Καθ’ όλη την διάρκεια της Κυπριακής κρίσης τα
αποθέματα φυσικού αερίου τα οποία έχουν εντοπισθεί ανοικτά της μεγαλονήσου και
σε μεγάλο βάθος, όπως στο Οικόπεδο 12, έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο ως οιονεί
σωσίβιος λέμβος της χειμαζόμενης οικονομίας. Η ύπαρξη και μόνο των αποθεμάτων
αυτών, η αξιοποίηση των οποίων θα καθυστερήσει τουλάχιστον μέχρι το 2019 οπότε
και αναμένεται να αρχίσει η ροή φυσικού αερίου προς την εγχώρια κατανάλωση και
σε δεύτερο στάδιο για εξαγωγές, έχει δημιουργήσει τεράστιες προσδοκίες με
πολλούς πολιτικούς αλλά και αναλυτές να προεξοφλούν δυσανάλογα υψηλά έσοδα.
Κοινή δε είναι η εκτίμηση και οι προσδοκίες, κυβερνητικών και μη παραγόντων ότι
το πράγματι αξιόλογο υδρογονανθρακικού δυναμικό της νήσου θα μπορούσε κατά
κάποιο μαγικό τρόπο, κατάλληλα πακεταρισμένο να χρησιμοποιηθεί ως ενέχυρο (
collateral) για την άμεση εξεύρεση ρευστού με
το οποίο θα αποφέυγετο η έκτακτη φορολογία επί των καταθέσεων που αποφάσισε η
τρόικα, δηλαδή του υποχρεωτικού δανεισμού του Κυπριακού Δημοσίου από ιδιώτες
και εταιρείες μέσω της δήμευσης των καταθέσεων τους.
Η λογική της αξιοποίησης ενός
αξιόλογου περιουσιακού στοιχείου που διαθέτεις, έστω και αναξιοποίητο, και η
χρήση του ως απλή εγγύηση για την σύναψη δανείου ή την χρηματοδότηση έργων μέσω
της έκδοσης ομολογιών (
bonds) δεν είναι πρωτόγνωρη, ιδίως όταν το περιουσιακό αυτό
στοιχείο κατέχεται από μια κρατική οντότητα και έχει άμεση σχέση με μια
αναπτυξιακή προοπτική. Στην περίπτωση μας τα εντοπισμένα αποθέματα φυσικού
αερίου με ζητούμενο την συγκέντρωση κεφαλαίων για την κάλυψη χρηματοδοτικών
αναγκών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και ενώ θεωρητικά αποθέματα φυσικού αερίου ή
πετρελαίου μπορούν να δοθούν ως εγγύηση για την σύναψη δανείων, και οι
πετρελαϊκές εταιρείες χρησιμοποιούν αυτήν την μέθοδο σε καθημερινή βάση για την
χρηματοδότηση των ερευνών τους, στην περίπτωση ενός κράτους τα πράγματα
διαφοροποιούνται άρδην και μια τέτοια προσέγγιση είναι τελείως ανορθόδοξη για
να μην πούμε απαγορευτική από πλευράς επιτοκίων και κεφαλαιακής απόδοσης.
Στην δε περίπτωση της Κύπρου η
χρησιμοποίηση των ανακαλυφθέντων κοιτασμάτων του Οικοπέδου 12, γνωστού και ως
Αφροδίτη, ως ενέχυρου για κρατικό δανεισμό περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, λόγω
μιας σειράς ιδιαζουσών συνθηκών και παραγόντων.
Πρώτον και κυριότερο είναι το γεγονός ότι με βάση τις μέχρι σήμερα
διεξαχθείσες έρευνες από την Αμερικάνικη εταιρεία
Noble και την ανάλυση των αποτελεσμάτων,
προκύπτουν αποθέματα της τάξεως των 7 – 9 τρισεκατομμυρίων κυβικών πόδων, ή 0.2
τρις. κυβικών μέτρων τα οποία όμως αν και έχουν εντοπισθεί (
in
place) δεν θεωρούνται εν τούτοις απόλυτα
επιβεβαιωμένα και κατ’ επέκταση απολήψιμα (
recoverable). Η
Noble
το γνώριζε αυτό και γι’ αυτό και στο
πλαίσιο της σύμβασης επιμερισμού παραγωγής (
production
sharing
agreement) που έχει συνάψει με το Κυπριακό Δημόσιο
προγραμματίζει την διενέργεια δεύτερης
ερευνητικής – επιβεβαιωτικής γεώτρησης στο Οικόπεδο 12 εντός του 2013 προκειμένου
να συλλέξει περισσότερα στοιχεία που θα της επιτρέψει την πλήρη χαρτογράφηση και ακριβή καθορισμό του μεγέθους του
κοιτάσματος. Αυτά ισχύουν για το Οικόπεδο 12 ενώ οι ερευνητικές εργασίες στα
Οικόπεδα 2, 3 και 9 που παρεχωρήθησαν στην αρχή του έτους στις εταιρείες
ENI
και
Kogas και τα οικόπεδα 10 και 11 στην
Total, δεν έχουν καν ξεκινήσει. Βάσει γεωλογικών
και σεισμικών δεδομένων στο Κυπριακό τμήμα της λεκάνης της Λεβαντίνης εντός της
Κυπριακής ΑΟΖ, εκτιμάται ότι τα συνολικά αποθέματα φυσικού αερίου μπορεί να
φθάσουν τα 60 τρις. κυβικών πόδων ή 1.7 τρις. κυβικά μέτρα. Μια πράγματι
τεράστια ποσότητα ανάλογη σε μέγεθος με τα κοιτάσματα του Αζερμπαϊτζάν. Όμως το
περί ου ο λόγος περιουσιακό στοιχείο, δηλαδή το Οικόπεδο 12, δεν είναι ακόμη
πλήρως χαρτογραφημένο και το μέγεθος τους, και άρα η αξία του, δεν μπορεί να
καθορισθεί με ακρίβεια.
Ο
δεύτερος παράγων που εμποδίζει την λεγόμενη τιτλοποίηση εσόδων από
την μελλοντική εκμετάλλευση του υδρογονανθρακικού πλούτου της νήσου είναι η
έλλειψη ενός συγκεκριμένου σχεδίου για την μεταφορά του φυσικού αερίου – στην
περίπτωση του Οικοπέδου 12 – στην ξηρά και από εκεί προς εξαγωγές αφού οι
σχετικές μελέτες είναι σε εξέλιξη και ακόμα δεν έχουν ληφθεί δεσμευτικές
αποφάσεις, δηλαδή το
Final
Investment
Decision (
FID). Ναι μεν έχει διαμορφωθεί μια κοινή
αντίληψη περί της ανάγκης σε πρώτη φάση κατασκευής ενός σταθμού υγροποίησης
φυσικού αερίου (
liquefaction
plant) στο Βασιλικό ή σε άλλη τοποθεσία
και δευτερευόντως η κατασκευή αγωγού
Κύπρου – Ελλάδος, αλλά απαιτούνται λεπτομερείς μελέτες τόσο σε επίπεδο
reservoir
engineering
όσο και
front
end
engineering
για τους υποθαλάσσιους αγωγούς
μεταφοράς και τον σταθμό υγροποίησης. Τα νούμερα για τα απαιτούμενα επενδυτικά
κεφάλαια είναι ιδιαίτερα υψηλά αφού αγγίζουν τα 10.0 δισεκατομμύρια ευρώ για
την κατασκευή ενός κλασικού σταθμού υγροποίησης τριών μονάδων (
trains) με ετήσια παραγωγή 5.0 δις κυβικά
μέτρα, ενώ ο επενδυτής δεν θα είναι ασφαλώς το Κυπριακό Δημόσιο αλλά κατά την
καθιερωμένη διεθνή πρακτική, κοινοπραξία εταιρειών που θ’ αναλάβει και την
λειτουργία του σταθμού και την εξαγωγική δραστηριότητα, με το Κυπριακό Δημόσιο
ενδεχομένως να συμμετέχει μ’ ένα μειοψηφικό ποσοστό και αποκομίζοντας σταθερά
οφέλη από την φορολογία σε σταθερή και μακροχρόνια βάση. Σύμφωνα με πρόσφατες
εκτιμήσεις της Κρατικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων Κύπρου (ΚΡΕΤΥΚ) η τελική
επενδυτική απόφαση για τον σταθμό υγροποίησης δεν πρόκειται να ληφθεί πριν τις
αρχές του 2015 το οποίο σημαίνει ότι η λειτουργία μιας τέτοιας μονάδας θα
μπορεί να ξεκινήσει το ενωρίτερο το 2019 – 2020.
Ο τρίτος και πλέον καθοριστικός παράγων, για να μην πούμε απαγορευτικός, για την
χρησιμοποίηση των κοιτασμάτων αερίου ως χρηματοδοτικού εργαλείου για την
ενίσχυση της οικονομίας της Κύπρου, είναι το γεγονός ότι στην περίπτωση
επιτυχούς τιτλοποίησης μελλοντικών εσόδων από την αναμενόμενη εκμετάλλευση του
φυσικού αερίου, τα έσοδα θα πρέπει να διατεθούν αποκλειστικά – μέσω ΚΡΕΤΥΚ – για
την κατασκευή της υποδομής για την αξιοποίηση του φυσικού αερίου. Δηλαδή τα
οιανδήποτε χρήματα που θα απέφερε η τιτλοποίηση δεν θα μπορούσαν να διατεθούν στο
Υπουργείου Οικονομικών για κάλυψη δημοσιονομικών ελλειμμάτων ή την
ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών. Και με την Κυπριακή Κυβέρνηση στο μικροσκόπιο της
τρόικα και την διαρκή πλέον παρακολούθηση των χρηματοροών εντός και εκτός κυβερνήσεως,
ακόμα και εάν η κυβέρνηση απεφάσιζε κάτι τέτοιο θα έβρισκε κάθετα εναντίον της
την τρόικα, η οποία όπως γνωρίζουμε καλά στην Ελλάδα, ασκεί πλήρη και απόλυτο
έλεγχο σε καθημερινές αποφάσεις εκταμιεύσεων και πληρωμών.
Ας είμεθα δίκαιοι όμως και ας μην
αποκλείσουμε το ενδεχόμενο η ίδια η τρόικα – βλέπε ΔΝΤ, ΕΚΤ και Ε. Επιτροπή –
εν τη μεγαλοθυμία της και αναγνωρίζοντας ότι η Κύπρος αξίζει μια καλύτερη
μοίρα και αφού όντως διαθέτει πλούσιους φυσικούς πόρους, αποφασίσει να
συνδράμει με την τεχνογνωσία και εμπειρία της και κυρίως με τις δυνάμεις που θα
της προσδίδει η δανειακή σύμβαση που σύντομα θα συναφθεί, έτσι ώστε να
εξευρεθούν κεφάλαια μέσω τιτλοποίησης μελλοντικών εσόδων από το φυσικό αέριο τα
οποία εν συνεχεία θα διατεθούν για την ανόρθωση της Κυπριακής Οικονομίας. Σε
αυτήν την ευτυχή περίπτωση, όπου η τιτλοποίηση θα τύχει από την αρχή της
πλήρους συγκατάθεσης και έγκρισης της τρόικα, θα υπάρξουν οι εξής δυο
ανασταλτικές συνθήκες οι οποίες και θα περιορίσουν σημαντικά το ύψος των προς
διάθεση κεφαλαίων.
Πρώτον, θα πρέπει οι υπολογισμοί των μελλοντικών εσόδων να
βασισθούν σε απολήψιμα κοιτάσματα, το ακριβές μέγεθος των οποίων όμως δεν θα
είναι γνωστό πριν τα μέσα του 2014 και δεύτερον τα τιτλοποιημένα έσοδα θα
πρέπει να αντιστοιχούν υποχρεωτικά σ’ ένα ποσοστό περί 40% - 50%, των
προβλεπόμενων φορολογικών και άλλων εσόδων που θα δικαιούταν το Κυπριακό
Δημόσιο από την εκμετάλλευση του Οικοπέδου 12. Δηλαδή ομιλούμε για περιορισμένα
έσοδα που στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να φθάσουν τα 300 – 400 εκατομμύρια
ευρώ το χρόνο. Εάν υποθέσουμε ότι η καθαρή αξία του κοιτάσματος αγγίζει τα 10.0
δισεκατομμύρια ευρώ (έχουν ακουσθεί
νούμερα από 5.0 έως και 30.0 δισεκατομμύρια ευρώ για την αξία του συγκεκριμένου
κοιτάσματος), και εάν υποθέσουμε ότι οι τιτλοποιήσεις εσόδων θα γίνουν σε 10ετή
βάση, τότε ομιλούμε για ένα ποσό της τάξεως των 3.0 με 4.0 δισεκ. ευρώ το οποίο
βάσει ενός επιτυχούς
international
placement
θα μπορούσε ακόμα να συγκεντρωθεί προς
τα τέλη του 2014 και υπό την προϋπόθεση ότι όλα θα πάνε καλά. Δηλαδή, τα
αποθέματα του Οικοπέδου 12 θα επιβεβαιωθούν πλήρως και η τρόικα θα πεισθεί
πραγματικά ότι ένα μέρος των μελλοντικών εσόδων
από το φυσικό αέριο μπορούν να αξιοποιηθούν προς ενίσχυση σήμερα, και
όχι αύριο, της Κυπριακής Οικονομίας. Εδώ βέβαια υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις
αφού βάσει ρεπορτάζ του πρακτορείου
Reuters
στις 23/3 οι τιμές
LNG στις διεθνείς αγορές μετά το 2019 θα
κυμαίνονται στο επίπεδο των $13 ανά εκατ.
BTU
με συνολικά κέρδη για την Κύπρο της
τάξεως των €1.55 δισεκ. δηλαδή κατά πολύ μικρότερα από τ’ ανωτέρω μεγέθη.
Απαραίτητη προϋπόθεση βεβαίως για την
ευόδωση του ανωτέρω αυτού αισιόδοξου
περί τιτλοποίησης εσόδων σεναρίου είναι η άριστη και επιβεβαιωμένη γνώση σε γεωλογικό
επίπεδο του υφιστάμενων αποθεμάτων και η κατάλληλη προετοιμασία και υποβολή
τεκμηριωμένων, προς την τρόικα, προτάσεων και η πλήρης αποδοχή αυτών από το
Ευρώ Κονκλάβιο. Αυτή είναι μια μάλλον αργόσυρτη και επίπονη από κάθε άποψη
διαδικασία αλλά εν όψει της δανειακής με την τρόικα σύμβασης, αποτελεί
μονόδρομο σε περίπτωση που η Κύπρος επιθυμεί οικονομική ενίσχυση εκτός του
Μνημονιακού πλαισίου το οποίο αναπόφευκτα θα της επιβληθεί. Και ασφαλώς μια
τέτοια μεθόδευση ενέχει τον κίνδυνο μη θετικής υποδοχής του προτεινόμενου
Gas
Bond σε περίπτωση αρνητικής συγκυρίας
στις διεθνείς χρηματαγορές. Κάτι όχι τόσο ασυνήθες της δύσκολη περίοδο που
διανύουμε.
Όμως μια προσφυγή της Κυπριακής
Κυβέρνησης στην τρόικα με το αίτημα της συγκέντρωσης κεφαλαίων για ενίσχυση του
προϋπολογισμού της με ενέχυρο τα μελλοντικά έσοδα από το φυσικό αέριο δεν είναι
ότι καλύτερο σε γεωπολιτικό επίπεδο αφού μια τέτοια κίνηση θα ενίσχυε ακόμη
περισσότερο τον έλεγχο του Βερολίνου και των Βρυξελλών, και της τρόικα επί της
Κυπριακής κυβέρνησης την οποία πλέον θα εξουσίαζε απόλυτα. Γι’ αυτό θα ήτο
καλύτερο να εγκαταλειφθούν τα όποια σχέδια και οι προσδοκίες περί ενεχυριάσεως
των φυσικών πόρων της νήσου.
Το γεγονός πάντως ότι το
Eurogroup, υπό την καθοδήγηση του Βερολίνου,
προσπάθησε (και θα προσπαθήσει) να καταστρέψει τον χρηματοπιστωτικό τομέα και
να μετατρέψει την Κυπριακή Δημοκρατία σε αποικία χρέους δεν είναι άσχετο με
τους ευρύτερους σχεδιασμούς του ευρωπαϊκού πυρήνα να βάλει χέρι στα κοιτάσματα
της Κυπριακής ΑΟΖ. Γι’ αυτό η Κυπριακή πολιτική ηγεσία θα πρέπει στο εξής να είναι
άκρως επιφυλακτική σε οιασδήποτε προτάσεις περί τιτλοποίησης εσόδων από το
φυσικό αέριο καθότι αποτελούν μια πρώτης τάξης ευκαιρία για την τρόικα και
συνιστούν παγίδα για τον πλήρη έλεγχο των κοιτασμάτων και κατ’ επέκταση της
κυβέρνησης. Για αυτό είναι προτιμότερο να ακολουθηθεί ο καθιερωμένος τρόπος εκμετάλλευσης μέσω των
διεθνώς ανεγνωρισμένων συμφωνιών επιμερισμού παραγωγής βάσει των οποίων τα
έσοδα θα εισπράττονται απευθείας από το
Κυπριακό Δημόσιο και όχι από την τρόικα.