Τα τελευταία χρόνια η ελληνική οικονομία αποτελεί θέμα συζήτησης στους διεθνείς οικονομικούς χώρους. Το βιβλίο αυτό μιλάει για τις σύγχρονες οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, εξετάζοντας πώς και γιατί μια πρότερη δυνατή οικονομία μπορεί να φλερτάρει με την ολοκληρωτική κατάρρευση. Η ελληνική οικονομία της δεκαετίας του '90 αποδείχτηκε μοναδικό παράδοξο στην παγκόσμια σκηνή. Ενώ παρουσίαζε εντυπωσιακή αύξηση του ΑΕΠ και δυνατή παραγωγικότητα, ταυτόχρονα είχε να επιδείξει ανίσχυρους θεσμούς στην αγορά εργασίας, χαμηλή ανταγωνιστικότητα, ελλειμματική περιβαλλοντική προστασία και εκτεταμένη διαφθορά.
Το βιβλίο αυτό εξετάζει τον τρόπο λειτουργίας του ελληνικού πολιτικού συστήματος, τη σχέση του με την ελληνική κοινωνία και το Σύνταγμα και τελικά την αποτυχία του κράτους δικαίου. Παρουσιάζει τα δεδομένα που υπονομεύουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας και αποκαλύπτει τη φύση των πανίσχυρων ομάδων που διατηρούν τις αγορές κλειστές και παραμορφωμένες.
Ένα βιβλίο για την Ελλάδα και όχι μόνο.
"Κατανοώντας την κρίση στην Ελλάδα",
Μιχάλης Μητσόπουλος, Θοδωρής Πελαγίδης
Μτφρ: Γιώργος Μπαρουξής
Εκδόσεις:Ψυχογιός, 2012
Σελ:487
ISBN: 978-960-496-647-9
Απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου:
«Τον Δεκέμβριο του 2008, το κέντρο της Αθήνας επλήγη από ένα τριήμερο ταραχών με συγκρούσεις στους δρόμους, εμπρησμούς και λεηλασίες, που έγιναν πρωτοσέλιδα στον διεθνή τύπο. Τρία χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2012, τα γεγονότα επαναλήφθηκαν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση. Οι εικόνες των τελευταίων ταραχών έφεραν έτι περαιτέρω στο προσκήνιο την πραγματικότητα μιας Ελλάδας που παλεύει χωρίς άμεσες θετικές προοπτικές, μέσα σε μια παγίδα υφεσιακής δίνης, σε μια εποχή μάλιστα που η ίδια η ευρωπαϊκή οικονομία φαίνεται να διχάζεται ανάμεσα στις πλεονασματικές στο εξωτερικό ισοζύγιο χώρες του βορά και τις ελλειμματικές χώρες του νότου. Αυτή η εικόνα έρχεται σε έντονη αντίθεση με την σταθερά ταχύρυθμη ανάπτυξη της Ελλάδας την περίοδο 1995-2008, όταν η χώρα κατόρθωσε να ενταχθεί στην ευρωζώνη. Όμως μια πιο προσεκτική εξέταση της αναπτυσσόμενης ελληνικής οικονομίας τα τελευταία 15 χρόνια, σε αντιδιαστολή με την σημερινή της οικονομία που παραπαίει στο χείλος της χρεοκοπίας, αποκαλύπτει ότι αυτό που τότε έμοιαζε να είναι ένα αξιοσημείωτο οικονομικό θαύμα διεθνώς, ήταν τελικώς απλώς μια μάλλον απλή, κλασική περίπτωση σύγχρονων «οικονομικών της φούσκας». Μιας οικονομίας των άφθονων δανεικών, και της υπερβολικής πιστωτικής επέκτασης, ενόσω το πραγματικό παραγωγικό δυναμικό παρέμενε σχετικά καθηλωμένο. Αυτό συμβαίνει επειδή μέχρι τώρα η Ελλάδα συνδύαζε υψηλές οικονομικές επιδόσεις -δηλαδή, ταχύρυθμη μεγέθυνση, και σταθερή άνοδο (2%-3% ετησίως) της παραγωγικότητας, μαζί όμως με πολύ κακές παθολογίες σε πολλούς άλλους τομείς. Αυτές οι παθολογίες καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα: από τεράστιο δημόσιο χρέος, ανεπαρκείς θεσμούς των αγορών εργασίας-προϊόντων και χαμηλή ανταγωνιστικότητα, μέχρι ανεπιτυχή προστασία του περιβάλλοντος, χαμηλή απόδοση του εκπαιδευτικού συστήματος και υψηλά επίπεδα διαφθοράς. Αυτές οι αδυναμίες ήταν που, όταν πήρε τέλος το παγκόσμιο «πιστωτικό πάρτι», οδήγησαν την Ελλάδα πολύ κοντά στην τεχνική αδυναμία πληρωμών και την μερική χρεοκοπία.
Πίσω στο 2006, μέσα σε ένα γενικευμένο περιβάλλον ευφορίας οι υπογράφοντες εξέδωσαν το πρώτο βιβλίο τους περί προσοδοθηρίας και μεταρρυθμίσεων. Το βιβλίο επεσήμανε και ανέλυε τις περισσότερες παθολογίες, διεισδύοντας μάλιστα σε ανεξερεύνητες τότε περιοχές όπως η δράση των προσοδοθηρικών ομάδων επιμέρους, επενδεδυμένων συμφερόντων σε διάφορους τομείς της οικονομίας. Ήταν η πρώτη φορά που η «θεωρία των οικονομικών της εκτός αγορών λήψης αποφάσεων» (theory of non-market decision making) εφαρμοζόταν στην ειδική περίπτωση μιας χώρας όπως η Ελλάδα. Και ταίριαζε σχεδόν απόλυτα! Πιο συγκεκριμένα, μέχρι τότε, η ιδέα που επικρατούσε στην ακαδημία αλλά και στη γενικότερη δημόσια συζήτηση ήταν ότι για όλα τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας κατ' επέκτασιν, φταίνε τα κόμματα που μολύνουν με τις πελατειακές παρεμβάσεις τους κάθε οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα. Θεωρήσαμε την προσέγγιση αυτή απλοϊκή. Το πολύπλοκο ελληνικό πρόβλημα, το οποίο βέβαια συν τω χρόνω εντεινόταν, ερμηνεύεται μια χαρά από τη θεωρία της -αθέμιτης- δράσης των ομάδων επιμέρους συμφερόντων.
Συνοπτικά, επικεντρωθήκαμε στη δράση των αναδιανεμητικών, διακομματικών ομάδων μεσιτών-ραντιέρηδων, οι οποίοι διενεργούν επιδρομές σε θεσμούς και οικονομικές δραστηριότητες, όπως ακριβώς έκαναν αιώνες πριν οι Βίκινγκς, με αποκλειστικά ορθολογικό σκοπό την πρόσκτηση εισοδήματος κι όχι στη βάση κάποιου ιδεολογικού-κομματικού παρτιζανισμού. Όλα αυτά, μέσα σε ένα πλαίσιο ήδη στρεβλού, προσαρμοσμένου στα μέτρα τους, θεσμικού περιβάλλοντος, στου οποίου την εξέλιξη ενίοτε συνέβαλλαν και συμβάλλουν οι ίδιοι με ενεργητικές αθέμιτες παρεμβάσεις στους νομοθέτες. Η ατιμωρησία, καθώς και η παρακμή του «κούφιου κράτους» και του κρατικού μηχανισμού, ευνοεί τη δράση των ομάδων/συμμοριών αυτών αφού το ρίσκο της σύλληψης είναι χαμηλό, ενώ η σύγκριση με την απόδοση οποιασδήποτε παραγωγικής δραστηριότητας κάνει τη σύσταση ομάδας/συμμορίας απολύτως ορθολογική. Οι ομάδες αυτές που συστήνονται ad hoc, με συγκολλητική ουσία συνοχής την αλληλοεξυπηρέτηση και το συλλογικό (τους) συμφέρον, δεν παράγουν φυσικά εισόδημα, αλλά αντιθέτως ειδικεύονται στη διανομή του μέσω εκβιασμών, απειλών και γενικώς άνομων πρακτικών. Επιτίθενται το ίδιο με βιαιότητα όπως οι Βίκινγκς και τρυπούν το κράτος και τους θεσμούς με σκοπό να αφαιρέσουν εισόδημα αφού κατακτήσουν θέσεις κλειδιά όπως οι θέσεις σε εφορίες -είναι αλήθεια τις περισσότερες φορές με δούρειο ίππο τα κόμματα. Λεηλατούν το «κούφιο κράτος», καταλύοντας τη θεσμική του ανεξαρτησία, και μέσω αυτού και την όποια επιχειρηματική δραστηριότητα. Με άλλα λόγια, είναι προσοδοθήρες, θηρεύουν την πρόσοδο, δηλαδή το εισόδημα που παράγεται από άλλους, επάγγελμα επικερδές για τους ίδιους, καταστροφικό όμως συνολικά για τη χώρα και την οικονομία της. Μέσα σε ένα στρεβλό θεσμικό πλαίσιο, μια περιορισμένη ορθολογικότητα των ατόμων δείξαμε πως μπορεί να οδηγεί ένα σύστημα σε μια εντελώς ανορθολογική λειτουργία και να καταλήγει στη σημερινή παραγωγική παραλυσία και δημόσια υπερχρέωση.
Μέσα σε ένα περιβάλλον ευφορίας, κανείς δεν θέλει να ακούει τα κακά νέα.
Το βιβλίο όμως προκάλεσε εκτεταμένη συζήτηση και αντιδράσεις στον έντυπο και περιοδικό τύπο. Αυτό επιβεβαίωσε ακόμη περισσότερο ότι ήμασταν στον σωστό δρόμο. Εντωμεταξύ, μέρη του βιβλίου αλλά και νέα κείμενα δημοσιεύονταν ειδικώς προσαρμοσμένα, σε διεθνή ακαδημαϊκά περιοδικά κατά ριπάς. Η αποδοτικότητα της δικαιοσύνης και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ο φθόνος και η παρεμπόδιση σε μια κοινωνία προσοδοθηρίας και μοιράσματος των δανεικών από τους μεσίτες του κλειστού πολιτικού συστήματος, η ερμητική κλειστότητα και οι ανεπανάληπτες, μοναδικές στρεβλώσεις των αγορών προϊόντος και εργασίας, ο εξοστρακισμός της «επιλογής» των χρηστών/πολιτών από τη δημόσια σφαίρα αποτέλεσαν τα αντικείμενα των δημοσιεύσεων, ανοίγοντας το δρόμο για τη συνέχιση της έρευνας.
Μεταξύ των άλλων, με τις είκοσι (20) περίπου διεθνείς δημοσιεύσεις αναδείξαμε διεθνώς την περίπτωση της ελληνικής οικονομίας ως ένα αξιοσημείωτο παράδοξο. Από τη μια διέθετε τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας τρομερής οικονομικής υπερβολής αλλά και από την άλλη, διέθετε όλα εκείνα τα επιμέρους χαρακτηριστικά μιας ειδικής περίπτωσης. Δηλαδή μιας χώρας με τρομερή παραοικονομία και «μαζικό λαθρεπιβατισμό» όπου τα οικονομικά της «δημόσιας επιλογής» εφάρμοζαν υπέροχα. Η περίπτωση γινόταν ακόμη πιο γοητευτική όταν παρατηρούσε κανείς αυτούς τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης με την απατηλή αύξηση της παραγωγικότητας -όπως είχαμε δείξει- να συνυπάρχουν με μια ανεπανάληπτη καθυστέρηση και αναχρονιστικότητα τρύπιων θεσμών και αδύναμης διακυβέρνησης εξαιτίας των προσοδοθηρικών δράσεων. Χάρη στους παράγοντες που είχαν συντελέσει στην ισχυρή ανάπτυξη, οι εξασθενημένοι θεσμοί και η αρπακτική συμπεριφορά επιθετικών προσοδοθηρικών ομάδων δεν οδήγησαν αρχικώς στην αναμενόμενη μείωση της ευημερίας της οικονομίας ήδη από το 2008. Είδαμε από τότε ότι μια τέτοια μείωση θα μπορούσε να περιορίσει την ικανότητα αυτών των ομάδων να ανταμείβουν εκείνους που τις υποστηρίζουν και να προωθούν ενεργά τους στόχους τους με τη βοήθεια πλούσιων πόρων.
Έτσι, το 2010, τέσσερα χρόνια μετά το πρώτο βιβλίο, προχωρήσαμε στη «στιγμή της στροφής για την ελληνική οικονομία», το δεύτερο βιβλίο μας, γραμμένο ήδη από το 2009 και πριν. Είχε πλέον μαζευτεί υλικό και ήταν καιρός, ενώ είχαμε ήδη μπει στην κρίση και το πρώτο βιβλίο μας είχε επιβεβαιωθεί σε μεγάλο βαθμό, να συνεχίσουμε την ανάλυση, τηρώντας βέβαια πάντα τη μεθοδολογική μας προσέγγιση, που είχε πέσει τόσο μέσα. Ταυτόχρονα, κρίναμε πως ήταν καιρός να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι σε μέτρα πολιτικής για την επίλυση των γόρδιων δεσμών της ελληνικής οικονομίας.
Στο δεύτερο αυτό βιβλίο εστιάσαμε σε δύο στενά διασυνδεδεμένα στοιχεία/χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, υπεύθυνα ταυτόχρονα για τις επιτυχίες και τις αποτυχίες της: τη διαφθορά και τη μέθοδο ανταγωνιστικότητας που ονομάσαμε «προσφυγή στην ατυπία». Με άλλα λόγια, εστιάσαμε στην παραοικονομία και ιδιαιτέρως στη σκοτεινή πλευρά της, τη διαφθορά, ως στρεβλό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της ελληνικής οικονομίας που τη βοηθά μεν βραχυχρονίως να επιβιώνει στο ιδιωτικό πεδίο, στην εγχώρια και τις διεθνείς αγορές, αλλά λόγω της φοροδιαφυγής επιδεινώνει τραγικά τα δημοσιονομικά της, με τα γνωστά σημερινά αποτελέσματα. Είμαστε στα τέλη του 2009, αρχές του 2010, και η ελληνική οικονομία αρχίζει ήδη να γεύεται τις συνέπειες της στρεβλής ανάπτυξης της προηγουμένης περιόδου. Η κλεπτοκρατία, ο παρασιτισμός, ο νεποτισμός και η παρεοκρατία σκεπάζουν ήδη ένα μεγάλο κομμάτι της οικονομίας αλλά και της πολιτικής αγοράς. Ο «προοδευτικός πραγματισμός» σε μια σειρά τομείς-κλειδιά για την ανάπτυξη όπως η κτηματαγορά, η απόδοση της δικαιοσύνης, οι οδικές μεταφορές, τα επαγγέλματα, η μεταποίηση και η επιχειρηματικότητα γενικώς, που προκρίνουμε ως λύση στις χρόνιες και σοβαρές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας δίδει ιδιαίτερα σημασία μεταξύ των άλλων και στην αναδιάρθρωση της πολιτικής αγοράς και του πολιτικού συστήματος.
Εν τω μεταξύ, η πυρετώδης ενασχόληση με τα θέματα της ελληνικής οικονομίας αποδίδει ακόμη ένα βιβλίο, αυτή τη φορά διεθνώς, τη μετάφραση του οποίου κρατάτε στα χέρια σας, τροποποιημένο και εμπλουτισμένο για την ελληνική έκδοση με τις τελευταίες οικονομικές εξελίξεις, μέχρι και τις αρχές του 2012. Βιβλίο το οποίο μετατρέπεται σε χρόνο ρεκόρ από έκδοση σκληρού εξωφύλλου σε έκδοση μαλακού εξωφύλλου, κατά πολύ οικονομικότερο για το ευρύ κοινό και με νέες προσθήκες 12,000 λέξεων. Το βιβλίο λαμβάνει διεθνώς επαινετικές κριτικές από εφημερίδες μεταξύ των οποίων οι «Νιου Γιορκ τάιμς» και ο «γκάρντιαν», ενώ ήδη χρησιμοποιείται ως βασική βιβλιογραφική αναφορά από την ακαδημία και διεθνείς οργανισμούς όπως ο «οργανισμός οικονομικής συνεργασίας και ανάπτυξης» (OECD) (2011) στη μελέτη για το κράτος και τη γραφειοκρατία στην Ελλάδα.
Τα στοιχεία που παρουσιάζονται στο βιβλίο αυτό διαλύουν τυχόν ελπίδες ότι η χώρα θα επανέλθει αυτόματα στους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης του παρελθόντος, ωσάν η κρίση να ήταν απλώς μια βραχυχρόνια καθοδική πορεία του οικονομικού κύκλου που το πολύ σε 2-3 έτη θα επανέλθει σε ανοδική τροχιά . Αποκαλύπτουν ότι μόνο μια αποφασιστική και συγκροτημένη μεταρρυθμιστική προσπάθεια αντιμετώπισης των σοβαρών διαρθρωτικών αδυναμιών και αποτυχιών που εξακολουθούν να υπάρχουν παρά τα «μνημόνια» και τις όποιες κυβερνητικές προσπάθειες τα τελευταία δύο χρόνια, θα επιλύσει με επιτυχία τόσο τα σημερινά επείγοντα προβλήματα της οικονομίας (ιδιαίτερα τα οικονομικά του δημόσιου τομέα) όσο και τις σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει μια σοβαρά πια υποβαθμισμένη κοινωνία. Μια κοινωνία είναι επίσης υποχρεωμένη να διαχειριστεί τις ταχύτατα επιδεινούμενες προοπτικές μιας ήδη προβληματικής αγοράς εργασίας μέσα σε μια μη ανταγωνιστική οικονομία η οποία «παράγει» ανεργία πλέον άνω του 20%. Περιγράφοντας τις λεπτομέρειες αυτής της πραγματικότητας, παρουσιάζουμε επίσης μια επισκόπηση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν σήμερα στην Ελλάδα οι πολιτικοί που επιδιώκουν μεταρρυθμίσεις. Έτσι είμαστε σε θέση να παραθέσουμε τα δεδομένα που θα βοηθήσουν τους αποφασισμένους για προοδευτικές μεταρρυθμίσεις πολιτικούς να διαμορφώσουν ρεαλιστικές και καλά στοχευμένες στρατηγικές μεταρρύθμισης.
Συνολικά στο παρόν βιβλίο επιδιώκουμε να παρουσιάσουμε μια εξήγηση πολιτικής οικονομίας για τον τρόπο με τον οποίο διάφορες «αναδιανεμητικές ομάδες συμφερόντων» χρησιμοποιούν τις αδυναμίες αλλά και τον κλειστό χαρακτήρα των ελληνικών θεσμών για να αυξήσουν τις προσόδους τους. Ιδιαίτερα, στο κεφάλαιο 2 υποστηρίζουμε ότι οι πολυάριθμες προσοδοθηρικές ομάδες περιορίζουν τον ανταγωνισμό στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών, αυξάνουν τον γραφειοκρατικό και διοικητικό φόρτο, και επιδιώκουν ενεργά να δημιουργήσουν αδιαφάνεια σε όλες τις διοικητικές και νομικές διαδικασίες. Υποστηρίζουμε επίσης ότι προβαίνουν σε αυτές τις ενέργειες με σκοπό να σχηματίσουν ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο θα μπορούν να αυξήσουν τις αποσπώμενες προσόδους. Ταυτόχρονα δείχνουμε πώς αυτές οι ομάδες επιδιώκουν ενεργά να διασφαλίσουν ότι το «κράτος δικαίου» αποτυγχάνει σε τέτοιο βαθμό ώστε η κοινωνία να μην είναι σε θέση να τις καταστήσει υπόλογες για τις πράξεις τους. Η δυσκολία να αντιμετωπιστούν οι ομάδες αυτές ακόμη και στον καιρό των αφόρητων πραγματικά πιέσεων από την «τρόικα» καταδεικνύουν πραγματικά την ισχύ των ομάδων αυτών, ισχύ που απέκτησαν και εδραίωσαν τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια, ιδίως όμως κατά την περίοδο της ξέφρενης ανόδου.
Στο κεφάλαιο 3 τεκμηριώνουμε κύριες πτυχές του ελληνικού πολιτικού συστήματος οι οποίες, όταν συγκριθούν με παρόμοιες πτυχές των πολιτικών συστημάτων άλλων χωρών, αναδεικνύουν το αίτιο της ανικανότητας των Ελλήνων πολιτικών να υποστηρίξουν τις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα σχέδια αυτών των αρπακτικών ομάδων συμφερόντων. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η άποψη των συγγραφέων δεν είναι καταδικαστική για τις ομάδες συμφερόντων γενικώς. Οι ομάδες συμφερόντων είναι συστατικό στοιχείο της λειτουργίας της δημοκρατίας. Όμως στην Ελλάδα η λειτουργία πολλών ομάδων ακολουθεί τις αθέμιτες πρακτικές που περιγράφονται και αναλύονται τόσο τα προηγούμενα όσο και στο παρόν βιβλίο με αποτέλεσμα να έχει οικοδομηθεί μια οικονομία με πλήθος δυσκαμψιών, πολλών και κακών νομοθετημάτων και (υπερ)ρυθμίσεων που ευνοούν στο τέλος τις δραστηριότητες των ομάδων αυτών.
Η ανάλυσή μας δείχνει επίσης πώς ο ευρύτερος σχεδιασμός του πολιτικού συστήματος σχετίζεται με την διαιώνιση του σημερινού status quo. Αυτό το status quo περιλαμβάνει την αποτυχία του «κράτους δικαίου» και της ελληνικής δικαιοσύνης όπως περιγράφονται στο κεφάλαιο 4, μέσα σε ένα πλαίσιο αδύναμης διακυβέρνησης που περιλαμβάνει τόσο την υιοθέτηση νόμων που δεν εξυπηρετούν καλά τα ευρύτερα συμφέροντα της κοινωνίας όσο και την λειτουργία μιας εκτελεστικής εξουσίας η οποία δεν θεωρείται υπόλογη και που ταυτόχρονα αποδέχεται ορθολογικά την παραβίαση των νόμων, όπως περιγράφεται στο κεφάλαιο 2.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου προχωρούμε παρουσιάζοντας λεπτομερώς ένα ευρύ φάσμα διαθέσιμων στοιχείων που περιλαμβάνουν τις ιδιότητες των αγορών προϊόντων, το επιχειρηματικό περιβάλλον και τον αντίκτυπο της εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και την «οικονομική και νομισματική ενότητα» (ΟΝΕ), σε συνδυασμό με την απελευθέρωση των κύριων αγορών σε ένα δεδομένο θεσμικό και πολιτικό περιβάλλον. Όλα αυτά τα στοιχεία συντελούν να εξηγηθεί το παράδοξο των προηγούμενων ισχυρών επιδόσεων, σε συνδυασμό με το «κούφιο κράτος» και τους αδύναμους θεσμούς οι οποίοι υπονομεύουν τις προοπτικές ανάπτυξης της χώρας τώρα που έχει εξασθενήσει η επίδραση των παραγόντων που ωθούσαν τις καλές επιδόσεις στο παρελθόν.
Συνεχίζουμε παρουσιάζοντας μία πλευρά των θεσμικών δυσλειτουργιών της Ελλάδας -συγκεκριμένα, το δυσμενές επιχειρηματικό περιβάλλον και τους ανισότιμους όρους ανταγωνισμού που δημιουργούνται από τις κυβερνητικές παρεμβάσεις στη λειτουργία της αγοράς προϊόντων. Εξετάζουμε την ασθενή επίδοση της ελληνικής αγοράς εργασίας, τις πραγματικότητες που αντιμετωπίζει η μισθωτή εργασία σε σχέση με την αυτοαπασχόληση, τις πραγματικότητες της κατανομής του φορολογικού φορτίου στην ελληνική κοινωνία και το πώς αυτές συνδέονται με τα εύθραυστα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου συζητά επίσης την κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές εταιρίες σε σχέση με τα φορολογικά τους βάρη, καθώς και την κερδοφορία τους και την ικανότητα να ανταγωνίζονται στις παγκόσμιες αγορές. Παρουσιάζουμε στοιχεία που τεκμηριώνουν την συνύπαρξη, από τη μία πλευρά, περιορισμένης κερδοφορίας και υψηλών και αυξανόμενων τιμών, και από την άλλη χαμηλής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και υψηλού διοικητικού φόρτου που επιβάλλεται από την κυβέρνηση.
Η βαθμιαία συναρμολόγηση των κομματιών του «παζλ» μας επιτρέπει να προχωρήσουμε περισσότερο και να τοποθετήσουμε στο σωστό πλαίσιο τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το ελληνικό οικονομικό σύστημα και ορισμένα τυποποιημένα γεγονότα του ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος. Μας επιτρέπει επίσης να τεκμηριώσουμε τη σχέση ανάμεσα στην ανικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης να ελέγξει τις δαπάνες της και τις τρέχουσες δημοσιονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίσει η χώρα.
Τέλος, θα δούμε πώς τα παραδείγματα μεταρρυθμίσεων σε άλλες χώρες που αντιμετώπισαν σοβαρές κρίσεις θα μπορούσαν να βοηθήσουν την Ελλάδα σήμερα.
Στο παράρτημα παρουσιάζουμε επίσης μια πιο λεπτομερή ανάλυση των επιβλαβών επιδράσεων των κυβερνητικών ρυθμίσεων στην αγορά εμπορευματικών μεταφορών και ορισμένων κυβερνητικών πολιτικών που επιβάλλουν περιττά βάρη στον ελληνικό ιδιωτικό τομέα. Τέλος, μια ανάλυση των πιθανών επιδράσεων της απελευθέρωσης του ωραρίου των καταστημάτων, καθώς και των επιχειρημάτων που χρησιμοποιούνται συνήθως ενάντια σε τέτοιες πρωτοβουλίες, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της μη υιοθέτησης πολιτικών που θα μπορούσαν να ωφελήσουν το ευρύτερο κοινό λόγω ανεπαρκούς τεκμηρίωσης και μιας τάσης προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων οργανωμένων ομάδων.
Αφήσαμε τελευταίο το κεφάλαιο 6, μετά τη φυσιολογική συνέχεια που έχει το κεφάλαιο 5 με τα παραρτήματα. Κι αυτό γιατί είναι το επιπρόσθετο μεγάλο κεφάλαιο της δεύτερης αναθεωρημένης αγγλικής έκδοσης του βιβλίου. Το κεφάλαιο αυτό καλύπτει όλη την περίοδο των οικονομικών εξελίξεων από τα τέλη του 2009 και τις πρώτες αντιδράσεις της κυβέρνησης, τις αρχές του 2010 και το πρώτο «μνημόνιο», την πρώτη απόπειρα για «κούρεμα» τον Ιούλιο του 2011, τα μέτρα του Οκτωβρίου 2011. Φτάνει μέχρι τις αρχές του 2012, με το δεύτερο πακέτο διάσωσης, τους όρους του, καθώς και το γνωστό βαθύ «κούρεμα» του ιδιωτικού χρέους. Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται συνολικά όλη η ταραχώδης πορεία της ελληνικής οικονομίας και της σχέσης της με την «τρόικα».
Η ανωτέρω οδυνηρή περίοδος για την ελληνική οικονομία επιβεβαίωσε –δυστυχώς- τις απόψεις, την ανάλυση, τα επιχειρήματα μας από το 2005 ήδη, τα πρώτα κείμενά μας και το πρώτο βιβλίο μας. Πολλά μάλιστα από τα μέτρα που προτείναμε στο δεύτερο βιβλίο μας το 2010 αλλά και στην πρώτη έκδοση του αγγλικού (2011), του οποίου η προσαρμοσμένη μετάφραση/μεταφορά είναι το ανά χείρας βιβλίο, εφαρμόστηκαν ή και προτάθηκαν την περίοδο αυτή: από τα μέτρα επιτάχυνσης της δικαιοσύνης μέχρι την μείωση του ορίου του αφορολόγητου ποσού που εμείς είχαμε προτείνει να κατέβει στις 7-8,000 ευρώ από το υψηλό 12,000. Όλη αυτήν την περίοδο είδαμε περιπτώσεις συναδέλφων και γενικότερα δημοσιολόγων να επιδοκιμάζουν τα κείμενα ή και να τα επικρίνουν. Καλοδεχούμενα είναι όλα, αλλά σε κάθε περίπτωση, μπορεί ο αναγνώστης μόνος του να εξετάσει το που η ανάλυσή μας ήταν εύστοχη και το που ενδεχομένως σφάλαμε. Πάντως, με τον ανά χείρας τρίτο στη σειρά τόμο που παραδίδουμε στο κοινό μέσα σε έξι συναπτά έτη, ολοκληρώνουμε την ανάλυσή μας για την ελληνική οικονομία με έναν τρόπο και με μια γκάμα θεμάτων ώστε πιστεύουμε ότι το έργο μας θα γίνει, έχει ήδη γίνει, απαραίτητο σημείο αναφοράς για τη μελέτη της ελληνικής οικονομίας διεθνώς. Της ελληνικής οικονομίας που βρίσκεται εδώ και δύο έτη, ως σύμβολο της κρίσης, στο κέντρο της προσοχής του κόσμου».
(
πηγή: www.ppol.gr)
Ο
Μιχάλης Μητσόπουλος, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Βοστόνης, είναι Συντονιστής Έρευνας και Ανάλυσης στον ΣΕΒ. Έχει εργαστεί στο παρελθόν ως υπουργικός σύμβουλος επί οικονομικών θεμάτων. Έχει διδάξει ως λέκτορας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
Ο
Θεόδωρος Κ. Πελαγίδης είναι καθηγητής οικονομικής ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιά. Ήταν επίκουρος καθηγητής Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διδάξει επίσης ως επισκέπτης επικ. καθηγητής στο Π.Σ.Ε. "Διαχείριση Ανθρωπίνων Πόρων και Διοίκηση" του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει διατελέσει ερευνητής SPES των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο Πανεπιστήμιο Paris VIII και P.D. Fellow στο Center for European Studies, στο Πανεπιστήμιο Harvard. Στις τελευταίες του διεθνείς δημοσιεύσεις περιλαμβάνονται το βιβλίο "Welfare State and Democracy in Crisis" (with L. Katseli and J. Milios, Ashgate Publ.) καθώς και άρθρα στα περιοδικά "Challenge", "The Magazine of Economic Affairs", "Industrial Relations", "Economy and Society", "Review of International Studies", "Cambridge Journal of Economics" κ.λπ.