Η Απουσία Μακροχρόνιου Ενεργειακού Σχεδιασμου Διώχνει τις Επενδύσεις

Μπορεί η δεινή οικονομική θέση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα να είναι υπαρκτό και αδιαμφισβήτητο γεγονός, ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρείται η πηγή κάθε δυσκολίας. Εξηγούμαστε. Όταν ακόμη και υπό τις παρούσες συνθήκες υπάρχουν έστω και περιορισμένοι τομείς της οικονομίας που προσελκύουν διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον, δεν δικαιολογείται ο ενεργειακός τομέας να υστερεί σε αυτό το ζήτημα, όταν μάλιστα, η ελληνική ενεργειακή αγορά συγκαταλέγεται ως ένα από τα κρίσιμα κομμάτια της ενιαίας, μελλοντικά, ευρωπαϊκής αγοράς
energia.gr
Τρι, 4 Δεκεμβρίου 2012 - 08:11

Μπορεί η δεινή οικονομική θέση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα να είναι υπαρκτό και αδιαμφισβήτητο γεγονός, ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρείται η πηγή κάθε δυσκολίας. Εξηγούμαστε. Όταν ακόμη και υπό τις παρούσες συνθήκες υπάρχουν έστω και περιορισμένοι τομείς της οικονομίας που προσελκύουν διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον, δεν δικαιολογείται ο ενεργειακός τομέας να υστερεί σε αυτό το ζήτημα, όταν μάλιστα, η ελληνική ενεργειακή αγορά συγκαταλέγεται ως ένα από τα κρίσιμα κομμάτια της ενιαίας, μελλοντικά, ευρωπαϊκής αγοράς.

Τα γεγονότα είναι απανωτά, άρα, δεν μπορούν να θεωρηθούν συμπτώσεις. Πρώτα, ήταν οι αγωγοί μεταφοράς φυσικού αερίου (ITGI, South Stream). Μετά ήταν η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ και του ΔΕΣΦΑ. Και τελευταία προστέθηκε το φιλόδοξο έργο της ΔΕΗ Ανανεώσιμες, για το μεγάλο φωτοβολταϊκό έργο της Κοζάνης. Μιλάμε πολύ για το country risk και την απροθυμία των τραπεζών να ανοίξουν τις χρηματοδοτικές κάνουλες. Εντάξει, ισχύουν. Αλλά είναι μόνον αυτά; Μήπως, η απροθυμία των ξένων, σοβαρών, επενδυτών να εντάξουν την ελληνική ενεργειακή αγορά στα σχέδια τους υποκρύπτει ένα πολύ πιο σοβαρό πρόβλημα, που αρνούμαστε να το δούμε;

Τα δομικά προβλήματα της αγοράς, πέρα από τις αιτίες που προκαλούνται από την οικονομική κρίση, έχουν, κατά τη γνώμη μας, έναν άλλο, κοινό, παρονομαστή. Την απουσία ενός μακροχρόνιου, αμετάβλητου και συνεπούς με τα κοινοτικά δεδομένα ενεργειακού σχεδιασμού, που εξακολουθεί και αποτελεί το κυρίαρχο ζητούμενο του ενεργειακού τομέα. Και τι σημαίνει, επί της ουσίας, ενεργειακός σχεδιασμός; Να αποφασίσουμε επιτέλους τι αγορά χρειαζόμαστε και σε ποιους θα πουλάμε. Έτσι, θα γνωρίζει ο υποψήφιος επενδυτής με τι θα έρθει αντιμέτωπος, θα μπορεί να σχεδιάσει τις κινήσεις του, να υπολογίσει τις ωφέλειες και τις υποχρεώσεις του και να αποφασίσει εν τέλει αν θα εμπλακεί ή όχι. Και αυτό δεν αφορά μόνον στον οποιοδήποτε ξένο επενδυτή. Αλλά και στους Έλληνες, που δικαιούνται να γνωρίζουν αν αξίζει να τοποθετήσουν τα κεφάλαια τους στην εγχώρια αγορά, ή αν θα πρέπει να αναπτυχθούν στο εξωτερικό.

Εμείς, εδώ και αρκετά χρόνια, κάνουμε ακριβώς το αντίθετο. Έρχεται ένας υπουργός, εφαρμόζει τη δική του πολιτική στον τομέα αυτό. Γίνονται κάποιες επενδύσεις, με βάση τη συγκεκριμένη πολιτική. Μετά, παρέρχεται ο υπουργός, τον αντικαθιστά ένας άλλος. Γκρεμίζει την πολιτική του προκατόχου του, θέτει εν αμφιβόλω τις επενδύσεις που έγιναν. Τρέχουν οι επενδυτές και δεν φτάνουν για να περισώσουν ό,τι έφτιαξαν. Και πάει λέγοντας. Για να μην αναφερθούμε στις «διευκολύνσεις», τους προστατευτισμούς και τις εξυπηρετήσεις συντεχνιακών συμφερόντων, που δυναμιτίζουν το επενδυτικό κλίμα στην αγορά και συσσωρεύουν στρεβλώσεις.

Κάποια στιγμή έγινε μια απόπειρα να σχεδιασθεί μακροχρόνια ενεργειακή στρατηγική, μέσω του ΣΕΕΣ. Αλλά κι αυτή έπεσε θύμα της αλλαγής υπουργών, συν το γεγονός ότι δεν δόθηκε στο συγκεκριμένο όργανο το περιεχόμενο που του έπρεπε.

Το σοβαρό ζήτημα της απουσίας ενός μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού θέτει με σαφή τρόπο η ΡΑΕ στο κείμενο που έδωσε στη δημοσιότητα για την αναδιοργάνωση της αγοράς. Και το λέει ξεκάθαρα. «Χωρίς την ύπαρξη ενός συνεχούς ενήμερου ενεργειακού σχεδιασμού οποιαδήποτε ενεργειακή πολιτική θα εφαρμόζεται αποσπασματικά, κατά τρόπο μη αποτελεσματικό, όπως συμβαίνει για πολλά χρόνια τώρα και θα υπόκειται σε δίκαιη ή άδικη κριτική από όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά ενέργειας. Η Πολιτεία δεν θα αποκτήσει ποτέ το σωστό τεκμηριωμένο εγχειρίδιο πολιτικής για την άσκηση της ενεργειακής πολιτικής της χώρας, οι επενδυτές θα βρίσκονται αντιμέτωποι με αβεβαιότητες, οι οποίες θα είναι εκτός οποιασδήποτε επιχειρηματικής λογικής οι δε καταναλωτές θα καλούνται είτε να υφίστανται το κόστος μιας μη αποτελεσματικής ενεργειακής αγοράς, είτε να αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο ανεπαρκούς ενεργειακής τους τροφοδοσίας».

Μην αναζητούμε, συνεπώς, «δράκους» ανύπαρκτους. Εάν θέλουμε επενδύσεις στον πιο ελπιδοφόρο, ίσως, αυτή τη στιγμή τομέα της ελληνικής οικονομίας, τώρα ακριβώς, που δημιουργείται πρόσφορο έδαφος από την Ε.Ε. με το target model αλλά και τις ενεργειακές υποδομές Κοινού Ενδιαφέροντος, πρέπει να πείσουμε ότι είμαστε σοβαρό μέλος αυτής της ενεργειακής κοινότητας που πάει να δημιουργηθεί.

Πώς; Με ένα μόνιμο μηχανισμό διαμόρφωσης του Μακροχρόνιου Ενεργειακού Σχεδιασμού της χώρας, λέει η ΡΑΕ, που θα διαθέτει διαρκή και κυλιόμενη βάση και θα αποκτήσει σταδιακά, αλλά σταθερά, την εμπιστοσύνη των συμμετεχόντων στην ενεργειακή αγορά. Και για να γίνει αυτό, προτείνει η ΡΑΕ, ο φορέας υλοποίησης θα πρέπει να έχει ανεξαρτησία από οποιοδήποτε επιχειρηματικό συμφέρον, να διαθέτει επιστημονική επάρκεια, σφαιρική και συνεχή γνώση των εξελίξεων στην αγορά, ισχυρό ρόλο στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος και ιδιαίτερα των καταναλωτών, επαρκείς πόρους και οργανωτική δομή και, κυρίως, συνέχεια.

Επιπλέον, η ΡΑΕ, πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα η σπεύδει να προειδοποιήσει ότι η ανάθεση του έργου αυτού σε διάφορες «επιτροπές» δεν είναι καθόλου καλή ιδέα, γιατί δεν ικανοποιούνται τα κριτήρια που θέτει η ίδια. Η «επιτροπολαγνεία», δυστυχώς, είναι ένα ακόμη προσφιλές σπορ των εκάστοτε κυβερνήσεων.

Σε αυτή την κρίσιμη φάση, συνεπώς, που διέρχεται η ενεργειακή αγορά, με τις ευρωπαϊκές προκλήσεις μπροστά της και την ευκαιρία αναδιοργάνωσης της, δεν έχουμε κανένα άλλοθι να αδιαφορήσουμε για την εφαρμογή κανόνων του παιχνιδιού, μέσα από ένα μακροχρόνιο πλαίσιο ενεργειακής πολιτικής. Πόσο πιο ξεκάθαρα να το πει ο Ρυθμιστής;