Φανταστείτε το διοξείδιο του άνθρακα από κάθε μεγάλη και ρυπογόνο βιομηχανία (όπως οι θερμοηλεκτρικές μονάδες της ΔΕΗ ή τα εργοστάσια τσιμέντου), αντί να εκλύεται στην ατμόσφαιρα, να καταλήγει σε κοντινές δεξαμενές με θαλασσινό νερό, όπου θα ανακυκλώνεται για να γίνει ξανά καύσιμο. Κι αυτό, γιατί μέσα στις δεξαμενές θα καλλιεργείται ένα κατάλληλο μικροφύκος – ένα δηλαδή από τα δεκάδες είδη φωτοσυνθετικών μικροοργανισμών που ζουν στη θάλασσα και αναπτύσσονται στην επιφάνεια των στάσιμων νερών, παίρνοντας μια χαρακτηριστική μορφή «γλίτσας» πράσινου χρώματος.
Φωτοσυνθέτοντας μέσα στις δεξαμενές, οι μικροοργανισμοί του συγκεκριμένου μικροφύκους θα δεσμεύουν το CO2 και θα το μετατρέπουν σε ένα μείγμα από έλαια. Μείγμα που, αφότου αφαιρεθεί από τα μικροφύκη και υποστεί χημική επεξεργασία, θα παράγει υγρό βιοντίζελ το οποίο θα καταναλώνεται σε Ι.Χ. και φορτηγά χωρίς να επιβαρύνει το φαινόμενο του θερμοκηπίου, αφού με την καύση του θα απελευθερώνει το διοξείδιο του άνθρακα που έχει ανακυκλωθεί.
Μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, ερευνητές από την Κύπρο, την Ιταλία, τη Μάλτα, τον Λίβανο, την Αίγυπτο και την Ελλάδα (το ΕΜΠ και το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο) θα προσπαθήσουν να λύσουν όλα τα επιστημονικά και τεχνικά προβλήματα, ώστε το παραπάνω σενάριο να μπορεί να γίνει πραγματικότητα στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Συγκεκριμένα, οι ερευνητές παίρνουν μέρος στο πρόγραμμα «Παραγωγή βιοκαυσίμων από μικροφύκη σε επιλεγμένες χώρες της Μεσογείου», το οποίο ξεκίνησε πριν από λίγους μήνες. «Σκοπός μας είναι να προσαρμόσουμε όλα τα στάδια της διαδικασίας -από το είδος των μικροοργανισμών που θα επιλεγούν μέχρι τις χημικές αντιδράσεις- στις ιδιαίτερες περιβαλλοντικές συνθήκες κάθε κράτους που συμμετέχει στο πρότζεκτ, για να μπορεί να παραχθεί όσο το δυνατόν περισσότερο και φθηνότερο βιοντίζελ», λέει στην «Κ» ο συντονιστής του προγράμματος, δρ Πολύκαρπος Πολυκάρπου, από το Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών του κυπριακού υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος.
Πέρα από την απεξάρτηση από το ορυκτό πετρέλαιο, με ένα υποκατάστατο που ουσιαστικά δεν επιβαρύνει την υπερθέρμανση του πλανήτη, η παραγωγή βιοντίζελ από μικροφύκη θα έχει και άλλα πλεονεκτήματα. «Επειδή το υπόλειμμα από τους μικροοργανισμούς αφότου αφαιρεθούν τα έλαια είναι πλούσιο σε πρωτεΐνες, θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή ζωοτροφών ή διατροφικών συμπληρωμάτων, ακόμη και για φάρμακα», συμπληρώνει ο κ. Πολυκάρπου. Επιπλέον, για την ίδια ποσότητα βιοκαυσίμου, οι εγκαταστάσεις θα καταλαμβάνουν 300 φορές λιγότερη επιφάνεια από τις γεωργικές εκτάσεις που θα χρειάζονταν για να καλλιεργηθούν ενεργειακά φυτά (π.χ. ελαιοκράμβη) για τον ίδιο σκοπό. Γεγονός που εξηγεί γιατί πολλά πανεπιστήμια και εταιρείες σε όλο τον κόσμο προσπαθούν να τελειοποιήσουν την τεχνική, χρησιμοποιώντας μικροφύκη είτε όπως τα έχουν ανακαλύψει στη θάλασσα είτε αφότου πρώτα τα τροποποιήσουν γενετικά.
«Εκτός από το ότι είμαστε αντίθετοι στη γενετική τροποποίηση, δεν θα είχε νόημα να πάρουμε κάποιο μικροφύκος π.χ. από τον Ινδικό Ωκεανό και να πειραματιστούμε με αυτό», επισημαίνει ο Κύπριος επιστήμονας, «αφού ένα είδος το οποίο θα ήταν ξένο στο τοπικό οικοσύστημα ίσως να είχε αρνητικές συνέπειες στο περιβάλλον». Ετσι, αναλύοντας δείγματα θαλασσινού νερού, οι ερευνητές θα βρουν κατ’ αρχάς ποια μικροφύκη ζουν στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. «Ουσιαστικά είναι η πρώτη φορά που θα καταγραφούν τα είδη των φωτοσυνθετικών μικροοργανισμών που αναπτύσσονται στην περιοχή μας», προσθέτει.
Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, μέχρι τις αρχές του 2013 οι επιστήμονες θα έχουν ολοκληρώσει την καταγραφή. Επειτα, θα ξεκινήσουν μελέτες στο εργαστήριο, με σκοπό να προσδιορίσουν τα μικροφύκη που είναι τα πιο αποδοτικά στην παραγωγή βιοκαυσίμου – χωρίς να αποκλείουν μάλιστα το ενδεχόμενο να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί άλλο μικροφύκος στη Μάλτα, για παράδειγμα, και άλλο στην Κύπρο. Οι μικροοργανισμοί αυτοί θα δοκιμαστούν στη συνέχεια σε πραγματικές συνθήκες, δηλαδή σε πιλοτικές εγκαταστάσεις οι οποίες θα δημιουργηθούν σε όλες τις χώρες που συμμετέχουν στο πρότζεκτ, εκτός της Ελλάδας. «Παράγοντας βιοντίζελ στις εγκαταστάσεις, θα μπορέσουμε να βρούμε τι χρειάζεται επίσης, ώστε το τελικό προϊόν να πληροί τις προδιαγραφές που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ενωση για τα βιοκαύσιμα», τονίζει ο κ. Πολυκάρπου.
Συγκριτικά με άλλες περιοχές του πλανήτη, η αλήθεια είναι πως η Μεσόγειος δεν έχει τόσο μεγάλη ποικιλία σε είδη και πληθυσμούς από μικροφύκη – κυρίως επειδή είναι μια κλειστή θάλασσα, που έχει μολυνθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, οι υπεύθυνοι του πρότζεκτ αισιοδοξούν ότι όχι μόνο θα βρουν κατάλληλους μικροοργανισμούς, αλλά και ότι σε τρία χρόνια η μέθοδος θα είναι εντελώς έτοιμη να εφαρμοσθεί στην πράξη.
Φιλόδοξα σχέδια για βιοντίζελ στις ΗΠΑ
Μπορεί να βρίσκεται στα πρώτα βήματα η επιστημονική έρευνα πάνω στην παραγωγή βιοντίζελ από μικροφύκη στη Μεσόγειο, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού όμως δεκάδες εταιρείες δηλώνουν σχεδόν έτοιμες να παραγάγουν βιοκαύσιμα σε μαζική κλίμακα, αξιοποιώντας μικροοργανισμούς από τη θάλασσα ή τα ποτάμια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η αμερικανική Sapphire Energy, η οποία ανακοίνωσε πριν από λίγες ημέρες πως μέχρι το 2014 θα έχει ολοκληρώσει στην κωμόπολη Columbus στο New Mexico την κατασκευή μιας μονάδας 1.200 στρεμμάτων. Εκεί, τα μικροφύκη μέσα στις τεράστιες ανοιχτές δεξαμενές με θαλασσινό νερό θα παράγουν καθημερινά 100 βαρέλια βιοκαυσίμου, δηλαδή περίπου 35.000 βαρέλια τον χρόνο, ώστε να δοκιμαστεί η τεχνολογία. Ο στόχος της εταιρείας είναι να επεκτείνει στη συνέχεια ακόμη περισσότερο την εγκατάσταση, τριπλασιάζοντας την έκτασή της, και όπως υποστηρίζει, το βιοκαύσιμό της θα είναι τότε οικονομικά ανταγωνιστικό ακόμη και με τα συμβατικά καύσιμα, υπό την προϋπόθεση ότι η διεθνής τιμή του «μαύρου χρυσού» παραμένει μεγαλύτερη από 85 δολάρια το βαρέλι (η σημερινή τιμή είναι 96 δολάρια).
Για να καταφέρει να μειώσει την τιμή του βιοντίζελ, η Sapphire χρειάστηκε χρηματοδότηση 300 εκατομμυρίων δολαρίων (από τα οποία, τα 100 εκατ. προέρχονται από την κυβέρνηση των ΗΠΑ), ώστε αναπτύσσοντας διάφορες καινοτομίες να αυξήσει την ποσότητα του βιοκαυσίμου, να ελαττώσει το κόστος κατασκευής των δεξαμενών και να βρει μια πιο αποτελεσματική μέθοδο αφαίρεσης από τα μικροφύκη της «πρώτης ύλης» από την οποία παράγεται το υποκατάστατο του πετρελαίου. Επιπλέον, και χωρίς να χρειαστεί να χρησιμοποιήσει γενετική τροποποίηση, η εταιρεία ισχυρίζεται ότι ανακάλυψε έναν τρόπο καλλιέργειας των μικροοργανισμών, ο οποίος της επιτρέπει να διατηρεί στις δεξαμενές μόνο εκείνους που παράγουν βιοντίζελ ανώτερης ποιότητας.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 19/05/2012)