Η θέρμανση και το ζεστό νερό, απορροφούν περίπου το 70% της
ενέργειας κάθε μορφής (πετρέλαιο, ηλεκτρισμός, φυσικό αέριο κλπ) που
καταναλίσκει ένα νοικοκυριό, σύμφωνα με έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής
Υπηρεσίας.
Όσο για τα χρησιμοποιούμενα καύσιμα και άλλες μορφές ενέργειας, το πετρέλαιο θέρμανσης, είναι αυτό που συμμετέχει με το μεγαλύτερο ποσοστό (44%) στην κάλυψη των ενεργειακών αναγκών,
ή καλύτερα κάλυπτε, καθώς η έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ έγινε πριν από την
δραματική αύξηση της φορολόγησης τον περσινό Οκτώβριο, οπότε τα δεδομένα
έχουν αλλάξει.
Παρ' όλα αυτά, η έρευνα αναδεικνύει το μέγεθος του
προβλήματος, καθώς το πετρέλαιο θέρμανσης είναι το κυρίαρχο καύσιμο για
την θέρμανση του πληθυσμού. Αρκεί να σημειωθεί ότι αυτή, απορροφά το 63,7% της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης
του νοικοκυριού. Από τα καύσιμα και τις άλλες μορφές ενέργειας που
χρησιμοποιούνται, το πετρέλαιο αντιστοιχούσε στο 44,1%, ο ηλεκτρισμός
στο 26,8%, τα καυσόξυλα στο 17,4%, το φυσικό αέριο στο 5,4%, τα ηλιακά
θερμικά συστήματα στο 2,9% και άλλα είδη καυσίμων (υγραέριο, κηροζίνη
κλπ) μικρότερα ποσοστά.
Βεβαίως τα στοιχεία αυτά έχουν πλέον ανατραπεί σε σημαντικό βαθμό, καθώς την προηγούμενη χειμερινή περίοδο, η κατανάλωση πετρελαίου θέρμανσης μειώθηκε κατακόρυφα, λόγω της αδυναμίας χιλιάδων νοικοκυριών να ανταποκριθούν στο υψηλό κόστος αγοράς.
Έτσι,
παρ' ότι και πριν την αύξηση του φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης, λόγω
της κρίσης είχε μειωθεί η κατανάλωσή του, τα δεδομένα πλέον θα έχουν
αλλάξει με μεγαλύτερη συμμετοχή του ηλεκτρικού και της βιομάζας
(καυσόξυλα, πέλετς) στην κάλυψη των αναγκών θέρμανσης.
Σε ό,τι αφορά την κατανάλωση ηλεκτρικού η οποία σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ ανέρχεται σε 3.750 κιλοβατώρες ετησίως, το 38,4% αφορά το μαγείρεμα, το 14,7% τη λειτουργία του ψυγείου, το 10,6% τη λειτουργία του πλυντηρίου ρούχων και, μόλις, το 6,6% το φωτισμό και το 4,9% την ψύξη της κατοικίας (κλιματιστικά).
Το
άλλο ενδιαφέρον που προκύπτει, είναι επίσης ότι στις αστικές περιοχές
οι ανάγκες των νοικοκυριών για θερμική ενέργεια, είναι ακριβώς οι μισές
από αυτές των νοικοκυριών σε αγροτικές περιοχές (8.453, έναντι 16.923
κιλοβατωρών ετησίως). Δεν ισχύει όμως το αντίθετο στην κατανάλωση
ηλεκτρικού, καθώς οι ανάγκες των αγροτικών νοικοκυριών, έναντι των
αστικών, είναι μόνο κατά 30% χαμηλότερες (3.070, έναντι 4.000 κιλοβατωρών ετησίως).
Ανεργία
Σύμφωνα
με την ΕΛΣΤΑΤ, η καταναλωτική συμπεριφορά ως προς την ενέργεια,
επηρεάζεται άμεσα από την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών.
Συγκεκριμένα, νοικοκυριά με μέλη που εργάζονται εμφανίζουν υψηλότερη μέση κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας κατά 32% και θερμικής ενέργειας κατά 15% σε σχέση με νοικοκυριά τα οποία δεν διαθέτουν κανένα μέλος που εργάζεται.
Νοικοκυριά με άνεργα μέλη εμφανίζουν υψηλότερη μέση κατανάλωση ηλεκτρικήςενέργειας κατά 16% και χαμηλότερη μέση κατανάλωση θερμικής ενέργειας κατά 10% σε σχέση με νοικοκυριά τα οποία δεν διαθέτουν κανένα άνεργο μέλος.
Επίσης,
στις νοικιασμένες κατοικίες η κατανάλωση θερμικής ενέργειας ήταν
χαμηλότερη κατά 52% συγκριτικά με τις ιδιόκτητες και κατά 47% συγκριτικά
με τις παραχωρημένες δωρεάν. Επιπλέον, η κατανάλωση ηλεκτρικής
ενέργειας στις ενοικιασμένες κατοικίες ήταν χαμηλότερη κατά 11% συγκριτικά με τις ιδιόκτητες και κατά 1% συγκριτικά με τις παραχωρημένες δωρεάν.
Η έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, στην οποία συνεργάστηκε και το ΚΑΠΕ, ήταν δειγματοληπτική και διενεργήθηκε σε δείγμα περίπου 3.600 νοικοκυριών σε σύνολο χώρας.