Έκανε τεράστιες προσπάθειες ο πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς να πείσει την Γερμανίδα καγκελλάριο ότι η Ελλάδα, υπό δύσκολες εσωτερικές πολιτικές συνθήκες, κάνει ό,τι μπορεί για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Επεσήμανε, έτσι, στην κυρία Άγγελα Μέρκελ ότι η χώρα εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της που προκύπτουν από το 1ο και το 2ο Μνημόνιο Οικονομικής Πολιτικής, πράγμα που θα αποτυπωθεί και στην περίφημη έκθεση της τρόϊκα

Έκανε  τεράστιες προσπάθειες ο πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς να πείσει την Γερμανίδα καγκελλάριο ότι η Ελλάδα, υπό δύσκολες εσωτερικές πολιτικές συνθήκες, κάνει ό,τι μπορεί για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Επεσήμανε, έτσι, στην κυρία Άγγελα Μέρκελ ότι η χώρα εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της που προκύπτουν από το 1ο και το 2ο Μνημόνιο Οικονομικής Πολιτικής, πράγμα που θα αποτυπωθεί και στην περίφημη έκθεση της τρόϊκα. Μία έκθεση την οποίαν όλοι επικαλούνται καθόσον, πέρα από το οικονομικό της περιεχόμενο, έχει και τεράστιο πολιτικό βάρος για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).

Κατά συνέπεια , πίσω από τις τεχνοκρατικές διατυπώσεις των κ.κ. Πωλ Τόμσεν και συνεργατών, θα υπάρχουν και σημαντικού περιεχομένου πολιτικά μηνύματα –που οι αγορές περιμένουν με σχετική ηρεμία. Διαισθάνονται δε ότι η Ευρώπη δεν πρόκειται να θυσιάσει 55 χρόνια κοινής πορείας στον βωμό των δημοσίων χρεών των νότιων χωρών της. Εξάλλου, η κατάσταση των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών στοιχείων είναι πολύ καλύτερη από την αντίστοιχη των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας.

Στην Ελλάδα , ναι μεν καθυστέρησαν σοβαρές θεσμικές και δομικές μεταρρυθμίσεις, ωστόσο έγιναν και δραματικές προσπάθειες εσωτερικής υποτιμήσεως, οριζοντίου χαρακτήρος, οι οποίες δεν είναι άνευ αποτελεσμάτων. Όπως προκύπτει από μία σειρά ποσοτικών στοιχείων που παρατίθενται στο τελευταίο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank, το οποίο είναι αναμφισβήτητης εγκυρότητος, η χώρα μας τα 2,5 έτη που πέρασαν κατάφερε να μειώσει δραστικά τις μακροοικονομικές της ανισορροπίες, τόσο στον δημόσιο τομέα όσο και στο ισοζύγιο πληρωμών, όπου είχε πολύ σοβαρό πρόβλημα. Την ίδια περίοδο, μπόρεσε και να βελτιώσει ουσιαστικά την διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της, πράγμα που φαίνεται ανάγλυφα στην πολύ καλή άνοδο των εξαγωγών μας –η οποία σημειώνεται σε μία περίοδο πτωτικής ζητήσεως στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Η εξέλιξη δε αυτή λέει πολλά για το μέλλον της οικονομίας και της εγχώριας επιχειρηματικότητας.

Δημιουργήθηκαν έτσι οι συνθήκες για πλήρη απεξάρτηση της ελληνικής οικονομίας, και ιδιαίτερα του ελληνικού Δημοσίου, από το σκληρό ναρκωτικό του συνεχώς αυξανόμενου δανεισμού από το εξωτερικό. Ο δανεισμός από το εξωτερικό υπήρξε στην Ελλάδα η «εύκολη» (και πολιτικά ανώδυνη) πηγή χρημάτων για την χρηματοδότηση ανεξέλεγκτων παροχών στους πάντες, αντιοικονομικών και αντικοινωνικών καταστάσεων, σπατάλης και διαφθοράς στον δημόσιο τομέα και αυξανόμενης φοροδιαφυγής στον ιδιωτικό τομέα. Με πιο απλά λόγια, την τελευταία τριακονταετία η Ελλάδα χρησιμοποίησε –καθ’ υπερβολήν, σε σύγκριση με άλλες δυτικές χώρες– το «σοσιαλ-κεϋνσιανό» εργαλείο του δανεισμού για να προσφέρει στους αποκαλούμενους «μη προνομιούχους» δανειακή ευημερία, ελλείψει αυξήσεως του εισοδήματος δια της παραγωγής πλούτου. Σήμερα, μέρος από τα δανεικά, που δεν ήσαν αγύριστα, επιστρέφει δια της εφαρμογής των Μνημονίων.

Αυτή όμως η πραγματικότητα οδηγεί σταδιακά σε σημαντική βελτίωση της θέσεως της Ελλάδας διεθνώς. Το μεγάλο πλήθος των διεθνών εμπειρογνωμόνων ενημερώνεται τώρα σταδιακά για τις πραγματικές εξελίξεις. Ως εκ τούτου, στην χώρα μας υπάρχει και σχετική βελτίωση στον διεθνή σχολιασμό της ελληνικής πραγματικότητος –γεγονός θετικό, με ποικίλες εξίσου θετικές προεκτάσεις. Πόσες φορές, για παράδειγμα, μπορεί κανείς να επαναλαμβάνει την άποψη ότι μία χώρα μέλος της ζώνης του ευρώ δεν μπορεί να υποτιμήσει την πραγματική ισοτιμία του νομίσματός της, όταν η Ελλάδα έχει ήδη προβεί σε εσωτερική υποτίμηση κατά 23% μέσα σε τρία έτη; Έως πότε μπορεί το οποιοδήποτε διεθνές μέσο ενημέρωσης να διατυμπανίζει καθημερινά ότι η Ελλάδα δεν έχει πραγματοποιήσει καμμία πρόοδο στον τομέα της δημοσιονομικής προσαρμογής, όταν η Ελλάδα έχει εξαλείψει ήδη το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβερνήσεως; Ούτε βέβαια μπορεί να περάσει απαρατήρητη η κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες μείωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο πληρωμών –στην οποία, όμως, δυστυχώς, λόγω του μεταπρατικού χαρακτήρα της οικονομίας μας, οφείλεται και ικανό ποσοστό της ανεργίας.

Είναι έτσι σαφές ότι προσαρμογές στην ελληνική οικονομία γίνονται. Είναι δε οδυνηρές διότι οι δομές της οικονομίας ήταν στρεβλές, πράγμα που μόνον σήμερα, ως φαίνεται, ανακαλύπτουν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας. Χαρακτηριστική εν προκειμένω είναι και η αναφορά του επικεφαλής του Eurogroup, Jean-Claude Juncker, στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελλάδα, ότι οι Έλληνες έχουν κάνει μεγάλες θυσίες, κάτι που δεν γίνεται αντιληπτό από πολλούς Ευρωπαίους πολιτικούς, οι οποίοι θα πρέπει να είναι περισσότερο προσεκτικοί όταν ομιλούν για το ενδεχόμενο η Ελλάδα να εγκαταλείψει το ευρώ, καθώς τέτοιες απόψεις υπονομεύουν την προσπάθεια προσαρμογής.

Βέβαια , τα ανωτέρω επιτεύχθηκαν –σε μεγάλο βαθμό, αναπόφευκτα– με βαρύ κόστος για την οικονομία και την κοινωνία, όπως προκύπτει από την μεγάλη πτώση του ΑΕΠ κατά -6,9% το 2011 και κατά -6,4% το πρώτο εξάμηνο του 2012, καθώς και από την διόγκωση της εγγεγραμμένης ανεργίας.

Προκύπτει λοιπόν επιτακτικά, επισημαίνεται στο Δελτίο της Alpha Bank, η ανάγκη να δοθεί έμφαση στην ανάπτυξη. Η ανάκαμψη της οικονομίας δεν μπορεί να προέλθει ούτε από την επιμήκυνση της περιόδου προσαρμογής, ούτε από την χαλάρωση της προσπάθειας για την μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Η «εξασφάλιση» ευρωπαϊκών πόρων και εγγυήσεων για την χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων ή των μεγάλων έργων υποδομής ή του ΕΣΠΑ, μπορεί να δράσει επιβοηθητικά. Η μόνη πραγματική ελπίδα, όμως, της χώρας για ανάπτυξη στην σημερινή συγκυρία είναι οι ιδιωτικοποιήσεις. Η έγκαιρη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας προϋποθέτει, βεβαίως, ότι το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποιήσεως της δημόσιας περιουσίας θα προχωρήσει χωρίς καθυστερήσεις και θα είναι επαρκώς εμπλουτισμένο με επενδυτικά χαρτοφυλάκια ικανά να προσελκύσουν ξένα κεφάλαια σημαντικού ύψους.

(από «Εστία» την Δευτέρα, 27 Αυγούστου 2012)