Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, που άρχισε στις 20 Ιουλίου 1974, είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την ανάθεση της εξουσίας από τους στρατιωτικούς στους πολιτικούς. Στις 21 Ιουλίου κηρύχθηκε στην Ελλάδα γενική επιστράτευση, που έδειξε ολοφάνερα σε πολλούς επιστρατευμένους τα μεγάλα κενά και τις σοβαρές ανεπάρκειες στο χώρο του στρατεύματος. Αυτό βέβαια δεν διέφυγε την προσοχή και της στρατιωτικής ηγεσίας της εποχής

Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, που άρχισε στις 20 Ιουλίου 1974, είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την ανάθεση της εξουσίας από τους στρατιωτικούς στους πολιτικούς. Στις 21 Ιουλίου κηρύχθηκε στην Ελλάδα γενική επιστράτευση, που έδειξε ολοφάνερα σε πολλούς επιστρατευμένους τα μεγάλα κενά και τις σοβαρές ανεπάρκειες στο χώρο του στρατεύματος. Αυτό βέβαια δεν διέφυγε την προσοχή και της στρατιωτικής ηγεσίας της εποχής.

Στις 23 Ιουλίου το πρωί σε στρατιωτική σύσκεψη, όπου συμμετείχαν ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων Γρ. Μπονάνος και οι αρχηγοί του Στρατού Γαλατσάνος, Ναυτικού Αραπάκης και Αεροπορίας Παπανικολάου, αποφασίστηκε η μεταφορά της εξουσίας από τους στρατιωτικούς στους πολιτικούς. Τη σύσκεψη είχε συγκαλέσει «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας» στρατηγός Φ. Γκιζίκης.

Ακολούθησε νέα έκτακτη σύσκεψη στην οποία είχαν κληθεί να πάρουν μέρος ορισμένοι Ελληνες πολιτικοί, ανάμεσά τους οι Π. Κανελλόπουλος, Γ. Μαύρος, Ευ. Αβέρωφ, Σπ. Μαρκεζίνης κ.ά.

Ο Σπύρος Μαρκεζίνης

Να πώς περιγράφει ο Σπύρος Μαρκεζίνης την κρίσιμη σύσκεψη του Γκιζίκη με τους πολιτικούς: «Το μεσημέρι της Τρίτης 23 Ιουλίου, ο υπασπιστής του στρατηγού Γκιζίκη με ενημέρωσε από τηλεφώνου ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συγκαλούσε σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών και με παρεκάλεσε να μεταβώ στα Παλαιά Ανάκτορα. Στη μία ευρισκόμουν σ' έναν από τους προθαλάμους του Προεδρικού Γραφείου. Ηταν ήδη εκεί ο Π. Κανελλόπουλος, ο Στ. Στεφανόπουλος, ο Γ. Νόβας και θα φθάσουν σε λίγο ο Γ. Μαύρος, ο Ευ. Αβέρωφ, ο Π. Γαρουφαλιάς και ο Ξ. Ζολώτας.

»Ο Γκιζίκης, σύντομος και ψύχραιμος, εξήγησε πώς διεμορφώνετο η κατάσταση. Μιλούσε κάπως συγκεχυμένα. Θα αντιληφθούμε αμέσως ότι δεν υπήρχε κυβέρνηση και όταν θα χρειασθεί κάποια πληροφορία, θα προσέλθει ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου Εξωτερικών για ενημέρωση. Ηταν φανερό ότι οι στρατιωτικοί τα είχαν χαμένα. Το καθεστώς ουσιαστικά είχε καταρρεύσει και ο ξένος παράγων είχε επαφή όχι με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, την κυβέρνηση ή τον ταξίαρχο Ιωαννίδη, αλλά με τον αρχηγό του Ναυτικού και δευτερευόντως με τον αρχηγό της Αεροπορίας. Η ίδια συγκεχυμένη κατάσταση αφήνετο να εννοηθεί ότι επικρατούσε και στην Κύπρο. Ως προς το ενδεχόμενο παραμονής στρατιωτικών σε νέα κυβέρνηση, ο Κανελλόπουλος απάντησε αμέσως αρνητικά και οι άλλοι συνεφώνησαν μαζί του. Οταν πλαγίως και πάντοτε με προσοχή ο Γκιζίκης θέλησε να αποσπάσει τη διαβεβαίωση ότι δεν θα ανεζητούντο ευθύνες, ο Π. Κανελλόπουλος συνεφώνησε με κάποιον δισταγμό για την ώρα, αλλά θα επιφυλαχθεί ρητά για το μέλλον...»

Τελικά, αποφασίστηκε να συσταθεί κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Π. Κανελλόπουλο.

Ο Αβέρωφ δήλωσε ότι θα πρόσφερε τις υπηρεσίες του σε μια κυβέρνηση Κανελλόπουλου - Μαύρου αλλά πρόσθεσε ότι «το ίδιο θα έπραττε και σε κυβέρνηση Καραμανλή». Πράγματι, ο Αβέρωφ εκινείτο παρασκηνιακά για μια λύση Καραμανλή. Γεγονός που επιτεύχθηκε τελικά.

Ο Καραμανλής

Ο Καραμανλής φαίνεται ότι είχε προειδοποιηθεί για ένα παρόμοιο ενδεχόμενο και ήδη είχε θέσει τον εαυτό του, πριν από την τουρκική εισβολή, «στη διάθεση της χώρας».

Στις 16 Ιουλίου, ο Καραμανλής, βρισκόμενος στο Παρίσι, είχε δηλώσει: «Τα δραματικά γεγονότα της Κύπρου αποτελούν εθνικήν συμφοράν. Και ημπορεί να έχουν οδυνηρά επιπτώσεις διά το έθνος, εσωτερικάς και διεθνείς. Θα αποταθώ όμως προς τας Ενόπλους Δυνάμεις της χώρας, εν ονόματι των οποίων ασκείται η εξουσία και εις τον πατριωτισμόν και την φιλοτιμίαν των οποίων υπολογίζω, διά να τους είπω:

1 Οτι επιβάλλεται ο άμεσος τερματισμός της τραγωδίας της Κύπρου και η αποκατάστασις της νομιμότητος εν τω προσώπω του Μακαρίου.

2 Οτι η αποκατάστασις της δημοκρατικής ομαλότητος εις την Ελλάδα αποτελεί υψίστην εθνικήν ανάγκην.

3 Οτι αυτήν την στιγμήν υπάρχει η δυνατότης της εξόδου από την ανωμαλίαν κατά τρόπον ασφαλή και ακίνδυνον διά την χώραν.

4 Οτι μετά τινά χρόνον η δυνατότητα αυτή της ειρηνικής και αβιάστου μεταβολής δεν θα υφίσταται και

5 Οτι διά την προσπάθειαν της αποκαταστάσεως της ομαλότητος και της εθνικής συμφιλιώσεως τίθεμαι εις την διάθεσιν της χώρας».

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 24ης Ιουλίου 1974 το προσωπικό αεροπλάνο του Γάλλου προέδρου Βαλερί Ζισκάρ ντ' Εστέν προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού μεταφέροντας τον Κωνσταντίνο Καραμανλή από το Παρίσι στην Ελλάδα. Χιλιάδες λαού τον επευφημούν. Η ώρα της Δημοκρατίας είχε σημάνει ύστερα από εφτά χρόνια και τρεις μήνες στρατιωτικής δικτατορίας.

Η κυβέρνηση

Την ίδια μέρα ορκίζεται η πρώτη μεταδικτατορική κυβέρνηση εθνικής ενότητας αποτελούμενη κατά κύριο λόγο από παλαιά στελέχη της Δεξιάς και του Κέντρου. Πρώτο μέτρο της κυβέρνησης ήταν η απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων.

Τα πράγματα δεν είναι ακόμα ειδυλλιακά, αρκετές στρατιωτικές μονάδες έχουν διοικητές πιστούς στο δικτάτορα Δ. Ιωαννίδη, που δεν βλέπει με καλό μάτι τη νέα δημοκρατική κυβέρνηση.

Θα πρέπει να ήταν Αύγουστος του '74, δύο άνθρωποι περπατούν και συνομιλούν στο Σύνταγμα, που εκείνη τη στιγμή έχει πολύ λίγο κόσμο, είναι οι δύο υπουργοί της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, οι αντιστασιακοί Γ.- Α. Μαγκάκης και Γ. Πεσμαζόγλου. Ο γράφων τους αναγνωρίζει. Τους πλησιάζει και τους χαιρετά. Τους είχε παλαιότερα καθηγητές στη Νομική. Τους ρώτησε πώς είναι η κατάσταση. Ο κ. Μαγκάκης απάντησε με ειλικρίνεια ότι η κατάσταση ακόμα δεν είχε ξεκαθαρίσει στο χώρο του στρατεύματος. Και αυτό ήταν κοινό μυστικό. Πέρασε οπωσδήποτε κάποιος καιρός, ώστε η εύθραυστη ελληνική δημοκρατία να ξανασταθεί σταθερά στα πόδια της.

Ο Καραμανλής, αναθυμούμενος την επιστροφή του στην Ελλάδα στις 24 Ιουλίου 1974, θα πει αργότερα: «Συχνά σκεπτόμουν τη συγκίνηση που θα δοκίμαζα όταν θα ξαναπατούσα το έδαφος της πατρίδος. Και μπορώ να σας αποκαλύψω ότι με τη σκέψη αυτή εδάκρυζα προκαταβολικά. Και όμως, ουδέποτε υπήρξα τόσο ψύχραιμος, ουδέποτε είχα τόση αυτοκυριαρχία όση τη στιγμή που έφθανα στο αεδροδρόμιο. Και αυτό, γιατί το αίσθημα των ευθυνών που επρόκειτο να αναλάβω ήταν τόσο έντονο, ώστε να πνίγει, να εξαφανίζει κάθε άλλο αίσθημα».

(από την εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ", 20/07/2013)