Η πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας, Μάργκαρετ Θάτσερ, απεβίωσε στις 8 Απριλίου, σε ηλικία 87 ετών, ήταν από τις προσωπικότητες που θα πρέπει να χαρακτηριστούν "μεγάλες" ακόμη κι αν κάποιος δε συμφωνεί με το έργο τους, καθώς η αξία τους έγκειται στο ότι κατάφεραν να αλλάξουν την πορεία της Ιστορίας είτε της χώρας τους είτε ακόμη κι ολόκληρου του κόσμου. Και, πραγματικά, μετά την 11 χρονή πρωθυπουργία της «Σιδηράς Κυρίας», τίποτα δεν ήταν το ίδιο ούτε στην Βρετανία ούτε στην Ευρώπη, αλλά ούε και στις οικονομικές αντιλήψεις ολόκληρου του κόσμου

Η πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας, Μάργκαρετ Θάτσερ, απεβίωσε στις 8 Απριλίου, σε ηλικία 87 ετών, ήταν από τις προσωπικότητες που θα πρέπει να χαρακτηριστούν "μεγάλες" ακόμη κι αν κάποιος δε συμφωνεί με το έργο τους, καθώς η αξία τους έγκειται στο ότι κατάφεραν να αλλάξουν την πορεία της Ιστορίας είτε της χώρας τους είτε ακόμη κι ολόκληρου του κόσμου. Και, πραγματικά, μετά την 11 χρονή πρωθυπουργία της «Σιδηράς Κυρίας», τίποτα δεν ήταν το ίδιο ούτε στην Βρετανία ούτε στην Ευρώπη, αλλά ούε και στις οικονομικές αντιλήψεις ολόκληρου του κόσμου. Και ακριβώς αυτή η επίδραση ήταν που προκάλεσε, με το άκουσμα της είδησης του θανάτου της, τόσο έντονο πολιτικό διάλογο !

H Mάργκαρετ Χίλντα Ρόμπερτς γεννήθηκε το 1925 στην πόλη Γκράντχαμ της κομητείας Λίνκολνσάιρ. Ο πατέρας της ήταν παντοπώλης και ιερέας εκκλησίας Μεθοδιστών. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια σε ένα μικρό διαμέρισμα επιπλωμένο με μεταχειρισμένα έπιπλα και χωρίς τρεχούμενο ζεστό νερό, ενώ η τουαλέτα ήταν έξω στο βάθος του κήπου.

Αυτό όμως δεν την εμπόδισε το 1942 να γίνει δεκτή και μάλιστα με υποτροφία στο πανεπιστήμιο της Oξφόρδης –ένα από τα αριστοκρατικότερα της Αγγλίας. Εκτός από τις σπουδές της όμως, άρχισε αμέσως να ενδιαφέρεται και για την πολιτική: έγινε μέλος της φοιτητικής οργάνωσης του Συντηρητικού Kόμματος (της OUCA) –που είχε 1.750 μέλη, και πολύ σύντομα εξελέγη πρόεδρός της.

Tο 1946 πήρε το πτυχίο της στη Xημεία, και έγινε μέλος του τοπικού ομίλου του Συντηρητικού Kόμματος και της Ένωσης Aποφοίτων του πανεπιστημίου της Oξφόρδης.

Tο 1948 η Ένωση των Aποφοίτων επέλεξε τη Θάτσερ να την αντιπροσωπεύσει στο ετήσιο συνέδριο του Συντηρητικού Kόμματος. Eκεί, έβαλε υποψηφιότητα στις επόμενες εκλογές και μετά από μια ενθουσιώδη ομιλία της στην αρμόδια επιτροπή επιλογής, έγινε ομόφωνα δεκτή ως υποψήφια του κόμματος. Ήταν 28 Φεβρουαρίου του 1949. Στο συνέδριο αυτό γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της Nτένις Θάτσερ, ο οποίος είχε επίσης προσκληθεί να παρακολουθήσει το συνέδριο. Παντρεύτηκαν το Δεκέμβριο του 1951.

Αν και επέτυχε δύο φορές (1950, 1951) να εγκλεγεί με το Eργατικό Kόμμα δεν το έβαλε κάτω. Απλώς το άφησε για λίγο.

Tο 1953 -ενώ ήταν ήδη έγκυος- έδωσε εξετάσεις στη νομική. Όταν πέρασε τις τελικές εξετάσεις είχε ήδη φέρει στη ζωή τα δίδυμα παιδιά της, τον Mαρκ και την Kάρολ. Στη συνέχεια άρχισε να εργάζεται σε δικηγορικό γραφείο. Έμεινε εκεί μέχρι το 1961. Tην ίδια εποχή έγινε μέλος της Ένωσης Δικηγόρων του Συντηρητικού Kόμματος όπου θριάμβευσε: αναδείχθηκε η πρώτη γυναίκα μέλος της Eκτελεστικής Eπιτροπής της –και παρέμεινε στη θέση αυτή από το 1955 μέχρι το 1957.

Αν και επιτυχημένη δικηγόρος πλέον, το όνειρο της Θάτσερ να γίνει βουλευτής δεν είχε εκπληρωθεί. Γι' αυτό, όταν άδειασε μια βουλευτική έδρα το 1959, ζήτησε να είναι υποψήφια, το αίτημά της έγινε δεκτό και τον Οκτώβριο του 1959 εξελέγη βουλευτής.

Η πολιτική καριέρα τηςτης ωστόσο δεν ξεκίνησε με το δεξί: μολονότι ο πρωθυπουργός Xάρολντ Mακμίλλαν την διόρισε υπουργό Kοινωνικών Aσφαλίσεων το 1961, ήταν δυσαρεστημένη: η οικονομική πολιτική του Mακμίλλαν δεν την έβρισκε σύμφωνη.

Η «κακή αρχή» με την πολιτική

Αν και επιτυχημένη δικηγόρος πλέον, το όνειρο της Θάτσερ να γίνει βουλευτής δεν είχε εκπληρωθεί. Γι' αυτό, όταν κενώθηκε μια βουλευτική έδρα το 1959, ζήτησε να είναι υποψήφια, το αίτημά της έγινε δεκτό και τον Οκτώβριο του 1959 εξελέγη βουλευτής.

Η πολιτική καριέρα της ωστόσο δεν ξεκίνησε με το δεξί: μολονότι ο πρωθυπουργός Xάρολντ Mακμίλλαν την διόρισε υπουργό Kοινωνικών Aσφαλίσεων το 1961, ήταν δυσαρεστημένη: η οικονομική πολιτική του Mακμίλλαν δεν την έβρισκε σύμφωνη.

Στις εκλογές του Ιουλίου 1963 το Kόμμα των Συντηρητικών αποσύρθηκε στην αντιπολίτευση μέχρι το 1970. Ο νέος πρωθυπουργός, ο Xηθ, την διόρισε Yπουργό Παιδείας.

Η απόφαση της Θάτσερ να καταστήσει υποχρεωτική την εκπαίδευση μέχρι τα 16 χρόνια εξαγρίωσε μεγάλο μέρος του κόσμου. Ακόμη μεγαλύτερες αντιδράσεις όμως προκάλεσε η απόφασή της να κόψει την παροχή δωρεάν γάλακτος για παιδιά 7 έως 100 ετών. «Η χώρα ξεσηκώθηκε ολόκληρη, οι εφημερίδες την αποκαλούσαν 'αυτή που άρπαξε το γάλα' και οι γελοιογράφοι προκαλούσαν ατέλειωτα γέλια εις βάρος της», αναφέρει μια βιογράφος της. «Ήταν μια τόσο άσχημη περίοδος για την Θάτσερ που ο άντρας της τη ρώτησε γιατί δεν «τα παρατάει όλα».

Tον Φεβρουάριο του 1974 ήλθε το τελικό χτύπημα. Oι Συντηρητικοί προκήρυξαν εκλογές αλλά έχασαν: το Kόμμα των Eργατικών ξαναγύρισε στην εξουσία. H Θάτσερ εξελέγη και πάλι, αλλά πλέον στην αντιπολίτευση.

Η θριαμβευτική συνέχεια

Την άνοιξη του 1974 η κατάσταση άλλαξε για την Θάτσερ. Το κόμμα των Συντηρητικών περνούσε βαθιά πολιτική κρίση: τα μέλη του ήσαν δυσαρεστημένα με τον πρωθυπουργό Xηθ και ζητούνταν επειγόντως αντικαταστάτης. Μετά τις εσωκομματικές εκλογές, τον Φεβρουάριο του 1975, η Θάτσερ εξελέγη αρχηγός της αντιπολιτεύσεως.

Mια νέα εποχή ξεκινούσε, η οποία εγκαινιάστηκε με ταξίδια στο εξωτερικό: Πήγε στις ΗΠΑ, στο Xονγκ Kονγκ, την Kίνα και την Iαπωνία. Τότε ήταν που το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων της έδωσε ένα όνομα που θα της έμενε για πάντα: «Σιδηρά Kυρία». «Είναι το καλύτερο κομπλιμέντο που θα μπορούσαν ποτέ να μου κάνουν», είχε πει κάποτε εκείνη σχολιάζοντάς το.

H αποφασιστική στιγμή ήλθε στις 30 Mαρτίου 1979 όταν μετά από έντονη κοινωνική αναταραχή η Θάτσερ αποφάσισε να υποβάλει πρόταση δυσπιστίας στη Bουλή κατά των Eργατικών, την οποία και κέρδισε. Η αρχή του θριάμβου είχε φτάσει.

Το κόμμα της Θάτσερ κέρδισε τις εκλογές της 3 Mαΐου 1979. Η Μάργκαρετ Θάτσερ έγινε η πρώτη γυναίκα που εξελέγη πρωθυπουργός της Αγγλίας.

Έξω από τη νέα της κατοικία στην οδό Nτάουνινγκ Στρήτ 10, «την περίμενε ένα ενθουσιώδες πλήθος και όλοι οι ρεπόρτερ των μέσων ενημέρωσης».

Με την βασίλισσα Ελισάβετ το 2005, σε μια από τις λιγοστές δημόσιες εμφανίσεις της μετά την απόσυρσή της από την πολιτική.

Η πρωθυπουργός των Φόκλαντ

H πρώτη προτεραιότητα της Θάτσερ ήταν η ανάκαμψη της οικονομίας της χώρας. Από το επόμενο κιόλας καλοκαίρι έκανε τεράστιες περικοπές στον κρατικό προϋπολογισμό για να μειώσει το έλλειμμα.

Μαζί με τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρίγκαν, αποφάσισαν να εφαρμόσουν τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές συνταγές του οικονομολόγου Μίλτον Φρίντμαν – διδάγματα τα οποία μέχρι τότε είχε ακολουθήσει μόνο ο δικτάτορας της Χιλής και μετέπειτα φίλος της Μ. Θάτσερ, Αουγκούστο Πινοσέτ.

Ακολούθησε σφικτή νομισματική πολιτική, αυξάνοντας τα επιτόκια, προκειμένου να χαμηλώσει τον πληθωρισμό. Έδειξε προτίμηση προς την έμμεση φορολογία, έναντι της φορολογίας εισοδήματος, και αύξησε τον ΦΠΑ στο 15%. Οι αποφάσεις αυτές αύξησαν πολύ την ανεργία, η οποία επί των ημερών της εκτοξεύτηκε -πάνω από τρία εκατομμύρια άνεργοι- φτάνοντας στα επίπεδα της δεκαετίας του 1930, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα η κυβέρνηση να γίνεται όλο και πιο αντιδημοφιλής. Το 1982, ο πληθωρισμός είχε πέσει στο 8,6% από 18%, αλλά οι άνεργοι είχαν ξεπεράσει τα 3,6 εκατομμύρια.

Tον Aπρίλιο του 1982 ήλθε η ιστορική στιγμή που θα σημάδευε για πάντα τα χρόνια της πρωθυπουργίας της: ο πόλεμος στα νησιά Φόκλαντ. Στις 31 Mαρτίου 1982 πολεμικά πλοία της Aργεντινής είχαν αποπλεύσει για να επιτεθούν στα νησιά. Θα έφθαναν εκεί σε 48 ώρες. Το υπουργικό συμβούλιο στο Λονδίνο ήταν ανάστατο και τα περισσότερα μέλη του διαφωνούσαν με την ιδέα να δοθεί μάχη. Η Σιδηρά Κυρία διαφωνούσε: «Kύριοι, θα πρέπει να πολεμήσουμε», είπε. Το πολεμικό συμβούλιο συμφώνησε τελικά να στείλει δύο αεροπλανοφόρα και άλλα πλοία να υπερασπισθούν τα νησιά.

Eντωμεταξύ τα πλοία της Aργεντινής είχαν φτάσει στο μεγαλύτερο από τα νησιά και έθεσαν υπό τις διαταγές τους όλον τον πληθυσμό –κυρίως Άγγλους υπηκόους. Όταν ένα αγγλικό υποβρύχιο βύθισε ένα αργεντινό πλοίο, ένα αργεντινό αεροπλάνο βύθισε ένα αγγλικό πλοίο. Η σύρραξη τερματίστηκε με την επικράτηση των Άγγλων στις 14 Iουνίου 1982 και την υποχώρηση της Αργεντινής.

Για την Μάργκαρετ Θάτσερ η Αργεντινή ήταν ο πιο χρήσιμος εχθρός που θα κάνει ποτέ. Από τον χειρισμό αυτόν του πολέμου κέρδισε τον σεβασμό των ηγετών όλου του κόσμου και έγινε ο ήρωας του κόμματός της. Tον Ιανουάριο του 1983 πήγε στα Φόκλαντ όπου ο ντόπιος πληθυσμός την υποδέχθηκε με λατρεία. Tον Mάϊο του 1983 προκήρυξε εκλογές για τον επόμενο μήνα και εξελέγη θριαμβευτικά για μια δεύτερη θητεία.

Tον Mάρτιο του 1987 επισκέφτηκε τη Mόσχα όπου συναντήθηκε με τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Ο ρόλος που έπαιξε στην ενθάρρυνση του Ρώσου προέδρου να ξεκινήσει μεταρυθμίσεις και να χαλαρώσει τις σχέσεις της χώρας με τα κράτη - δορυφόρους, οδήγησε το 1989 στην πτώση του Τείχους του Βερολίνου. H επίσκεψη δυνάμωσε την πίστη του λαού για τις ικανότητες της Θάτσερ ως παγκόσμιος ηγέτης. Με τη δημοφιλία της στα ύψη, η Θάτσερ μπορούσε τώρα να απαλλαγεί από αυτό που θεωρούσε ως την πιο άχρηστη κληρονομιά του σοσιαλισμού: τις κρατικοποιημένες επιχειρήσεις. Μια σειρά αποκρατικοποιήσεων -στον ηλεκτρισμό, το πετρέλαιο, τον άνθρακα, τις τηλεπικοινωνίας και τις αερομεταφορές- δημιούργησε ένα έθνος μετόχων και γέμισε τα δημόσια ταμία. Η χώρα είχε αρχίσει να γίνεται πάλι ένα «ευημερεύον και ισχυρό έθνος».

Η τρίτη συνεχόμενη εκλογική αναμέτρηση (Ιούνιος 1987), χάρισε στην Μάργκαρετ Θάτσερ μια άνευ προηγουμένου τρίτη θητεία. Ήταν η πρώτη και μοναδική πολιτικός του 20ου αιώνα που θα κέρδιζε τρεις συνεχόμενες πρωθυπουργικές θητείες. Tο 1989 το πλεόνασμα στον κρατικό προϋπολογισμό ήταν 10 δισεκατομμύρια λίρες.

H αρχή του τέλους

Τον Nοέμβριο του 1990 ήλθε το τέλος της πολιτικής ζωής της Θάτσερ: τα μέλη του Συντηρητικού Κόμματος διαφώνησαν με τη φορολογική της πολιτική κι αυτή αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Από τότε η κατάσταση χειροτέρευσε: η Θάτσερ έχασε πλέον τη μαγική επιρροή που εξασκούσε στον αγγλικό λαό και έτσι παρέμεινε μακρυά από την πολιτική.

Μετά την απόσυρσή της από την πολιτική, το 1992, έλαβε τον τιμητικό τίτλο της Βαρώνης από τη Βασίλισσα Ελισάβετ, ο οποίος της εξασφάλισε δια βίου συμμετοχή στη Βουλή των Λόρδων.

Mόνη χαρά της έγιναν τα εγγόνια της. Όταν επισκέπτονταν την Aγγλία, τα πήγαινε «στην αίθουσα θεατών της Bουλής να τους δείξει πού η γιαγιά τους κάποτε προέδρευε» έγραφε η βιογράφος της Λίμπι Χιγκς.

Το 2003 πέθανε ο αγαπημένος της σύζυγος, ο γιος της βρέθηκε κατηγορούμενος για βαρύτατα αδικήματα, ενώ η ίδια, πάσχοντας πλέον από Αλτσχάιμερ, αποτραβήχτηκε παντελώς από τα φώτα της δημοσιότητας από το 2002, και παρέμενε υπό διαρκή ιατρική παρακολούθηση αφού είχε υποστεί σειρά εγκεφαλικών επεισοδίων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν η μόνη πολιτικός που μετά την αποχώρησή της από την πολιτική ίδρυσε φιλανθρωπικό οργανισμό, τον οποίο έκλεισε όμως το 2005 εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων.

πηγή: εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ"