Σημαντικές εξελίξεις προδιαγράφει στην περιοχή μας η
εξομάλυνση των σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ μέσω της συγνώμης του Νετανιάχου για τα
γεγονότα στο Μαβί Μαρμαρά. Την ίδια στιγμή, η κρίση στην Κύπρο σε συνδυασμό με
την ασθενή οικονομική θέση της Ελλάδας δημιουργούν προβληματισμό για το μέλλον
της στρατηγικής σχέσης τους με το Ισραήλ και για ότι αφορά την εκμετάλλευση των
υδρογονανθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ.
Θυμίζουμε ότι ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Μπέντζαμιν
Νετανιάχου, ζήτησε την περασμένη εβδομάδα συγνώμη από τον Ταγίπ Ερντογάν για
τον θάνατο εννέα Τούρκων ακτιβιστών το 2010, όταν οι ισραηλινές δυνάμεις
άνοιξαν πυρ στη νηοπομπή Μαβί Μαρμαρά που είχε κατεύθυνση τη Γάζα. Έκτοτε οι
σχέσεις των δύο κρατών έφτασαν στο ναδίρ, με τον Ερντογάν να θέτει τρεις όρους,
όπως αποκάλυψε, προκειμένου να αναθερμανθούν: Πρώτον, μια συγνώμη εκ μέρους του
Ισραήλ, δεύτερον, αποζημίωση στα θύματα του Μαβί Μαρμαρά και τρίτον, λήξη του
ισραηλινού εμπάργκο στη Γάζα.
Μέχρι στιγμής έχει πραγματοποιηθεί το πρώτο βήμα, ενώ οι δύο
κυβερνήσεις βρίσκονται σε επαφή για τον καθορισμό των αποζημιώσεων και θα
ακολουθήσουν υποτίθεται διαπραγματεύσεις και σε ότι αφορά το εμπάργκο. Αξίζει
να σημειωθεί επίσης, ότι ο πρόεδρος Ομπάμα ήταν που πίεσε τον Νετανιάχου για να
προβεί σε αυτή την κίνηση.
Παράλληλα, όμως ο Ερντογάν πέτυχε τις προηγούμενες ημέρες
ακόμη ένα μεγάλο στόχο στο έδαφός του, αφού ολοκλήρωσε τη συμφωνία για την
κατάπαυση πυρός με το ΡΚΚ, την οποία στηρίζει τόσο ο Οτσαλάν, όσο και το
κουρδικό κόμμα. Πρόκειται για σημαντική επιτυχία του Τούρκου πρωθυπουργού, αφού
ανοίγει τον δρόμο για ελαχιστοποίηση της ένοπλης αντιπαράθεσης στον βαθμό του εφικτού
και λύνει τα χέρια της Άγκυρας σε ότι έχει να κάνει με τις πετρελαιοπηγές του
ιρακινού Κουρδιστάν και τη μεταφορά του μαύρου χρυσού προς δυσμάς.
Τα πρόσφατα γεγονότα (ομαλοποίηση των σχέσεων της Τουρκίας
με το Ισραήλ, κατάπαυση πυρός των Κούρδων) συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η
Τουρκία εισέρχεται πλέον στον κολοφώνα της ισχύος της, δηλαδή σε ένα υψίπεδο το
οποίο δεν είναι σαφές πόσο θα διαρκέσει. Στον αντίποδα, η Ελλάδα βρίσκεται εδώ
και αρκετά χρόνια στο ναδίρ, οπότε είναι προφανές ότι δεν πρέπει να επιδιώξει
οριστικές συμφωνίες για τα διμερή ζητήματα όσο διαρκεί η συγκεκριμένη αρνητική
σχέση ισχύος.
Το κακό είναι ότι τώρα η Κύπρος εισέρχεται και αυτή σε μια ύφεση
που θα περιορίσει την επιρροή της, παρόλο που τα τελευταία χρόνια είχε προβεί
σε δυναμικές ενέργειες όσον αφορά την ανάπτυξη των υδρογονανθράκων της και την
καλλιέργεια της σχέσης της με το Ισραήλ.
Πλέον, το διακύβευμα για την Κύπρο είναι διπλό:
Πρώτον, αν το Ισραήλ συμφωνήσει να εξάγει αέριο μέσω της
Τουρκίας, τότε αυτομάτως καθυστερεί το σχέδιο κατασκευής σταθμού
LNG
επί
κυπριακού εδάφους, αφού όπως έχουμε αναφέρει και στο παρελθόν, ένας τέτοιος
σταθμός θα χρειαστεί σε πρώτη φάση να υποδέχεται μεγάλες ποσότητες αερίου και
από την Κύπρο και από το Ισραήλ για να είναι βιώσιμος οικονομικά. Βέβαια, η
Κύπρος αναμένει την ανακάλυψη και άλλων κοιτασμάτων από τα οικόπεδα που
δημοπράτησε πρόσφατα, μια διαδικασία που βεβαίως θα απαιτήσει τουλάχιστον δύο
ακόμη χρόνια. Μακροπρόθεσμα, και με βάση τις πληροφορίες που υπάρχουν από τις
σεισμικές έρευνες, η Κύπρος θεωρείται πιθανό, αλλά όχι βέβαιο να μπορεί να
υποστηρίξει την κατασκευή ενός σταθμού υγροποίησης που θα βασίζεται αποκλειστικά στη δική
της παραγωγή αερίου. Απλώς, με την ενδεχόμενη μη συμμετοχή του Ισραήλ, θα
καθυστερήσει το όλο έργο.
Δεύτερον, το χειρότερο σενάριο για την αποδυναμωμένη Κύπρο
θα ήταν να προβεί η Άγκυρα σε κάποιου είδους στρατηγική συνεννόηση με το Ισραήλ
όσον αφορά την δική του γεωγραφική περιοχή (Συρία, Λίβανος), αφήνοντας έτσι
στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις περισσότερα περιθώρια ελιγμών στην θαλάσσια
περιοχή της Κύπρου, αλλά και στο Αιγαίο.
Προς το παρόν και με βάση όσα είναι γνωστά δημοσίως, τα δύο
αυτά σενάρια δεν επιβεβαιώνονται. Και αυτό διότι ο αγωγός που οραματίζεται η
Άγκυρα θα πρέπει να περάσει μέσα από την ΑΟΖ της Κύπρου ή το έδαφος και τα νερά
του Λιβάνου και της Συρίας, προκειμένου να φτάσει στην Τουρκία. Αντιλαμβάνεται
κανείς ότι τα εμπόδια που παρουσιάζονται είναι σημαντικά, αφού από τη μια
πλευρά υπάρχει η Χεζμπολάχ, ενώ και οι τοπικές κυβερνήσεις δεν φαίνονται προς
το παρόν διατεθειμένες να δεχτούν ένα τέτοιο έργο, παρά τα οικονομικά του
οφέλη. Σε κάθε περίπτωση, ο αγωγός Ισραήλ-Τουρκίας είναι ένας περιφερειακός
αγωγός που θα έχει σκοπό την τροφοδοσία της τουρκικής αγοράς με αέριο και όχι
την μεταφορά του προς την Ευρώπη.
Οφείλουμε να σημειώσουμε επίσης ότι στην διπλωματική αρένα η
σχέση της Τουρκίας με το Ισραήλ ακόμα δεν έχει επουλωθεί και θα πρέπει να
περιμένουμε περισσότερα δείγματα γραφής από τις δύο πλευρές προτού αποφανθούμε
αν η προσέγγισή τους είναι ειλικρινής ή όχι.
Με άλλα λόγια, η επαναπροσέγγιση της Άγκυρας με το Τελ Αβίβ
δεν προδιαγράφει αυτομάτως εξελίξεις που θα λειτουργήσουν εις βάρος των
ελληνικών και κυπριακών συμφερόντων. Απλά το ζήτημα είναι ότι όλες αυτές οι
πιθανές συνεργασίες Τουρκίας-Ισραήλ ήταν μέχρι πρότινος εκτός συζήτησης και τώρα
επανέρχονται στο τραπέζι ως πιθανά σενάρια.
Την ίδια στιγμή όμως που συμβαίνουν όλα αυτά στη ΝΑ Μεσόγειο,
στη χώρα μας έχουν κάνει την εμφάνισή τους τον τελευταίο καιρό στον Τύπο άρθρα,
τα οποία υποστηρίζουν την συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων με τους Τούρκους και
καλούν την κυβέρνηση να πράξει το «σωστό» και «φρόνιμο».
Οι συγγραφείς των άρθρων αυτών στέκονται ιδιαίτερα στα
οικονομικά οφέλη της εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων από κοινού με τους γείτονες,
κουνώντας στους «πτωχούς» Έλληνες τα πετρελαιοδόλαρα, δίχως να προβληματίζονται
ιδιαίτερα για τα τεράστια ζητήματα εξωτερικής πολιτικής που προκύπτουν. Για
παράδειγμα, τι λόγο έχει η Ελλάδα να μοιραστεί με την Τουρκία κοιτάσματα σε
έναν σχεδιασμό που γίνεται με χάραξη στα 6 ναυτικά μίλια αντί για τα 12; Με πιο
απλά λόγια, αν τοποθετηθούν πλατφόρμες στα 6 ν.μ. για συνεκμετάλλευση, τότε
απλά θα παγιωθούν οι τουρκικές θέσεις στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο.
Σε περίπτωση που δεν το έχουν αντιληφθεί κάποιοι, η
εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων δεν είναι αυτοσκοπός. Θα πρέπει να προχωρήσει
στις πιο ευαίσθητες περιοχές μονάχα εφόσον εξυπηρετούνται τα εθνικά συμφέροντα
σε ότι έχει να κάνει με τα θαλάσσια σύνορα της Ελλάδας στο Αιγαίο, στην
Ανατολική Μεσόγειο και οπουδήποτε αλλού. Η συνεκμετάλλευση υπό τις σημερινές συνθήκες θα δημιουργούσε
καταστροφικά τετελεσμένα, τα οποία είναι βέβαιο πως θα πλήξουν τη χώρα μας στο
απώτερο μέλλον.