Οι
διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης Ερντογάν, πριν από μερικούς μήνες, αλλά
και οι πρόσφατες εξελίξεις σε σχέση με τις κατηγορίες διαφθοράς και,
κυρίως, η αντίδραση του Τούρκου πρωθυπουργού επαναφέρουν στο προσκήνιο
το ζήτημα της συμπερίληψης ή μη της Τουρκίας στον Δυτικό Κόσμο, όχι από
άποψης στρατηγικών σχεδιασμών αλλά από την πλευρά της πολιτιστικής
συμβατότητας και αποδοχής κοινών αξιών και αρχών.
Ένα
συχνό λάθος, το οποίο λαμβάνει χώρα από πλείστους αναλυτές εξωτερικής
πολιτικής είναι ότι αποπειρώνται να αναλύσουν την πολιτική κατάσταση
στην Τουρκία με το συμβατικό δίπολο Δεξιά-Αριστερά. Οι δύο αυτές έννοιες
έχουν περιορισμένη εφαρμογή στην τουρκική κοινωνία, αφ’ ενός διότι
αμφότερες ( Δεξιά – Αριστερά ) έχουν αναφορές στην γενοκτονική πολιτική
των Νεότουρκων –Κεμαλιστών, χαρακτηριζόμενες από μίσος προς οτιδήποτε το
μη τουρκικό και μη μουσουλμανικό, αφετέρου διότι, στην Τουρκία,
κυρίαρχο στοιχείο στην ανάλυση δεν είναι το δίπολο Δεξιά – Αριστερά αλλά
Ισλάμ – Κοσμικό Κράτος ( Κεμαλιστές). Το εν λόγω στοιχείο διαφοροποιεί
την ανάλυση της τουρκικής πολιτικής σκηνής από οποιαδήποτε άλλη δυτική
χώρα.
Η δημοκρατία ως εργαλείο επιβολής
Οι
Κεμαλιστές, για δεκαετίες, εθεωρούντο οι προασπιστές της δημοκρατίας
λόγω της αντίθεσης τους στην ισλαμική ατζέντα, εφαρμόζοντας, παράλληλα,
πολιτική εθνοκάθαρσης σε Ίμβρο, Τένεδο, Κωνσταντινούπολη και
καταπνίγοντας στο αίμα τα αιτήματα των Κούρδων για αναγνώριση της
πολιτιστικής τους ταυτότητας. Η ηγεσία του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ,
από την άλλη πλευρά, χρησιμοποιώντας ως άλλοθι την καταπίεση της
κεμαλικής γραφειοκρατίας, προσανατολίστηκε στην υιοθέτηση ρητορικής
δυτικών κρατών, αναφορικά με το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα
δικαιώματα, ως καταφύγιο απέναντι στην αυθαιρεσία των υποστηρικτών του
κοσμικού κράτους αλλά και ως παράγοντα εδραίωσης στην εξουσία μετά το
2002. Οι, υπό τον Ερντογάν, Ισλαμιστές, σε αντίθεση με τον Ερμπακάν,
συνέδεσαν τον εκδημοκρατισμό ( υπονόμευση του στρατεύματος) με την
ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, διαδικασία η οποία έχει ως
προαπαιτούμενα τον πολιτικό έλεγχο του στρατού, τον χωρισμό κράτους -
θρησκείας, χωρισμός ο οποίος εκλαμβάνεται από τους Ισλαμιστές ως μη
επιβολή του κράτους/στρατού στην θρησκεία αλλά όχι το αντίθετο…
Οι
διώξεις εναντίον του στρατεύματος, φυσικά, δεν αποτελούν πράξη
νομιμοφροσύνης στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, αλλά αποσκοπούν στην
εδραίωση της κυριαρχίας του πολιτικού Ισλάμ και στην εκμηδένιση της
επιρροής των Τούρκων αξιωματικών. Και οι δύο πλευρές, Κεμαλιστές και
Ισλαμιστές, υιοθετούν μια εργαλειακή χρήση της έννοιας «δημοκρατία» ως
μέσο στην προσπάθεια τους να επιβληθούν στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Ο
«εκδημοκρατισμός» της γείτονος δεν είναι μια διαδικασία, η οποία
αναδύεται από την κοινωνία αλλά επιβάλλεται από πάνω, είναι ελεγχόμενη
και κατευθυνόμενη, σύμφωνα με τις πολιτικές στοχεύσεις της εκάστοτε
ομάδας.
Οι
εκπρόσωποι του πολιτικού Ισλάμ δεν είναι διατεθειμένοι να συμβιβάσουν
την ισλαμική τους πίστη με την δημοκρατική διάρθρωση της κοινωνίας και
τις ατομικές ελευθερίες, όπως αυτές γίνονται αντιληπτές στις χώρες της
Δύσης. Ακόμα και η υιοθέτηση, εκ μέρους τους, της ελεύθερης οικονομίας,
μέσω της πολιτικής του Τ. Οζάλ, δεν αποτέλεσε δείγμα συμβατότητας με την
ελεύθερη οικονομία των δυτικών χωρών αλλά ενστικτώδη αντίδραση στον
ασφυκτικό κεμαλικό κρατισμό.
Ανάλογης
νοοτροπίας αποτελεί και η ομάδα υπό τον Φ. Γκιουλέν, ο οποίος , όπως
πριν από αυτόν οι Κεμαλιστές και ο κ. Ερντογάν, έκανε χρήση του δικού
του «βαθέως κράτους» εναντίον του Τούρκου πρωθυπουργού. Στη γείτονα δεν
υπάρχει ένας κρατικός μηχανισμός αλλά παράλληλοι μηχανισμοί, οι οποίοι
ενεργοποιούνται από την εκάστοτε ομάδα στο εσωτερικό αγώνα επιβολής. Το
κεμαλικό «βαθύ κράτος», αντικαταθίσταται από ένα άλλο βαθύ κράτος, με
ισλαμικό πρόσημο, το οποίο, με τη σειρά του, δέχεται επίθεση από έτερο
ισλαμικό «βαθύ κράτος» ( Φ. Γκιουλέν ).
Η
αυταρχική νοοτροπία του Τούρκου πρωθυπουργού καταφαίνεται, παράλληλα,
από την πλειοψηφική προσέγγιση, την οποία υιοθετεί αναφορικά με το
δημοκρατικό πολίτευμα. Ο Τούρκος πρωθυπουργός προσεγγίζει το δημοκρατικό
πολίτευμα ως μια διαδικασία, η οποία περιορίζεται στη διενέργεια
εκλογών, από την οποία προκύπτει η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία. Η
κυβερνητική αυτή πλειοψηφία, την οποία απολαμβάνει ο κ. Ερντογάν, δίνει
στον τελευταίο, σύμφωνα με την πλειοψηφική προσέγγιση, το απόλυτο
δικαίωμα να κυβερνήσει, μέχρι τις επόμενες εκλογές, μη λαμβάνοντας υπ’
όψιν τις όποιες αντιρρήσεις στην εφαρμοζόμενη πολιτική. Αδιαφορία για τη
γνώμη της μειοψηφίας, όμως, σε μια χώρα με πλειάδα εθνικών και
θρησκευτικών ομάδων καλλιεργεί τον κίνδυνο κάθε απόφαση να υπονομεύσει
την εύθραυστη ισορροπία της τουρκικής κοινωνίας.
Ο
Τούρκος πρωθυπουργός, όπως, και ο πρώην πρόεδρος της Αιγύπτου Μ. Μόρσι
υιοθέτησαν μια επιφανειακή προσέγγιση της δημοκρατίας, σύμφωνα με την
οποία « ο νικητής τα παίρνει όλα ». Πέραν της εκλογών, η οποιαδήποτε
προσπάθεια της μειοψηφίας να εκφράσει την αντίθεση της απονομιμοποιείται
εκλαμβανόμενη ως στάση κατά του κράτους υποκινούμενη από το εξωτερικό. Ο
κ. Ερντογάν χρησιμοποιεί τα ποσοστά του στις τελευταίες εκλογές ως
νομιμοποιητικό στοιχείο κάθε απόφασης του αδιαφορώντας για τις
αντιδράσεις· η Τρίτη γέφυρα στο Βόσπορο, το κανάλι που θα συνδέει τη
Μαύρη Θάλασσα με τη Θάλασσα του Μαρμαρά, το τρίτο αεροδρόμιο της
Κωνσταντινούπολης αποτελούν σχέδια της τουρκικής κυβέρνησης για την
πραγματοποίηση των οποίων ελάχιστη ή καθόλου σημασία αποδόθηκε στη στάση
της κοινής γνώμης. Η ταύτιση, εκ μέρους του Τούρκου πρωθυπουργού, της
δημοκρατίας, αποκλειστικά, με τη διενέργεια εκλογών αποδεικνύει την
περιορισμένη αντίληψη τόσο του ίδιου, όσο και της κοινωνίας από την
οποία προέρχεται, της έννοιας της Δημοκρατίας.
Δομική ασυμβατότητα Δύσης - Τουρκίας
Η
ασυμβατότητα μεταξύ Ευρώπης και Τουρκίας καταφαίνεται, μεταξύ άλλων,
από το ρόλο του στρατεύματος στην τουρκική πολιτική. Υπό την δυτική
οπτική κάθε διαμάχη με το στράτευμα και απομείωση της επιρροής του
εκλαμβάνεται ως νίκη της δημοκρατίας. Στην Τουρκία, όμως, όπου το
στράτευμα αποτελεί τον θεματοφύλακα του κοσμικού κράτους, τα κατά
καιρούς πραξικοπήματα των Τούρκων αξιωματικών δεν προσλαμβάνονταν ως
συνταγματική εκτροπή ( ποιού συντάγματος; ) αλλά ως επέμβαση διάσωσης
της κοσμικής παρακαταθήκης, άρα και της «δημοκρατίας» του Μουσταφά
Κεμάλ.
Η
παρανόηση, εκ μέρους δυτικών κυβερνήσεων, αναφορικά με τις σταθερές
της τουρκικής κοινωνίας είχε ως αποτέλεσμα την στήριξη του κ. Ερντογάν
και του κόμματος του. Το Κόμμα Δημοκρατίας και Ανάπτυξης επιχείρησε να
παρουσιάσει τον εαυτό του ως Μουσουλανοδημοκρατικό κόμμα, αντίστοιχο
των Χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων της Ευρώπης, είτε ως μια προσπάθεια
νομιμοποίησης του, στα μάτια των Δυτικών, στην εσωτερική πάλη για την
εξουσία, είτε ως μια, ακόμη, απέλπιδα προσπάθεια να καταδειχθεί η
συμβατότητα της Τουρκίας με τη Δύση ως έκφραση του διαχρονικού κόμπλεξ
κατωτερότητας των Τούρκων απέναντι στο Δυτικό Κόσμο.
Δημοσιογράφοι
και εκπρόσωποι δυτικών κυβερνήσεων παρουσίαζαν τον κ. Ερντογάν, ως
τον άνθρωπο των μεταρρυθμίσεων, ως τον πολιτικό που θα εκδημοκρατίσει τη
γείτονα και θα οδηγούσε τη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η λανθασμένη
αυτή ανάγνωση, ιδιαίτερα, ύστερα από το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης
Σεπτεμβρίου 2001, οφείλεται στην έντονη διάθεση, εκ μέρους παραγόντων
δυτικών χωρών, να αναζητήσουν, εναγωνίως, ισλαμικές πολιτικές δυνάμεις
σε μουσουλμανικές χώρες, δυνάμεις οι οποίες θα αποκήρυσσαν τη βία και θα
όμνυαν νομιμοφροσύνη στο δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης. Διαμορφωτές
πολιτικής δυτικών χωρών ήθελαν να πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο ήταν
δυνατό, αφ’ενός για λόγους πολιτικής ορθότητας από φόβο μην κατηγορηθούν
για αντιμουσουλμανικά αισθήματα, αφετέρου, κυρίως, διότι μια τέτοια
ανάγνωση ταίριαζε με τις στοχεύσεις των ισχυρότερων παικτών της Δύσης
αναφορικά με τη μεταμόρφωση της Μέσης Ανατολής, και γενικότερα, του
ισλαμικού κόσμου ως γεωπολιτικά σύνολα απαρτιζόμενα από δημοκρατικά
κράτη ασπαζόμενα την ελεύθερη οικονομία.
Το
κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, αντίθετα, προσπάθησε να
δημιουργήσει ένα βαθύ κράτος, ανάλογο με αυτό των Κεμαλιστών,
δημιουργώντας επιχειρηματίες και ΜΜΕ φιλικά προσκείμενων στον Τούρκο
πρωθυπουργό. Και η ειρωνεία είναι ότι αυτό ελάμβανε χώρα σε μια χρονική
περίοδο κατά την οποία δυτικές πρωτεύουσες επαινούσαν την Τουρκία και
την παρουσίαζαν ως πρότυπο για τις κοινωνίες του αραβικού κόσμου. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα, το οποίο φανερώνει τις δυτικές ψευδαισθήσεις αποτελεί η
γιγάντωση της Γραμματείας Θρησκευτικών Υποθέσεων.Σύμφωνα με τον
προϋπολογισμό για το έτος 2014, 5.4 δις τουρκικές λίρες ( σχεδόν 1,8 δις
ευρώ ) θα κατανεμηθούν στη συγκεκριμένη γραμματεία, χρηματικό ποσό το
οποίο υπερβαίνει κατά πολύ τους προϋπολογισμούς, μεταξύ άλλων, των
υπουργείων Εξωτερικών, Εσωτερικών, Ενέργειας. Η Γραμματεία είναι άμεσα
υπόλογη στον Τούρκο Πρωθυπουργό και ενώ το 2002, έτος ανόδου του κ.
Ερντογάν στην εξουσία, απασχολούσε , περίπου, 74.000 υπαλλήλους, το 2014
έχει στο δυναμικό της πάνω από 100.000 υπαλλήλους. Είναι αρκετά
δύσκολο, υπό την δυτική οπτική των πραγμάτων, πως ο εκδημοκρατισμός της
γείτονος συμπορεύεται με την ενίσχυση των ισλαμικών δομών.
Όταν
γίνονται εκλογές σε χώρες με ισλαμική πολιτική παράδοση, επειδή
ακριβώς η κοινωνική βάση είναι ισλαμική, ακόμα και αν δεν εκλέγονται
θρησκευτικά κόμματα, η ασυμβατότητα απέναντι στη δημοκρατία είναι
φανερή. Πολλώ δε μάλλον όταν ισλαμικά κόμματα, όπως το κόμμα του Τούρκου
πρωθυπουργού, αναλαμβάνουν την εξουσία… Στις περιπτώσεις κατά τις
οποίες επετράπησαν εκλογές σε χώρες με ισλαμική πολιτική παράδοση (
Αλγερία, Αίγυπτος, Τουρκία ) επικράτησαν ισλαμικά κόμματα, των οποίων
το πολιτικό πρόγραμμα φανέρωσε, στην πράξη, την μεγάλη απόσταση από
τις δυτικές κοινωνίες. Η δε εκπεφρασμένη αντίθεση αυτών των κυβερνήσεων,
σε αρχές βάσει των οποίων είναι δομημένες οι δυτικές κοινωνίες, έχει το
ακαταμάχητο άλλοθι της προηγούμενης έγκρισης από το εκλογικό σώμα.
Άρνηση της δημοκρατίας μέσω εκλογών…
Βασική
προϋπόθεση για την εμπέδωση, όχι μόνο δημοκρατικών διαδικασιών αλλά
δημοκρατικής νοοτροπίας, αποτελεί μια προηγούμενη εξέλιξη της
κοινωνίας. Το δημοκρατικό πολίτευμα αποτελεί το τέρμα μιας μακράς
διαδικασίας της κάθε κοινωνίας, δύσβατης πορείας κοινωνικών αγώνων,
πορεία η οποία πολλές φορές μπορεί να διαρκέσει για πολλές δεκαετίες ή
και αιώνες. Όπως εύστοχα είχε γράψει ο Άγγελος Τερζάκης: « Δημοκρατία
σημαίνει αναβαθμός πολιτισμού. Γίνεσαι άξιος να υψωθείς ως τη
δημοκρατική ιδέα όταν έχεις πριν διανύσει κάποια στάδια εσωτερικού
εκπολιτισμού. » Τέτοια διαδικασία εκπολιτισμού δεν έχει περάσει η γειτονική χώρα…
Ασυμφωνία αγαθών
Στην
περίπτωση της Τουρκίας, περισσότερη δημοκρατία μπορεί να σημαίνει
λιγότερο ελεύθερη, ανεκτική κοινωνία. Αυτό που βλέπουμε στην Τουρκία και
στην Αίγυπτο είναι αυτό, το οποίο ο Άγγλος φιλόσοφος Ησαΐας Μπερλίν
περιέγραψε ως την ασυμβατότητα μεταξύ ίσων αγαθών, ισχυριζόμενος ότι
είναι λάθος η άποψη ότι όλα τα αγαθά – στην περίπτωση του Μπερλίν η
αρνητική ελευθερία (η ελευθερία από καταναγκασμό ) και η θετική
ελευθερία ( η ελευθερία προς πράξη ) – να έρχονται μαζί ταυτόχρονα και
ότι κάποιες φορές αυτά συγκρούονται. Έτσι είναι και η δημοκρατική
μετάβαση στις χώρες της Μέσης Ανατολής. Σε χώρες της Δύσης δημοκρατία
και ανεκτικότητα στις μειοψηφούσες ομάδες ταυτίζονται, σε αντίθεση με
χώρες με μη ευρωπαϊκή πολιτική κουλτούρα όπως η Τουρκία. Σε τέτοιες
χώρες περισσότερη δημοκρατία μπορεί να σημαίνει λιγότερη ανεκτικότητα
και λιγότερη ελευθερία. Αυτό το στοιχείο καταδεικνύει την τεράστια
απόσταση που χωρίζει την Τουρκία από τον πολιτικό πολιτισμό της Δύσης
και την μη ευρωπαϊκή φύση και δομή της τουρκικής κοινωνίας. Το θετικό
γεγονός της αύξησης του εισοδήματος την τελευταία δεκαετία και η εισροή
κεφαλαίων στην γείτονα συνυπήρξε με την αύξηση στη δολοφονία γυναικών
και τον εξαναγκασμό χιλιάδων νεαρών κοριτσιών να παντρευτούν σε πολύ
μικρή ηλικία. Παραμερίσθηκε, επίσης, ο ρόλος του στρατεύματος, αλλά η
ενίσχυση του Ισλάμ στη δημόσια ζωή είχε επιπτώσεις για τους
επανομείναντες Χριστιανούς της χώρας.
Η
κυβέρνηση Ερντογάν, ήρθε στην εξουσία, με μεγάλες προσδοκίες
εκδημοκρατισμού της Τουρκίας, όπως ακριβώς οι Νεότουρκοι, θεωρήθηκαν οι
φορείς του εκσυγχρονισμού, το 1908. Υπό τη σημαία του εκδημοκρατισμού
και του εκσυγχρονισμού, όμως, κατέληξαν στις Γενοκτονίες Ελλήνων,
Αρμενίων και Ασσυρίων. Ομοίως, οι αρχικές ελπίδες για τον κ. Ερντογάν
δεν μετατράπηκαν, μεν, σε γενοκτονία ( πέραν της … ρουτίνας δολοφονίας
Κούρδων ), αλλά και δεν κατέληξαν στην εγκαθίδρυση δημοκρατικής
διακυβέρνησης όπως έλπιζαν, αφελώς, πολλοί αναλυτές δυτικών χωρών. Υπό
τη σημαία του εκδημοκρατισμού και της «αλλαγής» δεν επήλθε καμιά αλλαγή
στην αυταρχική και εκφασισμένη δομή της τουρκικής κοινωνίας.
Συνεχίζεται...
(από www.syntiritikoi.gr, 10/02/2014)