα προϊόντα τους μη ανταγωνιστικά. Στα πλαίσια αυτά, ο Κωνσταντίνος Κουκλέλης, πρόεδρος της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ), παρατηρεί ότι «στο όνομα μιας φοροεισπρακτικής πολιτικής το κράτος θα καταφέρει να μειώσει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων, να πλήξει τις ελληνικές εξαγωγές και τελικά να αναγκάσει σε κλείσιμο τις ελληνικές βιομηχανίες, τελικά όχι μόνο δεν θα πετύχει να εισπράξει φόρους αλλά θα προκαλέσει πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα συνολικά στην ελληνική οικονομία».

Τα στελέχη της βαριάς βιομηχανίας σημειώνουν ότι η ενέργεια εκπροσωπεί συνολικά περί το 40% του κόστους για την παραγωγή αλουμινίου, το 32% για την παραγωγή νικελίου (ΛΑΡΚΟ) και το 15% για τη Χαλυβουργία. Σύμφωνα με την ΕΒΙΚΕΝ, αν στις αυξήσεις βιομηχανικού ρεύματος προστεθούν οι αυξήσεις του τέλους ΑΠΕ καθώς και των χρεώσεων για τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας, οι αυξήσεις κινούνται γύρω στο 20% ενώ σε κάποιες περιπτώσεις φθάνουν ακόμη και το 25%.

Όπως τονίζεται σε πρόσφατο άρθρο των κ. κ. Δημ. Παπαμαντέλου, τ. διοικητή της ΔΕΗ, και του Κωνσταντίνου Γιωτόπουλου, τ. γενικού διευθυντή Οικονομικού της ΔΕΗ «το 70% περίπου της παραγωγής της ΔΕΗ να προέρχεται από τους χαμηλού κόστους Λιγνιτικούς και Υδροηλεκτρικούς Σταθμούς, των οποίων έχει την αποκλειστική εκμετάλλευση, καταρτίζει και εισηγείται τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας για την Υψηλή Τάση, από την οποία τροφοδοτούνται οι μεγάλες βιομηχανίες, τα οποία έχουν ουσιαστικά καταργήσει την πιο θεμελιακή από τις προϋποθέσεις, στις οποίες στηρίχθηκε η δημιουργία και η λειτουργία αυτών των βιομηχανιών, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.

Το μεταβλητό κόστος παραγωγής των λιγνιτικών σταθμών, που αποτελούν τον βασικό κορμό του συστήματος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα (περίπου το 60%), διαμορφώνεται στην περιοχή των 30 ευρώ ανά MWh, ενώ το μεταβλητό κόστος των υδροηλεκτρικών που είναι αμελητέο, επικαλείται το «οριακό κόστος», δηλαδή στο κόστος που αξιώνει ο τελευταίος (ο ακριβότερος) προμηθευτής, που μπαίνει στο ελληνικό σύστημα, για να αιτιολογήσει τις εξωπραγματικές τιμές, που απαιτεί από τους βιομηχανικούς πελάτες Υψηλής Τάσεως. Με αυτή όμως τη στάση, κάνουμε τρία πράγματα.

Πρώτον: Βάζουμε στην ίδια μοίρα πελάτες, στους οποίους η ηλεκτρική ενέργεια έχει σχετικά χαμηλή συμμετοχή στο κόστος, και πελάτες, όπως η μεταλλουργία, στους οποίους η συμμετοχή της ηλεκτρικής ενέργειας στο κόστος φθάνει και στο 35% και αποτελεί τον πρώτο παράγοντα, που καθορίζει τη βιωσιμότητά τους.

Δεύτερον: Φαίνεται να αγνοούμε ότι, με το απίθανα εξωπραγματικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας των 80 ευρώ ανά MWh, γιατί εκεί περίπου οδηγούν τα νέα τιμολόγια Υψηλής Τάσεως της ΔΕΗ, οι βιομηχανίες βάσεως στην Ελλάδα οδηγούνται σε οριστικό τέλος.

Τρίτον: Αγνοούμε ότι, η μεγάλη βιομηχανία στην Ελλάδα, είναι ουσιαστικά απόλυτα εξαρτημένη από τον μοναδικό προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα, που λειτουργεί όλους τους χαμηλού κόστους λιγνιτικούς και υδροηλεκτρικούς σταθμούς, δηλαδή τη ΔΕΗ. Δυνατότητα πρόσβασης σε εναλλακτικό προμηθευτή πρακτικά δεν υπάρχει, λόγω του όγκου της απαιτούμενης ενέργειας και της περιορισμένης δυναμικότητας των διασυνδέσεων του ελληνικού δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας με ξένα δίκτυα».

Από τ’ ανωτέρω βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι οι εισηγούμενοι σήμερα τα εξωπραγματικά τιμολόγια για την βιομηχανία έχουν χάσει την επαφή τους με την πραγματικότητα αλλά και με την απλή λογική αφού όχι μόνο περισσότερα χρήματα για την Επιχείρηση δεν θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν με την επιχειρούμενη μεθόδευση αλλά ταυτόχρονα συμβάλλουν στον μαρασμό της Βιομηχανίας και την περαιτέρω συρρίκνωση της απασχόλησης. Ας ελπίσουμε ότι η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 6ης Μαΐου θα εξετάσει εκ βάθρων την όλη υπόθεση και θα δώσει εντολή στην ΔΕΗ για επαναξιολόγηση και προσδιορισμό των τιμολογίων υψηλής τάσης σε μια ρεαλιστική βάση.