Η άδεια παραγωγής για ένα μεγάλο
θαλάσσιο αιολικό πάρκο περί τα 500
MW με 81
ανεμογεννήτριες δυτικά της Λήμνου, το τρίτο μεγαλύτερο του κόσμου όπως
προβάλλεται, όντας και το ακριβότερο του κόσμου που αποσιωπάται,
εγκρίθηκε από
την ολομέλεια της ΡΑΕ. Πρόκειται για παράκτιο και όχι υπεράκτιο αιολικό
πάρκο
αφού η ζώνη των 6 μιλίων
φέρνει τις ανεμογεννήτριες πιο κοντά στις ακτές αναζητώντας και αβαθείς
περιοχές
σε αντίθεση με τα υπεράκτια στην Βόρεια Θάλασσα που εγκαθίστανται στις
ΑΟΖ των
αντιστοίχων χωρών. Έτσι αναιρούνται τα περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα για
τα
ελληνικά θαλάσσια αιολικά πάρκα καθώς και οι καλύτερες συνθήκες πνοής
ανέμου
λόγω γειτνίασης με το σύνθετο ανάγλυφο των νησιών.
Η Βόρεια Θάλασσα προσφέρεται
για υπεράκτια αιολικά πάρκα διαθέτοντας υψηλό αιολικό δυναμικό και αβαθή
θάλασσα αφού η υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα στις όμορες χώρες, όπως Μ.
Βρετανία,
Γερμανία, Βέλγιο, Ολλανδία κλπ δεν επιτρέπει την φιλοξενία μεγάλων
ανεμογεννητριών.
Αντίθετα, το Αιγαίο δεν είναι Βόρεια Θάλασσα και η χώρα με χαμηλό
πληθυσμιακό
δείκτη προσφέρεται για την ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας στην ξηρά με
καλύτερες αποδόσεις και χαμηλότερο κόστος ακόμη και στα ακατοίκητα
νησιά.
Βασικός στόχος των προσπαθειών
στην ανάπτυξη των θαλάσσιων αιολικών πάρκων για ηλεκτροπαραγωγή μεγάλης
κλίμακας είναι το χαμηλό κόστος παραγωγής ώστε να συμμετέχουν
ανταγωνιστικά
στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, με τους επενδυτές να βρίσκονται σε
αναμονή. Με
αυτό το σκεπτικό σχεδιάσθηκε και το υπερδίκτυο στην Βόρεια Θάλασσα με
την
συμμετοχή 10 χωρών. Στην Μ. Βρετανία το κόστος παραγωγής είναι ακόμη
υψηλό,
μεταξύ 0,19 με 0,24€/
kWh, δηλαδή
υπερδιπλάσιο από εκείνο με μονάδες φυσικού αερίου. Σύμφωνα με τα πρώτα
συμπεράσματα της ομάδας ειδικών που όρισε η Βρετανική κυβέρνηση, μια
μείωση του
κόστους παραγωγής στα 0,12€/
kWh
για
το 2020 θεωρείται εφικτή.
Το κόστος επένδυσης του
θαλάσσιου αιολικού πάρκου της Λήμνου που
αδειοδοτήθηκε με 4.000€/
kW είναι
σχεδόν διπλάσιο εκείνων στην Βόρεια Θάλασσα, οπότε αναμένεται υψηλότερο
κόστος
παραγωγής εάν τελικά πραγματοποιηθεί. Το πάρκο συνδέεται στο σύστημα
μεταφοράς
στην περιοχή της Θράκης και δεν φαίνεται ότι η παραγόμενη ενέργεια θα
κατευθυνθεί προς τις πλησιέστερες αγορές της Τουρκίας ή της Βουλγαρίας
αλλά θα μεταφερθεί διατρέχοντας την χώρα με υψηλό
κόστος και απώλειες στα μεγάλα καταναλωτικά κέντρα που είναι κυρίως η
Αττική.
Είναι προφανές ότι η επένδυση του θαλάσσιου αιολικού πάρκου βασίζεται
στην
ειδική μεταχείριση με υψηλά τιμολόγια που θα εξασφαλίσει για τα επόμενα
20
χρόνια και ενδεχομένως σε επιδοτήσεις της επένδυσης με δημόσιο χρήμα.
Έτσι, μετά από τα μεγαλύτερα
φωτοβολταϊκά πάρκα του κόσμου και με τις υψηλότερες τιμές οι ΑΠΕ στην
Ελλάδα
οδηγούνται στα μεγαλύτερα θαλάσσια αιολικά πάρκα με το υψηλότερο κόστος
παραγωγής. Αντιθέτως, στην Ισπανία μετά την κατάργηση των εγγυημένων
τιμών αρχίζει
η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών σταθμών που θα συμμετέχουν στην
ανταγωνιστική αγορά
χωρίς πρόσθετη επιβάρυνση των καταναλωτών, ενώ η αιολική ενέργεια στην
ξηρά εισέρχεται
ήδη ανταγωνιστικά στην αγορά (πχ Τουρκία).
Στην Ελλάδα του “
fast
track” και με θεσμικό πλαίσιο υψηλών τιμών
υποστηρίζονται επενδύσεις στις ΑΠΕ με ακριβές και ανώριμες τεχνολογίες
με
συνέπεια ο άλλοτε εύρωστος ηλεκτρικός τομέας της χώρας να χάνει την
ανταγωνιστικότητά του και οι καταναλωτές καλούνται να πληρώσουν ακριβά
τιμολόγια επί μακρόν χωρίς λόγο, με όλες τις επιπτώσεις στην οικονομία
και την
κοινωνία. Η κατάσταση επιδεινώνεται και με την στρεβλή λειτουργία της
αγοράς
ηλεκτρικής ενέργειας που οδηγείται στην εντατική.
Η έγχυση ακριβής ενέργειας στο
ηλεκτρικό σύστημα με εγγυημένες τιμές οριζόμενες με νόμο και εκτός της
ανταγωνιστικής αγοράς επιβαρύνει επιπρόσθετα τους καταναλωτές και την
οικονομία
για μακρά περίοδο. Οι προσπάθειες που γίνονται κατά καιρούς για την
αντιμετώπιση του προβλήματος με θέσπιση άλλων επιβαρύνσεων εντός ή και
εκτός
του ενεργειακού τομέα ή ακόμη αλλάζοντας ονόματα στα πρόσθετα βάρη των
λογαριασμών των καταναλωτών δείχνουν άρνηση αναγνώρισης και επίλυσης του
προβλήματος με τις γνωστές συνέπειες.
Οι εγγυημένες τιμές αγοράς της
παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από τις ΑΠΕ, το “
feed-
in
tariff” με σωστό σχεδιασμό όμως
χωρίς γραφειοκρατία και εμπορία των αδειών, είναι ένα αποτελεσματικό
εργαλείο
άσκησης πολιτικής για την ανάπτυξη των ΑΠΕ μεγιστοποιώντας τα κοινωνικά
και
οικονομικά οφέλη. Αυτό έχει προσωρινό χαρακτήρα σε όλες τις χώρες που
εφαρμόζεται με φθίνουσες τιμές και διάρκεια ώσπου να εισέλθουν οι
τεχνολογίες
των ΑΠΕ στην ανταγωνιστική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ ήδη μερικές
από
αυτές διαβαίνουν το κατώφλι.
Στην
Ελλάδα της οικονομικής κρίσης έχουν τεθεί τελείως επιπόλαια εθνικοί
στόχοι για
τις ΑΠΕ με ένα πρόχειρο εθνικό πρόγραμμα και με πανσπερμία τεχνολογιών
που
υποστηρίζονται από υψηλές εγγυημένες τιμές για μακρά περίοδο χωρίς να
λαμβάνονται υπόψη οι συνέπειες στον ενεργειακό τομέα, την κοινωνία και
την
οικονομία. Η ανάπτυξη των ΑΠΕ με οποιοδήποτε κόστος χωρίς σεβασμό στους
καταναλωτές που καλούνται να το πληρώσουν δεν μπορεί να αποτελεί εθνικό
στόχο,
ούτε και με το πρόσχημα της προστασίας του πλανήτη έναντι της κλιματικής
αλλαγής, όπως αναφέρεται στους πρόσφατους νόμους.
Τέτοιες αποφάσεις επιδεινώνουν
την οικονομία και απομακρύνουν την χώρα από την σύγκλιση και το
Ευρωπαϊκό
γίγνεσθαι, ενώ η έλλειψη μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού και
αντίστοιχου
προγράμματος δράσης αφήνουν τον ενεργειακό τομέα να περιπλανάται σε
επικίνδυνες
ατραπούς.