Η αναφορά του Φ. Ολάντ στην ανάγκη «ανακούφισης του φορτίου των Ελλήνων» δεν είναι ούτε τυχαία ούτε ρητορική ούτε προέρχεται από κάποιον επιλεκτικό φιλελληνισμό. Είναι βαθύτατα πολιτική και αποβλέπει στην προκαταβολική οροθέτηση της γαλλογερμανικής διαπραγμάτευσης που θα επακολουθήσει αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του
Η αναφορά του Φ. Ολάντ στην ανάγκη «ανακούφισης του φορτίου των Ελλήνων» δεν είναι ούτε τυχαία ούτε ρητορική ούτε προέρχεται από κάποιον επιλεκτικό φιλελληνισμό. Είναι βαθύτατα πολιτική και αποβλέπει στην προκαταβολική οροθέτηση της γαλλογερμανικής διαπραγμάτευσης που θα επακολουθήσει αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.

Η Ελλάδα ακραία περίπτωση, εξαίρεση ακόμη και σε σχέση με τον προβληματικό νότο της Ευρωζώνης, απαξιωτική αναφορά ακόμη και για τις πολιτικές ηγεσίες στη Λισαβόνα, τη Μαδρίτη και τη Ρώμη, αναδεικνύεται από τον επόμενο πρόεδρο της Γαλλίας ως το πρώτο και το κατ' εξοχήν θύμα μιας πολιτικής που απειλεί χωρίς εξαίρεση όλα τα κράτη-μέλη και της ίδιας της Γερμανίας -στην τελική φάση- μη εξαιρουμένης.

Η ανάδειξη της Ελλάδας από τον Ολάντ είναι πρώτα από όλα μια δήλωση ότι η λύση που θα αναζητήσει μαζί με τη Μέρκελ θα είναι συνολική χωρίς διακρίσεις μεγέθους και γεωγραφίας: Με άλλα λόγια, είναι αδιανόητη η ταυτόχρονη επιβολή μιας συνθλιπτικής συνταγής διάσωσης στην Αθήνα, το Δουβλίνο και τη Λισαβόνα, με τη σχεδιαζόμενη ήπια και ανεπίσημη διάσωση της Ισπανίας και της Ιταλίας μέσω της απευθείας χρηματοδότησης των τραπεζικών τους συστημάτων από τον Προσωρινό Μηχανισμό EFSF και το Μόνιμο ESM.

Αν μη τι άλλο, η κρίση στην Ολλανδία ήταν μια σκληρή προσγείωση στην πραγματικότητα σε όσους δεν αρκούσε το παράδειγμα του Βελγίου, για να κατανοήσουν ότι οι δημοσιονομικές παρεκκλίσεις δεν είναι εγγενής στρέβλωση του νότου.

Όταν η Γερμανία αποφάσισε να παρουσιάσει τη δημοσιονομική κρίση και στη συνέχεια κρίση δανεισμού της Αθήνας ως ελληνική εξαίρεση που θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί είτε με όρους τιμωρίας εντός της Ευρωζώνης είτε με την εξώθηση της χώρας μας σε αποχώρηση, το κίνητρό της δεν ήταν κάποιος ανθελληνικός ρατσισμός αλλά σαφώς πολιτικό:

Πρώτα από όλα ήταν άρνηση της πραγματικότητας του συνολικού δηλαδή χαρακτήρα της κρίσης, γιατί το Βερολίνο δεν ήταν τότε έτοιμο να αναλάβει το πολιτικό και οικονομικό κόστος μιας συνολικής θωράκισης της Ευρωζώνης. Κατά δεύτερο λόγο, η Ελλάδα θα ήταν η Ιφιγένεια που θα σωφρόνιζε τις χώρες που δίσταζαν να λάβουν προληπτικά όλα τα πολιτικά και κοινωνικά οδυνηρά μέτρα εξυγίανσης.

Ο Ολάντ κινείται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, καθώς οποιαδήποτε ελάφρυνση της Αθήνας από τα δημοσιονομικά μεγέθη και ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα προσαρμογής που εξαναγκάσθηκε να αποδεχθεί θα επιδράσει άμεσα στη διαπραγμάτευση της Λισαβόνας και του Δουβλίνου, αλλά στις οριακές ισορροπίες των κυβερνώντων στη Μαδρίτη και τη Ρώμη.

Εγκλωβισμός στην ύφεση, κατάρρευση του κοινωνικού ιστού και κατακερματισμός του πολιτικού τοπίου: Σε αντίθεση με τον απερχόμενο Σαρκοζί που καλεί τους ψηφοφόρους να μην αφήσουν τη Γαλλία να γίνει Ελλάδα, ο Ολάντ δείχνει πού θα καταλήξουν σε σύντομο χρονικό διάστημα μια σειρά από χώρες που εξαναγκάζονται να δεχθούν την ίδια συνταγή.

Ο Φ. Ολάντ, πέραν του πολιτικού ρεαλισμού, καταθέτει μια πολιτική ευπρέπεια και γενναιότητα που θα όφειλαν για το δικό τους συμφέρον να έχουν επιδείξει στη Λισαβόνα οι Σόκρατες και Κοέλιο και στη Μαδρίτη οι Θαπατέρο και Ραχόι, οι οποίοι επέλεξαν ως επικοινωνιακή στρατηγική -που δεν έπεισε τις Αγορές- ότι οι χώρες τους έχουν μεν προβλήματα, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να συγκριθούν με την Ελλάδα.

(από την εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ", 27/04/2012)