Η Ελλάδα δεν φημιζόταν ποτέ ως προορισμός άμεσων
επενδύσεων. Η ανυπαρξία σταθερού φορολογικού πλαισίουήταν ένας από τους λόγους γι’
αυτό, σύμφωνα με τους ειδήμονες. Δεν εκπλήσσει λοιπόν πουη ιστορία φαίνεται ότι θα επαναληφθεί ακόμα μία
φοράστον μοναδικό ίσως χώρο όπου κάτι κινείται εν μέσω κρίσης, δηλαδή
στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και κυρίως τα φωτοβολταϊκά.
Στην αγορά των ΑΠΕ και ιδίως των φωτοβολταϊκών, όπου δραστηριοποιούνται
πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οικιακοί μικροεπενδυτές και ξένοι, επικρατεί ανησυχία το
τελευταίο διάστημα.
Η αιτία δεν είναι άλλη από την πρόθεση της Πολιτείας να επιβάλει φόρο 20% είτε
επί των μικτών εσόδων, είτε επί των καθαρών κερδών ανάλογα σε ποιον μιλάς, ώστε
να αντλήσει έσοδα σε μια δύσκολη δημοσιονομική συγκυρία.
Μερικοί ισχυρίζονται ότι ο φόρος θα είναι έκτακτος και θα αφορά μόνο
τη φετινή χρήση, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι θα έχει μόνιμο χαρακτήρα.
Στη δεύτερη περίπτωση, δηλαδή του μόνιμου φόρου, οι ίδιοι δεν αποκλείουν το
κράτος να επεκτείνει τις υφιστάμενες συμβάσεις για λίγα χρόνια ώστε
να μετριάσει τις άσχημες εντυπώσεις που δημιουργεί το μέτρο και να
αντισταθμίσει σημαντικό μέρος των απωλειών από τη νέα φορολογία.
Οι γνωρίζοντες επισημαίνουν ότι ο φόροςδενθα
επιβαλλόταν αν ο ΛΑΓΗΕ, δηλαδή ο διαχειριστής του συστήματος, δεν ήταντόσο
ελλειμματικός.
Σημειώνεται ότι ο ΛΑΓΗΕ πληρώνει τα τιμολόγια για την παραγωγή ηλεκτρικής
ενέργειας από φωτοβολταϊκάμε καθυστέρηση μερικών μηνών,με
αποτέλεσμα την επιβάρυνση των επενδυτών στον χώρο που πρέπει να εξυπηρετούν τα
δάνειά τους και τις άλλες υποχρεώσεις τους.
Για να υπάρχει μια εικόνα,το δάνειο καλύπτει συνήθως το 70% με 85% του
συνολικού ποσού μιας επένδυσης για ισχύ 1 μεγαβάτ σε φωτοβολταϊκά.
Το λειτουργικό κόστος (συνυπολογιζομένων της ασφάλισης, του σεκιούριτι
κ.τ.λ.) αντιστοιχεί στο 10% των συνολικών εσόδων σε ετήσια βάση κατά μέσο
όρο, σύμφωνα με στελέχη του χώρου.
Η καθαρή εσωτερική απόδοση (IRR) μιας επένδυσης σε φωτοβολταϊκά κυμαίνεται από
10% έως 30% ανάλογα με τον χρόνο όπου έγινεκι αυτό γιατί το ρεύμα
πωλείται σε προκαθορισμένη τιμή.
Επομένως, πρόκειται για μιαιδιαίτερα ελκυστική επένδυση υπό φυσιολογικές
συνθήκες.
Σημειωτέον ότι το ύψος της αρχικής επένδυσης για φωτοβολταϊκά ισχύος 1
μεγαβάτ έχει υποχωρήσει από 3,5-4 εκατ. ευρώ πριν από τρία - τέσσερα
χρόνια σε 1,5 με 2 εκατ. ευρώ αυτήν την περίοδο,λόγω της εξέλιξης της
τεχνολογίας.
Αυτό εξηγεί γιατί η απόδοση της επένδυσης παραμένει υψηλή και ίσως
είναι ακόμη υψηλότερη για όσες έχουν γίνει τους τελευταίους μήνες,παρά τη
μείωση της εγγυημένης τιμής πώλησης του ρεύματος στο σύστημα.
Υπενθυμίζεται ότι το 50%-55% της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα παράγεται από
λιγνίτη, το 25%-30% από φυσικό αέριο, το 10%-12% από νερό (υδροηλεκτρικά) και
το υπόλοιπο από εισαγωγές και ΑΠΕ (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας).
Επανερχόμενοι στο θέμα της πρόσθετης φορολογίας, η οποία θα μειώσει την
αναμενόμενη απόδοση των επενδύσεων,θα πρέπει να επισημάνουμε, για να
είμαστε δίκαιοι, πωςη Ελλάδα δεν εφηύρε την πυρίτιδα.
Άλλες χώρες προηγήθηκαν της Ελλάδας όπως η Τσεχία, η οποία επέβαλε φόρο
επί των μικτών εσόδων.
Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, η Ελλάδα θα μείνει με το στίγμα, ακόμη
μία φορά, ως χώρα όπου οι φορολογικοί κανόνες αλλάζουνεις βάροςτων
επενδυτώνανάλογα με τις ανάγκες του κράτους.
Χωρίς να διεκδικούμε τον ρόλο του ειδικού και κατανοώντας την ανάγκη
περιορισμού των επιδοτήσεων για τέτοιου είδους επενδύσεις, φρονούμε ότι θα ήταν
προτιμότερο να υπάρχει αμεσότερη σύνδεση της εγγυημένης τιμής με τις
τεχνολογικές εξελίξεις και το ύψος της επένδυσης σε φωτοβολταϊκά.
Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να διαμορφωθεί ένα εύρος ικανοποιητικών
αποδόσεων για τους επενδυτές, που θα λάμβανε υπόψη το ρίσκο και την ανάγκη
συμμόρφωσης της χώρας με τους περιορισμούς της Ε.Ε. στις εκπομπές του
διοξειδίου του άνθρακα, χωρίς να δημιουργεί μεγάλα ανοίγματα στον ΛΑΓΗΕ.