Ουκ έστιν αριθμός αυτών που στην Ελλάδα πιστεύουν ότι η άνοδος του σοσιαλιστή κ. Φρανσουά Ολλάντ στην γαλλική Προεδρία της Δημοκρατίας λύνει ως δια μαγείας το ελληνικό πρόβλημα της υπερχρεώσεως και της εφαρμογής των όρων του Μνημονίου. Τίποτα από όλα αυτά δεν πρόκειται να συμβεί. Απλώς, η άνοδος του κ. Φρ. Ολλάντ στο ύπατο γαλλικό αξίωμα θα φέρει στην Ευρώπη έναν αναπτυξιακό προβληματισμό, ο οποίος, ωστόσο, απέχει αισθητά από τις περί αναπτύξεως ελληνικές απόψεις και μέχρι σήμερα πρακτικές
Ουκ έστιν αριθμός αυτών που στην Ελλάδα πιστεύουν ότι η άνοδος του σοσιαλιστή κ. Φρανσουά Ολλάντ στην γαλλική Προεδρία της Δημοκρατίας λύνει ως δια μαγείας το ελληνικό πρόβλημα της υπερχρεώσεως και της εφαρμογής των όρων του Μνημονίου. Τίποτα από όλα αυτά δεν πρόκειται να συμβεί. 

Απλώς, η άνοδος του κ. Φρ. Ολλάντ στο ύπατο γαλλικό αξίωμα θα φέρει στην Ευρώπη έναν αναπτυξιακό προβληματισμό, ο οποίος, ωστόσο, απέχει αισθητά από τις περί αναπτύξεως ελληνικές απόψεις και μέχρι σήμερα πρακτικές. Με κύριο μέλημά του την Γαλλία, ο κ. Ολλάντ θέλει να προωθήσει στην χώρα του ένα πρόγραμμα μεγάλων δημοσίων επενδύσεων, κυρίως σε τομείς τεχνολογιών αιχμής, με την ελπίδα ότι αυτή η πρωτοβουλία θα έχει ταχύτερα αποτελέσματα στην απασχόληση από οποιαδήποτε άλλη μεταρρυθμιστική προσπάθεια μεσοπρόθεσμου χαρακτήρα. Κατά τα άλλα, ο σοσιαλιστής Γάλλος πρόεδρος είναι σαφέστατα υπέρμαχος της δημοσιονομικής πειθαρχίας, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε γαλλικό επίπεδο.

Υπό αυτή την έννοια, οι συζητήσεις Γάλλων και Γερμανών που θα δρομολογηθούν τις εβδομάδες που έρχονται θα έχουν ως κύριο περιεχόμενο όχι την αμφισβήτηση του συμφώνου σταθερότητος, αλλά την προσθήκη σε αυτό ενός συμφώνου αναπτύξεως και τους τρόπους χρηματοδοτήσεως του τελευταίου. Από την άποψη αυτή, η μάλλον ευνοϊκή δυνατότητα που προσφέρεται στην Ελλάδα είναι αυτή της παρατάσεως, από δύο σε τρία χρόνια, της εφαρμογής του Μνημονίου –γεγονός που χωρίς καμμιάν αμφιβολία θα βελτιώσει την συνολική ρευστότητα στην οικονομία, αν βέβαια το επιτρέψουν οι φαιοκόκκινες δυνάμεις της καταστροφής. Διότι αυτό είναι τελικά και το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας: το μέγεθος και η ανομία των δυνάμεων του ζόφου και της παρακμής.

Εδώ σταματούν και τα μάλλον αμφιβόλου καλής εκβάσεως για την Ελλάδα νέα. Αναφορικά με την Ευρώπη, όμως, είναι σαφές ότι η με πολλές παλινδρομήσεις οικοδόμησή της εισέρχεται σε νέα φάση, η οποία, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα είναι αποφασιστική τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο.

Και για μία ακόμη φορά πολλά θα εξαρτηθούν από τις γαλλο-γερμανικές σχέσεις που υπήρξαν και παραμένουν ο αποφασιστικός παράγων στην ιστορική πορεία του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Σχέσεις που δρομολογήθηκαν από τον στρατηγό Σαρλ ντε Γκωλλ και τον καγκελλάριο Κόνραντ Αντενάουερ και οι οποίες επέτρεψαν να θεμελιωθεί η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση. Όχι, βέβαια, χωρίς σοβαρά προβλήματα, ιδιαίτερα την περίοδο κατά την οποία ο στρατηγός ντε Γκωλλ ήταν πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας. Παρά την υπογραφή της γαλλο-γερμανικής φιλίας, ο Γάλλος πρόεδρος την περίοδο Ιούνιος 1965-Ιανουάριος 1966 λίγο έλειψε να διαλύσει τις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες εφαρμόζοντας την πολιτική της «κενής καρέκλας», επειδή δεν ήθελε στις λήψεις αποφάσεων να καταργηθεί η αρχή της ομοφωνίας προς όφελος της αντίστοιχης πλειοψηφίας.

Στην ουσία, λοιπόν, οι γαλλο-γερμανικές σχέσεις αποκτούν ιδιαίτερο βάρος στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση όταν το 1968 ανέρχεται στην γαλλική προεδρία ο Ζωρζ Πομπιντού, ο οποίος υπήρξε και ένθερμος θιασώτης της οικονομικής και νομισματικής ένωσης της Ευρώπης. Η τελευταία, στην ουσία θεμελιώθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1970, όταν συζητήθηκε και υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών η –ιστορική, σήμερα– έκθεση Πιερ Βερνέρ, τότε πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου, ο οποίος είχε επιφορτισθεί με την σύνταξή της στα τέλη του 1969.

Με βάση την έκθεση αυτή, το Συμβούλιο Υπουργών αποφάσισε στις 22 Μαρτίου 1971 την προοδευτική δημιουργία μιας ελάχιστης ΟΝΕ σε τρεις φάσεις, μέχρι το 1980, η οποία θα απέβλεπε στην άρση των οικονομικών ανισορροπιών και των νομισματικών διαταραχών μεταξύ των κρατών μελών, στην ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών και νομισματικών πολιτικών και στην συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών για την επίτευξη πλήρους νομισματικής σταθερότητας και μετατρεψιμότητας των νομισμάτων. Οι αποφάσεις αυτές προηγήθηκαν κατά πέντε μόνον μήνες της ιστορικής αποφάσεως των ΗΠΑ, στις 15 Αυγούστου 1971, της αναστολής της συνδέσεως του δολλαρίου με τον χρυσό και του τέλους των Συμφωνιών του Μπρέττον Γουντς και των σταθερών ισοτιμιών των νομισμάτων. 

Από τότε μέχρι και το 1982, τα δίδυμα των Γάλλων φιλελεύθερων προέδρων Ζ. Πομπιντού και Β. Ζισκάρ ντ’ Εσταίν και των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών Βίλλυ Μπραντ και Χέλμουτ Σμιτ οδήγησαν την Ευρώπη στην πραγματοποίηση σημαντικών αποφάσεων για την ολοκλήρωση και διεύρυνσή της. Έτσι, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα των έξι αρχικών χωρών διευρύνθηκε τελικά με την υπογραφή, στις 27 Ιανουαρίου 1972, των Συνθηκών Προσχωρήσεως στις τρεις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, από της 1ης Ιανουαρίου 1973, της Μεγάλης Βρεταννίας, της Δανίας και της Ιρλανδίας –οι οποίες και αποχώρησαν τότε από την ΕΖΕΣ. 

Επίσης, στο πλαίσιο της ενισχύσεως του κοινοτικού προϋπολογισμού, ο Ζ. Πομπιντού και ο Β. Μπραντ συνέβαλαν αποφασιστικά ώστε την 22α Απριλίου 1970, με την υπογραφή της Συνθήκης του Λουξεμβούργου, να καθιερωθεί η εισφορά στον κοινοτικό προϋπολογισμό και μέρους των εισπράξεων κάθε κράτους μέλους από τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, εκτός από τους εισαγωγικούς δασμούς επί των βιομηχανικών προϊόντων από τρίτες χώρες που αποτελούσαν ήδη έσοδα κοινοτικά. Ταυτοχρόνως, βελτιώθηκε το σύστημα των ιδίων πόρων του προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την παράλληλη κατάργηση των άμεσων εισφορών στον κοινοτικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, των κρατών μελών. Με την ίδια Συνθήκη ενισχύθηκαν οι εξουσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην διαδικασία έγκρισης του προϋπολογισμού.

Από την πλευρά του, το δίδυμο Χ.Σμιτ–Β.Ζισκάρ ντ’ Εσταίν προώθησε ακόμη περισσότερο την ΟΝΕ, στήριξε την ελληνική ένταξη στην ΕΟΚ και αποφάσισε την περαιτέρω διεύρυνση στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Παρόμοια βήματα πραγματοποίησε η Ευρώπη υπό το δίδυμο Χέλμουτ Κολ και Φρανσουά Μιττεράν.

Υπό αυτές τις ιστορικές εμπειρίες είναι πολύ πιθανόν, παρά τα όσα λέγονται εν Ελλάδι, το δίδυμο Μέρκελ-Ολλάντ να παίξει πολύ σοβαρότερο ρόλο στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι απ’ ό,τι το αντίστοιχο Μέρκελ-Σαρκοζύ.

(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ", 09/05/2012)