Την ώρα που οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) μπαίνουν για άλλη μία φορά άδικα στο στόχαστρο, τα ορυκτά καύσιμα - πραγματικός υπεύθυνος της κρίσης της αγοράς ενέργειας– παραμένουν βολικά στο απυρόβλητο.

Την ώρα που οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) μπαίνουν για άλλη μία φορά άδικα στο στόχαστρο, τα ορυκτά καύσιμα - πραγματικός υπεύθυνος της κρίσης της αγοράς ενέργειας– παραμένουν βολικά στο απυρόβλητο. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι διαφορετική: το 2011, τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα στην ηλεκτροπαραγωγή (πετρέλαιο και φυσικό αέριο) επιδοτήθηκαν με σχεδόν 1,5 δις €, επιβαρύνοντας κατά κύριο λόγο τους καταναλωτές μέσα από τους λογαριασμούς της ΔΕΗ. Αν σε αυτό το κόστος προστεθούν οι επιδοτήσεις (άμεσες και κρυφές) στην ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη και το εξωτερικό της κόστος (που ξεπερνά τα 2 δις € ετησίως),[1] τότε το συνολικό κόστος από τα ορυκτά καύσιμα που επιβαρύνει την οικονομία, εκτοξεύεται σε πολλά δισεκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο.

Ωστόσο, μέσα από μία συστηματική και συντονισμένη προσπάθεια, οι ΑΠΕ και κυρίως η ηλιακή ενέργεια στοχοποιούνται και στιγματίζονται στην κοινή γνώμη ως η αιτία για τις αυξήσεις στους λογαριασμούς της ΔΕΗ και τα προβλήματα ρευστότητας στην αγορά ενέργειας. Στον αντίποδα, οι πρωτοβουλίες για την κατάργηση των επιδοτήσεων στα ορυκτά καύσιμα κρίνονται από αναιμικές έως ανύπαρκτες. Ωστόσο, ο παρακάτω πίνακας είναι αποκαλυπτικός: οι υπερδιπλάσιες επιδοτήσεις που έλαβαν τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα σε σύγκριση με τις ΑΠΕ το 2011, αποδεικνύουν ότι εκεί εντοπίζεται η πραγματική αιτία του προβλήματος και εκεί πρέπει να επικεντρωθούν οι προτεραιότητες της κυβέρνησης.

Για το 2012, το ποσό επιδότησης των ορυκτών καυσίμων θα ξεπεράσει το 1,5 δις €.[2] Την ίδια ώρα αγνοείται παντελώς ότι ουσιαστικά μόλις ένα μικρό ποσό του Ειδικού Τέλους ΑΠΕ που πληρώνουν οι καταναλωτές πηγαίνει προς τη στήριξη της πράσινης ενέργειας: το υπόλοιπο αποτελεί έμμεση επιδότηση των ορυκτών καυσίμων.[3]

 

Μία βολικά παραγνωρισμένη αλήθεια

Οι επικίνδυνες, νέες αλλαγές στο καθεστώς υποστήριξης των ΑΠΕ που φημολογούνται και οι αναίτιες αυξήσεις στο ΕΜΤΕΑΡ (πρώτην Τέλος ΑΠΕ) που επίκεινται, επιδεινώνουν τελικά την οικονομική κατάσταση των πολιτών και απειλούν τη βιωσιμότητα της αγοράς ΑΠΕ. Εν μέσω της κρίσης, είναι ένας από τους ελάχιστους τομείς με παραγωγική δραστηριότητα και ανοδικές τάσεις που εξακολουθούν και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας.[4] Επιπλέον μειώνουν το κόστος της ηλεκτροπαραγωγής, κάτι που αποδεικνύεται από πληθώρα μελετών.[5] Αν συνεχιστούν οι πολιτικές στήριξης των ΑΠΕ, η καθαρή ενέργεια μπορεί να δημιουργήσει περίπου 50.000 θέσεις εργασίας ως το 2020 (και επιπλέον 80.000 στην ευρύτερη οικονομία λόγω τόνωσης της κατανάλωσης).[6]

 

Η Greenpeace απαιτεί από την κυβέρνηση:

· Να στηρίξει τις ΑΠΕ και την εξοικονόμηση ενέργειας, ως τις μόνες λύσεις που εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του ενεργειακού τομέα, την προστασία των καταναλωτών και τη δημιουργία εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας.

· Να καταργήσει σταδιακά τις επιδοτήσεις προς τα ορυκτά καύσιμα και να αναδιαρθρώσει την αγορά ενέργειας ώστε να αποτυπώνεται το συγκριτικό πλεονέκτημα των ΑΠΕ απέναντι στα ορυκτά καύσιμα.

· Να καταργήσει το ΕΤΜΕΑΡ και να ενσωματώσει το κόστος ενίσχυσης των ΑΠΕ στο κόστος εμπορίας των προμηθευτών.

· Να εκπληρώσει τους εθνικούς στόχους για τις ΑΠΕ (2020) ως ελάχιστη βάση.

· Να θέσει στόχο 100% ΑΠΕ και απεξάρτηση από όλα τα ορυκτά καύσιμα ως το 2050.

 

1. Σύμφωνα με τη μελέτη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΟΠ), για το 2009 η επιβάρυνση της εθνικής οικονομίας από τη λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων (κόστος σε δημόσια υγεία και περιβάλλον) εκτιμήθηκε στα 2,3-3,9 δις €. Αυτό μεταφράζεται σε επιβάρυνση έως 360 € ανά κάτοικο ή περίπου 1.000 € ανά νοικοκυριό. Η τελευταία εκτίμηση του ΕΟΠ συνάδει με παλαιότερες εκτιμήσεις του εξωτερικού κόστους της ελληνικής λιγνιτοπαραγωγής. Διαβάστε εδώ για περισσότερα.

2. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΔΕΗ κ. Ζερβό, το κόστος του μηχανισμού ανάκτησης μεταβλητού κόστους (επιδότηση φυσικού αερίου) αναμένεται να εκτοξευθεί σε 250-270 εκ. € για το 2012, από 131 εκ. € το 2011. Επιπλέον, ενώ η ΡΑΕ είχε εισηγηθεί ειδικό τέλος για τη χρήση λιγνίτη 5-6 € ανά MWh, τελικά επιβλήθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση τέλος μόλις 2 €/ MWh, που μεταφράζεται σε απώλεια εσόδων για το κράτος (επιδότηση) 4 €/ MWh, δηλαδή περίπου 110 εκ. € ετησίως.

3. Σύμφωνα με τη σχετική μελέτη του ΙΟΒΕ, μόλις το 40% του ειδικού τέλους ΑΠΕ κατευθύνεται προς ενίσχυση των ΑΠΕ.

4. Οι επιδοτήσεις στις ΑΠΕ, εκτός από τα προφανή οφέλη της παραγωγής καθαρής ενέργειας, προσφέρουν επιπρόσθετα κοινωνικά οφέλη, τα οποία τις περισσότερες φορές δεν αποτιμώνται οικονομικά. Το 2011, ο τομέας των ΑΠΕ απασχολούσε άμεσα 17.000 εργαζομένους σημειώνοντας κύκλο εργασιών περίπου 1,5 δις € και αυξητικές τάσεις για το 2012. Σε αντιδιαστολή, το 2010 η ΔΕΗ με σχεδόν τετραπλάσιο κύκλο εργασιών (5,8 δις €) στο σύνολό των δραστηριοτήτων της απασχολούσε 21.845 εργαζομένους, με πτωτικές τάσεις.

5. Δείτε για παράδειγμα τη σχετική μελέτη του ΕΜΠ για την Ελλάδα. Σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη του German Advisory Council, επίσημου συμβουλευτικό φορέα της γερμανικής κυβέρνησης, ένας ενεργειακός τομέας με 100% ΑΠΕ έχει μακροπρόθεσμα το χαμηλότερο κόστος ηλεκτροπαραγωγής με μ.ο. 65 €/ MWh (συμπεριλαμβανομένου του κόστους ανάπτυξης των δικτύων και αποθήκευσης ενέργειας)

6. Δείτε την έκθεση της Greenpeace, «Πράσινη Ανάπτυξη και νέες θέσεις εργασίας»