Η καραμέλα της εξωστρέφειας και της ανόδου των εξαγωγών πιπιλίζεται πολύ εύκολα, αλλά επί του προκειμένου τί συμβαίνει; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, αν και πολύ ζωτική για την ελληνική οικονομία, δεν είναι από τις ευκολώτερες. Διότι, συνολικά, η Ελλάδα –αν και ενσωματωμένη για τα καλά στην αποκαλούμενη ελεύθερη οικονομία εξήντα χρόνια τώρα– είναι ίσως η πιο εσωστρεφής από τις αναπτυγμένες οικονομίες

Η καραμέλα της εξωστρέφειας και της ανόδου των εξαγωγών πιπιλίζεται πολύ εύκολα, αλλά επί του προκειμένου τί συμβαίνει; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, αν και πολύ ζωτική για την ελληνική οικονομία, δεν είναι από τις ευκολώτερες. Διότι, συνολικά, η Ελλάδα –αν και ενσωματωμένη για τα καλά στην αποκαλούμενη ελεύθερη οικονομία εξήντα χρόνια τώρα– είναι ίσως η πιο εσωστρεφής από τις αναπτυγμένες οικονομίες. Και αυτό προκύπτει από τις κατά κεφαλήν ετήσιες εξαγωγές της, οι οποίες πλησιάζουν λίγο ως πολύ τα 1.800 εκατ. ευρώ –όταν στην Ιρλανδία αντιπροσωπεύουν 18.000 εκατ., στο Βέλγιο 16.000 εκατ., στην Ιταλία 11.000 εκατ. και στις πρώην κομμουνιστικές χώρες περί τα 6.000 εκατ. ευρώ.

 

Από τους παραπάνω αριθμούς προκύπτει ξεκάθαρα ότι η ελληνική οικονομία υστερεί απελπιστικά σε εξαγωγικές επιδόσεις και ότι η υστέρησή της αυτή, στις σημερινές συνθήκες παγκόσμιου ανταγωνισμού, είναι πολύ δύσκολο να καλυφθεί. Επίσης, αρνητικό είναι και το γεγονός ότι τα εξαγόμενα ελληνικά προϊόντα –με κάποιες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα– είναι χαμηλής προστιθέμενης αξίας και άρα εξαιρετικά ευάλωτα στον ανταγωνισμό ομοειδών προϊόντων που παράγονται προς εξαγωγήν σε χώρες χαμηλού εργατικού κόστους.

 

Η κατάσταση αυτή είναι το προϊόν σημαντικών διαρθρωτικών ανεπαρκειών της ελληνικής οικονομίας, ολέθριων επιλογών κυβερνήσεων και επιχειρηματιών, αλλά και μιας γενικευμένης αντιφιλελεύθερης επιχειρηματικής κουλτούρας, προσανατολισμένης προς έναν αντιδραστικό και αντιπαραγωγικό οικονομικό εθνικισμό. Γνωρίσαμε στο παρελθόν αρκετές περιπτώσεις επιχειρήσεων που αρνήθηκαν σημαντικά εξαγωγικά συμβόλαια με το πρόσχημα ότι «έτσι θα έπεφταν στην παγίδα της εξαγωγικής εξαρτήσεως από έναν αγοραστή». Επρόκειτο για γελοίο επιχείρημα, πίσω από το οποίο υπήρχε η άρνηση επιχειρηματιών να επενδύσουν σε αύξηση της παραγωγής τους και σε εξαγωγικό μάρκετινγκ. Σημαντικές επίσης αγορές για την Ελλάδα εχάθησαν την περίοδο της περίφημης «Αλλαγής», όπου τα «σοσιαλιστικά καραγκιοζιλίκια» του πρασινοφρουρισμού άνοιξαν αγορές στους… ανταγωνιστές μας.

 

Έτσι, την δεκαετία του ισχυρού οικονομικού «μπουμ» στην παγκόσμια οικονομία, που ήταν η περίοδος 1980-1991, οι ελληνικές εξαγωγές παρέμειναν απελπιστικά στάσιμες, παρά την υποτίμηση της δραχμής που έγινε την ίδια περίοδο. Παράλληλα, ο τομέας παραγωγής εμπορεύσιμων διεθνών προϊόντων στην χώρα μας εξαρτήθηκε από την άνοδο του παραγωγικού κόστους, την γραφειοκρατική ακαμψία και την ως εκ τούτου πλήρη αποθάρρυνση των επενδύσεων. Άμεση συνέπεια της απαράδεκτης αυτής καταστάσεως ήταν η σε σταθερές τιμές μείωση των εξαγωγών και η απομάκρυνση των επιχειρήσεων από εξωστρεφείς δραστηριότητες.

 

Το κλίμα αυτό άρχισε βεβαίως να αλλάζει από το 1995 και μετά. Όμως, οι προσπάθειες των κυβερνήσεων Κ.Σημίτη να αποτελέσει και η Ελλάδα μέρος της ευρωζώνης είχαν αμιγώς δημοσιονομικό και μακροοικονομικό χαρακτήρα, αλλά ήσαν μάλλον αρνητικές για την ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα. Μπορεί τότε κάποιοι υπουργοί του ΠΑΣΟΚ να ομιλούσαν για τόνωση της επιχειρηματικότητος και εξωστρέφεια, επρόκειτο όμως για λόγια του αέρα. Το βαθύ ΠΑΣΟΚ ήταν εχθρικό προς την ιδιωτική πρωτοβουλία και την ανάπτυξή της και έβλεπε την είσοδό μας στην ΟΝΕ ως μέσο παραμονής του στην εξουσία, αφ’ ενός, και, αφ’ ετέρου, δημιουργίας εξαρτημένων από το κόμμα επιχειρήσεων, που θα το τροφοδοτούσαν οικονομικά και θα το στήριζαν πολιτικά.

 

Η εκπληκτική χρηματιστηριακή άνοδος της περιόδου 1998-2000 ενίσχυσε την λογική αυτή και έδωσε την ευκαιρία στους εκλεκτούς του «συστήματος» να αποκτήσουν σε χρόνο ρεκόρ απίστευτες περιουσίες. Το ίδιο συνέβη και με ουκ ολίγους επιχειρηματίες και μεγαλομάνατζερς του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι εξασφάλισαν μεν ανέσεις για τα παιδιά και τα εγγόνια τους, αλλά διέλυσαν τις πηγές παραγωγής του πλούτου τους. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στον αριθμό των εταιρειών που εισήλθαν στο χρηματιστήριο την εποχή εκείνη και οι οποίες σήμερα είναι εκτός και χρεωκοπημένες, και θα καταλάβει ότι οι μεγάλες ευκαιρίες της χρηματιστηριακής ανόδου και των πολύ χαμηλών επιτοκίων που εξασφάλιζε η είσοδος στην ΟΝΕ, άρα και στην ευρωζώνη, στην ουσία κατασπαταλήθηκαν με περισσή αφροσύνη.

 

Παρόλα αυτά, η σημερινή βαθειά κοινωνική και οικονομική κρίση μπορεί να αποτελέσει μια νέα ευκαιρία για μιαν άλλη οικονομική ανάπτυξη και κοινωνικο-πολιτική οργάνωση της χώρας μας. Για να συμβεί αυτό, ωστόσο, είναι ζωτική ανάγκη η επιχειρηματική δραστηριότητα να αποκτήσει μεγάλα περιθώρια ελευθερίας. Όσο μεγαλύτερα είναι τα τελευταία, τόσο σημαντικώτερες πιστεύουμε ότι θα καταστούν και οι ιδιωτικές επενδύσεις –οι οποίες μπορούν εν μέρει να χρηματοδοτηθούν από φυγαδευμένα εκτός Ελλάδος κεφάλαια, τα οποία, υπό τις σημερινές χρηματοοικονομικές συνθήκες, δεν αποδίδουν σχεδόν τίποτε στους κατόχους τους.

 

Μία κυβέρνηση με στοιχειώδη ευφυΐα, απαλλαγμένη βέβαια από τα πελατειακά σύνδρομα, θα έπρεπε να κάνει ό,τι μπορεί για να αξιοποιήσει αυτή την σχολάζουσα ελληνική αποταμίευση. Επίσης, μία στοιχειωδώς αποτελεσματική κυβέρνηση, για να προωθήσει την εξωστρέφεια και την καινοτομία, είναι άμεση ανάγκη να καταργήσει γραφειοκρατικές ηλιθιότητες και φορολογικούς παραλογισμούς, απελευθερώνοντας δημιουργικές και εφευρετικές δυνάμεις. Η εξωστρέφεια και η καινοτομία προϋποθέτουν αναλήψεις κινδύνων και άρα συνεπάγονται ένα ελκυστικό περιβάλλον για παρόμοιες πρωτοβουλίες. Ιδιαίτερα δε σε χώρες όπου υπάρχουν ακόμη δημιουργικές δυνάμεις οι οποίες θέλουν να δραπετεύσουν από την γραφειοκρατική κατάθλιψη και την πολιτική κακομοιριά. Αν η απελευθέρωση αυτή δεν γίνει άμεσα, σε μία διετία από σήμερα, η Ελλάδα θα είναι και εξαγωγικός ουραγός στην ΕΕ, πέρα από απελπιστικά τελευταία σε δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη.

 

Εμείς κρατάμε τα κλειδιά του αύριο, κι ας λένε ό,τι θέλουν οι διάφοροι πολιτικοί γελωτοποιοί, που εμφανίζονται ως «μεσσίες».

(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")