Μέσα στο επόμενο δωδεκάμηνο θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό, το αν η 'Ελλάδα έχει πετρέλαιο το οποίο να μπορεί να εκμεταλλευτεί. Αν στο ερώτημα αυτό, όπως σήμερα δείχνει πιο πιθανό, υπάρξει καταφατική απάντηση, τότε θα ανοίξει μία μεγάλη συζήτηση που ελπίζουμε να μη θυμίζει τον «φαντασμένο» με τον αξέχαστο Λάμπρο Κωνσταντάρα ως προς τη διαχείριση και αξιοποίηση αυτού του νέου πλουτοπαραγωγικού τομέα.

Μέσα στο επόμενο δωδεκάμηνο θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό, το αν η 'Ελλάδα έχει πετρέλαιο το οποίο να μπορεί να εκμεταλλευτεί. Αν στο ερώτημα αυτό, όπως σήμερα δείχνει πιο πιθανό, υπάρξει καταφατική απάντηση, τότε θα ανοίξει μία μεγάλη συζήτηση που ελπίζουμε να μη θυμίζει τον «φαντασμένο» με τον αξέχαστο Λάμπρο Κωνσταντάρα ως προς τη διαχείριση και αξιοποίηση αυτού του νέου πλουτοπαραγωγικού τομέα.

Οι απόψεις θα συσπειρωθούν από τη μία πλευρά σε όσους θα διακηρύξουν την ανάγκη τα έσοδα της χώρας από αυτή τη νέα πηγή πλούτου να κατευθυνθούν προς κοινωνικές παροχές, σε μία κοινωνία που σήμερα έχει μεγάλη ανάγκη να πάρει ανάσες. Από την άλλη πλευρά θα ακουστούν και οι απόψεις που θα τονίσουν τη σημασία να δώσουμε προτεραιότητα στην αρρώστια του χρέους και στην οριστική απελευθέρωση της χώρας από τα δεσμά των δανειστών και των «μνημονίων».

Με 305 δις χρέος και με μέσο τελικό επιτόκιο μετά τον πληθωρισμό γύρω στο 3.5%, σήμερα δίνουμε 12 δις περίπου τόκους κάθε χρόνο. Η προοπτική εκμετάλλευσης του πετρελαίου θα μπορούσε να αποφέρει μείωση του χρέους στο μισό μέσα σε περίπου 10 χρόνια. Αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα το υπόλοιπο χρέος να αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 60% του ΑΕΠ μας, πέρα από τα πλεονάσματα του πληθωρισμού, και άρα η χώρα μας σε δέκα χρόνια όχι να επιστρέψει εκεί που ήταν το 2009, δηλαδή υπερχρεωμένη, αλλά να ανακτήσει γρήγορα τη χαμένη της αξιοπιστία στην διεθνή κοινότητα, να μπει στο κλαμπ των ισχυρών κρατών, να ξαναποκτήσει πιστοληπτική αξιολόγηση 3Α και να βάλει τέλος στα δεσμά των «μνημονίων».

Αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα να πληρώνει τα επιτόκια που πληρώνει σήμερα η Γερμανία για το υπόλοιπο χρέος της και άρα από τα 12 δις που δίνουμε για τόκους το χρόνο να πληρώνουμε μόλις 3-4 δις και τα υπόλοιπα 89 δις να τα αξιοποιήσουμε για πραγματική (δηλαδή όχι με δανεικά) κοινωνική πολιτική και πολιτικές ανάπτυξης.

Η συζήτηση αυτή φαίνεται λίγο μακρινή σήμερα στο βαθμό που αναφέρεται σε μελλοντικά έσοδα. Κι όμως, η σωστή διαχείριση του ζητήματος στους πρώτους μήνες από τη στιγμή που θα προκύψει, θα μπορούσε να δώσει μεγάλη ώθηση στην προσπάθεια της χώρας.

Αυτό έχει δύο προϋποθέσεις:

  • Η πρώτη είναι να επιλεγεί επενδυτική μέθοδος αξιοποίησης που θα δίνει εχέγγυα αξιοπιστίας της χώρας στο εξωτερικό και δυνατότητες χρηματοοικονομικής αξιοποίησης του κοιτάσματος ήδη πριν από τη έναρξη της φυσικής εξόρυξης του πετρελαίου.
  • Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ως υπεύθυνη αντιπολίτευση, να αποφύγει την πλιατσικολογία ως προς την αξιοποίηση του πετρελαίου. Θα προσέφερε μεγάλη βοήθεια στη χώρα να υπάρξει η δημόσια δήλωση των κύριων πολιτικών δυνάμεων ότι το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων από το κοίτασμα θα διατεθούν για την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους, καθώς θα στείλουν ένα χαλύβδινο μήνυμα στο εξωτερικό ότι η Ελλάδα μπήκε σε τροχιά προόδου. Η προοπτική μείωσης του χρέους από την εκμετάλλευση του πετρελαίου, σε συνδυασμό βέβαια και με τη συνέχιση του μεταρρυθμιστικού προγράμματος, θα αποδώσουν καρπούς μεσοπρόθεσμα που θα οδηγήσουν σε ταχύτερη αποκλιμάκωση των επιτοκίων και σε αποδέσμευση από τους ξένους δανειστές.

Αν το σενάριο αυτό φαντάζει όνειρο για τη χώρα, υπάρχει κι άλλο σενάριο που θυμίζει εφιάλτη. Αυτό είναι ο κίνδυνος η ξαφνική ανακοίνωση της ύπαρξης μίας νέας ισχυρής πηγής πλούτου για τη χώρα να λειτουργήσει λυτρωτικά στις αντοχές που έχει επιδείξει η πλειοψηφία των συμπολιτών μας σε αυτή την άνευ προηγουμένου μεταβολή της ζωής μας επί τα χείρω την τελευταία τριετία. Αυτό θα φέρει στην εξουσία όποιον υπόσχεται ταχεία απόδοση κοινωνικών παροχών από την προεξόφληση των εσόδων του πετρελαίου. Στο σενάριο αυτό, η χώρα θα τερματίσει τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια και θα επαναφέρει στα πράγματα τα κακώς κείμενα που με αίμα προσπαθούμε να αποτάξουμε σήμερα.

Κι όμως, όσο κι αν φαίνεται ακραίο σενάριο, στην ιστορία υπάρχει ευρωπαϊκό προηγούμενο και μάλιστα πρόσφατο: είναι η Ολλανδία στην δεκαετία του 1960 όταν ανακαλύφθηκε κοίτασμα φυσικού αερίου και πετρελαίου που σύντομα έφερε σημαντικές εισροές συναλλάγματος προς τη χώρα, δίνοντας ισχυρό αντικίνητρο για προσπάθεια και επιτυχία σε άλλους τομείς. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την ραγδαία υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας σε άλλους τομείς της οικονομίας και αυτό αποτυπώθηκε στην οικονομική επιστήμη σαν η «ολλανδική ασθένεια». Ας ελπίσουμε λοιπόν η συμβολή μας στην οικονομική επιστήμη, μεγάλη τα τελευταία τρία χρόνια, να μην περιλαμβάνει και την επιβεβαίωση της εν λόγω θεωρίας.

Ο Μιχάλης Πεγκλής είναι πολιτικός επιστήμονας, αναπληρωτής γραμματέας διεθνών σχέσεων της Νέας Δημοκρατίας

(από την εφημερίδα «Εστία»)


Διαβάστε ακόμα