του Γρ. Νικολόπουλου
H μείωση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 2,3% τον Ιούνιο και η κατά πολύ μεγαλύτερη μείωσή της σε ορισμένους κλάδους (κλωστοϋφαντουργία 15%, δέρματα και υποδήματα 9%, καπνός 19%, πλαστικά 6,6%, μεταφορικά μέσα 47% κτλ.) αποτελούν ανησυχητικές ενδείξεις για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Ο συνδυασμός τοπικών παραγόντων με τη διεθνή συγκυρία δεν επιτρέπει αισιοδοξία για το μέλλον. Διεθνώς η άνοδος της τιμής του πετρελαίου, το ισχυρό ευρώ και το υψηλό εργατικό κόστος της Ευρωπαϊκής Ενωσης μειώνουν ραγδαία την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών προϊόντων. H Κίνα και η Ινδία κερδίζουν καθημερινά έδαφος στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές παράγοντας φθηνά προϊόντα. Ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η Ελλάδα πλήττεται από αυτές τις συνθήκες. Ακόμη περισσότερο όμως πλήττεται από τις αρνητικές εσωτερικές συνθήκες. H ελληνική οικονομία ήταν δομημένη μεταπολεμικά γύρω από το κράτος. Ο δημόσιος τομέας αποτελούσε την ατμομηχανή της οικονομίας, ενώ ακόμη και οι μεγαλύτερες ιδιωτικές επιχειρήσεις ανδρώθηκαν με κύριο -αν όχι μοναδικό -πελάτη το Δημόσιο. H κυκλοφορία του χρήματος και τα εισοδήματα των εργαζομένων προέρχονταν από το Δημόσιο τόσο για τους δημοσίους υπαλλήλους όσο και για τους ιδιωτικούς. Το μεγάλο δημόσιο έλλειμμα και το χρέος, αλλά και η πίεση που ασκείται από τη διεθνή κοινότητα για τον περιορισμό του δημόσιου τομέα, θα οδηγήσουν σε δομική αλλαγή της ελληνικής οικονομίας. Το βάρος της οικονομικής ανάπτυξης θα μεταφερθεί στην πλάτη των επιχειρήσεων. Ωστόσο οι επιχειρήσεις δεν έχουν την απαιτούμενη ανταγωνιστικότητα σε διεθνές επίπεδο. Είναι μικρές σε σχέση με τα διεθνή μεγέθη, δεν διαθέτουν τεχνογνωσία ούτε κεφάλαια και κυρίως στηρίζονται στην εγχώρια ζήτηση. Δεν κάνουν εξαγωγές. Εφόσον η εγχώρια ζήτηση μειώνεται ελλείψει χρημάτων, αλλά και λόγω των εισαγωγών φθηνότερων ξένων προϊόντων, οι επιχειρήσεις μειώνουν την παραγωγή τους και περιορίζουν το προσωπικό. Είναι προφανές ότι έχουμε μπει σε έναν φαύλο κύκλο μείωσης της ζήτησης, μείωσης της παραγωγής, μείωσης της απασχόλησης, η οποία τροφοδοτεί εκ νέου περαιτέρω μείωση της ζήτησης και ανακυκλώνει το πρόβλημα με τη μορφή σπιράλ, στο οποίο η οικονομία βυθίζεται σε ολοένα χαμηλότερο επίπεδο. Βεβαίως η Ελλάδα είναι η χώρα των θαυμάτων. Πάντα κάτι συμβαίνει και σωζόμαστε ως εκ θαύματος. Πέρυσι ήταν η άνοδος της ναυτιλίας που έσωσε το ισοζύγιο, εφέτος η άνοδος του τουρισμού διαψεύδει -ευτυχώς -τις αρνητικές προβλέψεις όλων μας (του γράφοντος περιλαμβανομένου) και συντηρεί τον ρυθμό ανάπτυξης σε σχετικά υψηλά επίπεδα. Τα επόμενα χρόνια ίσως συμβεί κάτι άλλο και συνεχίσουμε να επιπλέουμε. Παρ' όλα αυτά όμως δεν μπορεί η οικονομία να στηρίζεται στον από μηχανής θεό. H κυβέρνηση πρέπει να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να ευνοήσει την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα ώστε να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να καλύψουν το κενό που αφήνει η μείωση της δραστηριότητας του Δημοσίου. Και ασφαλώς δεν αρκεί να δώσει το κράτος την κατεύθυνση και να βελτιώσει το θεσμικό πλαίσιο. Πρωτίστως θα πρέπει οι έλληνες επιχειρηματίες να καταφέρουν να εξάγουν. Να προσαρμόσουν δηλαδή την παραγωγή τους στις ανάγκες της διεθνούς κοινότητας, να ανακαλύψουν σε ποια προϊόντα και υπηρεσίες έχουμε συγκριτικό πλεονέκτημα και να επενδύσουν σε αυτά, εγκαταλείποντας παραδοσιακές δραστηριότητες που τους έζησαν ως σήμερα, αλλά πλέον δεν αποδίδουν. H εξωστρέφεια είναι η μαγική λέξη για την ελληνική οικονομία και η προσπάθεια αύξησης των εξαγωγών πρέπει να γίνει ο μοναδικός στόχος των ελληνικών επιχειρήσεων. Με ανοικτή την παγκόσμια οικονομία, η εγχώρια αγορά δεν μπορεί να συντηρήσει ούτε τις ελληνικές επιχειρήσεις ούτε τους εργαζομένους και τα εισοδήματά τους. Το Βήμα 14/08/2005