«Νερό στο κρασί της» φαίνεται ότι βάζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσον αφορά στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) κάτω από το βάρος του υψηλού κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς οι Βρυξέλλες συζητούν την κατάργηση της υποχρέωσης των χωρών-μελών να συμμορφωθούν υποχρεωτικά με τον νέο στόχο για τη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο, σύμφωνα με δημοσίευμα των Φαινάνσιαλ Τάιμς

«Νερό στο κρασί της» φαίνεται ότι βάζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσον αφορά στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) κάτω από το βάρος του υψηλού κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς οι Βρυξέλλες συζητούν την κατάργηση της υποχρέωσης των χωρών-μελών να συμμορφωθούν υποχρεωτικά με τον νέο στόχο για τη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο, σύμφωνα με δημοσίευμα των Φαινάνσιαλ Τάιμς.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόκειται να ανακοινώσει στις 22 Ιανουαρίου το σχέδιο των προτάσεών της για την ενεργειακή πολιτική και το κλίμα ως το 2030. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η συμβιβαστική λύση που συζητείται προβλέπει ότι ο νέος στόχος για τη διείσδυση των ΑΠΕ στην κατανάλωση ως το 2030 θα διαμορφωθεί στο 27% (από 30% και πάνω που ζητούν οι περιβαλλοντικές οργανώσεις) και το σπουδαιότερο ότι δεν θα θα είναι δεσμευτικός για τις χώρες-μέλη, όπως συμβαίνει σήμερα.

Για να στηριχθεί η «μη δεσμευτικότητα» και να μην «ξεφύγουν» από τους περιβαλλοντικούς στόχους τα κράτη-μέλη προτείνεται το μέτρο να συνοδευτεί από αυστηρούς κανονισμούς όσον αφορά στην αποτελεσματικότητα των δικτύων, συμπεριλαμβανομένων υποχρεωτικών στόχων για τις ενεργειακές υποδομές, τα έξυπνα δίκτυα και τις διασυνοριακές συναλλαγές ηλεκτρισμού.

Αν τελικά υιοθετηθεί η πρόταση, τότε θα σημάνει μία μεγάλη αλλαγή στην πολιτική που ακολουθεί σήμερα η Ε.Ε., που έχει ως υποχρεωτικό στόχο τη διείσδυση της πράσινης ενέργειας στο 20% της κατανάλωσης και τη μείωση των εκπομπών ρύπων κατά 20% ως το 2020. Η πολιτική των Βρυξελλών για την πράσινη ενέργεια έχει επικριθεί έντονα, εξαιτίας των υψηλών επιδοτήσεων στις ΑΠΕ, που οδήγησαν στη μεγάλη αύξηση του συνολικού λογαριασμού ρεύματος στις περισσότερες χώρες-μέλη με συνέπειες τόσο για την ευρωπαϊκή βιομηχανία, της οποίας έχει πληγεί η ανταγωνιστικότητα, όσο και για τους καταναλωτές και μάλιστα σε περίοδο οικονομικής κρίσης. Σφοδρή κριτική ασκούν και πολλές από τις μεγάλες εταιρείες ηλεκτρισμού της Ευρώπης, που βλέπουν τον ενεργειακό χάρτη να αναδιαμορφώνεται και θέτουν ζητήματα με την ασφάλεια και την επάρκεια του ηλεκτρικού συστήματος, ενώ στον αντίποδα βρίσκονται οι περιβαλλοντικές οργανώσεις και η όλη βιομηχανία της πράσινης ενέργειας που επιδιώκει τη θέσπιση πιο φιλόδοξων στόχων για το κλίμα.

Διχασμός
Οι χώρες-μέλη εμφανίζονται διχασμένες ανάλογα με το ενεργειακό μείγμα που χρησιμοποιεί η καθεμία και την εθνική βιομηχανία που πρέπει να υποστηρίξει, αν δηλαδή διαθέτουν μονάδες παραγωγής ανεμογεννητριών ή φωτοβολταϊκών, αν διαθέτουν μεγάλο υδραυλικό δυναμικό, οπότε στηρίζονται στην κατά πολύ φθηνότερη υδροηλεκτρική ενέργεια για την επίτευξη των στόχων, αν έχουν πυρηνικούς σταθμούς, που συγκαταλέγονται στους «πράσινους» όσον αφορά τον στόχο για τη μείωση του διοξειδίου του άνθρακα κ.λπ.

Για παράδειγμα, η Βρετανία, που αναπτύσσει πυρηνικούς σταθμούς ενέργειας, τάσσεται υπέρ ενός ισχυρού δεσμευτικού στόχου για τη μείωση του CO2 αλλά όχι και για τις ΑΠΕ. Αντίθετα η Γερμανία, που έχει κάνει στροφή από τα πυρηνικά στον λιθάνθρακα αλλά ταυτόχρονα έχει αυξήσει πολύ τη διείσδυση των ΑΠΕ, σχεδόν στους στόχους του 2020 με τίμημα το ακριβότερο ρεύμα στην Ευρώπη, είναι υπέρ των δεσμευτικών στόχων για τις ΑΠΕ αλλά όχι για το CO2. Το παράδοξο γερμανικό φαινόμενο είναι ότι παρά την αθρόα είσοδο των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο οι εκπομπές ρύπων δεν έχουν μειωθεί παρά οριακά, όπως ανέφερε πρόσφατα η Deutsche Welle. Η Πολωνία, που στηρίζεται στον λιθάνθρακα και τον λιγνίτη για φθηνό ρεύμα, θα προτιμούσε να μην τεθεί σε ισχύ κανένας από τους δύο στόχους. Η Ελλάδα, που ασκεί την προεδρία της Ε.Ε. το εξάμηνο αυτό, διαθέτει φτηνή εγχώρια λιγνιτική παραγωγή και ένα έλλειμμα από τις ΑΠΕ που στο τέλος του χρόνου θα κλείσει κοντά στο 1,4 δισ. ευρώ, αν δεν λάβει μέτρα.

Οι ανακοινώσεις της Κομισιόν της 22ας Ιανουαρίου θα τεθούν στο Συμβούλιο των υπουργών Ενέργειας τον Μάρτιο για μία πρώτη πολιτική συζήτηση και εκ νέου σε επόμενο Συμβούλιο τον Ιούνιο, αλλά είναι πιθανόν οι οριστικές αποφάσεις να καθυστερήσουν.

(από την εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ". 15/01/2014)