Γράφει ο Αθ.Χ. Παπανδρόπουλος
Η τιμή του μαύρου χρυσού έφθασε τα 66 δολλάρια το βαρέλι και σίγουρα θα πάει προς τα 70 δολλάρια. Στον βαθμό δε που η Σαουδική Αραβία θα απειλείται με τρομοκρατικό κτύπημα από τα απόβλητα του ισλαμοφασισμού, είναι ηλίου φαεινότερον ότι, για δύο με τρία χρόνια, οι τιμές του πετρελαίου θα παραμένουν υψηλές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα ερωτήματα που τίθενται είναι, πρώτον, ποια θα είναι η πορεία της παγκόσμιας οικονομίας υπό καθεστώς υψηλού ενεργειακού κόστους και, δεύτερον, ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στην ευρωζώνη, στην οποία ανήκει και η Ελλάδα. Οι απαντήσεις στα ανωτέρω ερωτήματα δεν είναι ενιαίες, αλλά ούτε και απλές, με δεδομένη την σημερινή δομή της παγκόσμιας οικονομίας. Είναι, όμως, σαφές ότι η άνοδος των τιμών του πετρελαίου θα είναι επώδυνη για ορισμένες χώρες. Ως γνωστόν, για να λειτουργήσει η οικονομία ορισμένων χωρών απαιτούνται μεγαλύτερες ποσότητες μαύρου χρυσού από ό,τι σε άλλες περιπτώσεις. Ιδιαιτέρως δε όταν πρόκειται για «πετρελαιοκίνητες», κατά τον «Εκόνομιστ», χώρες, οι οποίες έχουν κατά κανόνα αναποτελεσματικές βιομηχανίες, πλατειά βιομηχανική βάση, σπάταλους καταναλωτές, ή κάποιον συνδυασμό των τριών αυτών παραγόντων. Αν εξαιρέσουμε τις μεγάλες χώρες παραγωγής και διύλισης πετρελαίου –οι οποίες έχουν την τάση να είναι «πετρελαιοκίνητες», αλλά αποτελούν ειδική περίπτωση– οι χώρες που εξαρτώνται περισσότερο από το πετρέλαιο βρίσκονται στην Ασία, με πρώτες την Ινδία και την Κίνα. Και οι δύο αυτές χώρες χρειάζονται σχεδόν το διπλάσιο του παγκόσμιου μέσου όρου πετρέλαιο για να κινήσουν τις οικονομίες τους, δηλαδή περίπου 1,6 εκατομμύρια βαρέλια για κάθε 1 δις του ΑΕΠ τους (σε δολλάρια 1996). Η Κίνα και η Ινδία γνωρίζουν καλά πόσο ευάλωτες είναι σε αυτόν τον τομέα και θα ήθελαν να χρησιμοποιήσουν περισσότερες εναλλακτικές πηγές ενέργειας, κυρίως κάρβουνο. Ομως, καθώς οι Κινέζοι και οι Ινδοί γίνονται πλουσιότεροι, ερωτεύονται το αυτοκίνητο. Και αυτό θα διατηρήσει υψηλά την ζήτηση του πετρελαίου. Παράλληλα, με το πετρέλαιο στα 66 ή 70 δολλάρια, οι δύο χώρες θα έχουν πτώση 1% έως 2% στο ΑΕΠ τους και χαμηλότερη εσωτερική κατανάλωση. Το γεγονός αυτό είναι πιθανόν να επηρεάσει αρνητικά τη διεθνή ζήτηση, κυρίως σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό. Η Ταϊλάνδη, οι Φιλιππίνες και η Νότια Κορέα χρειάζονται επίσης πετρέλαιο για την κίνηση της οικονομίας τους, το ίδιο συμβαίνει δε και με την Τουρκία, την Ελλάδα και τη Δημοκρατία της Τσεχίας. Οι περισσότερες από τις λιγότερο «πετρελαιοκίνητες» χώρες βρίσκονται στη Δυτική Ευρώπη, μολονότι η Ιαπωνία είναι επίσης καλά «μονωμένη», χάρη στην αφθονία πυρηνικής ενέργειας. Τί συμβαίνει, ωστόσο, με την πρωταθλήτρια των καταναλωτών πετρελαίου, τις Ηνωμένες Πολιτείες; Στην πραγματικότητα, τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσχημα. Οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν λιγότερο πετρέλαιο από τον παγκόσμιο μέσον όρο αναλογίας δολλαρίου προς ΑΕΠ. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι χώρες με την προϊούσα πετρελαϊκή εξάρτηση θα βρεθούν μπροστά σε σοβαρές δυσκολίες τους επόμενους μήνες. Για την ώρα, η μόνη σανίδα σωτηρίας τους είναι η μη άνοδος των αμερικανικών επιτοκίων. Ομως, μέχρι πότε θα διαρκέσει η κατάσταση αυτή; Ιδιαιτέρως δε στην παρούσα φάση της διεθνούς οικονομίας, στους κόλπους της οποίας παρατηρείται αποταμιευτικός κορεσμός και τεράστια ανάγκη των ΗΠΑ να χρηματοδοτούν τις αυξανόμενες δημόσιες δαπάνες τους με μαζικές εισαγωγές κινεζικών και άλλων κεφαλαίων. Οσο για την Ευρώπη, αν δεν ξεπεράσει τις οικονομικές της ακαμψίες και τις πνευματικές αγκυλώσεις που τις διαιωνίζουν, θα χάσει νέο πολύτιμο έδαφος στις παγκόσμιες αγορές. Στην δε Ελλάδα, η τιμή του πετρελαίου κάνει κατεπείγουσες σημαντικές οικονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες, για την ώρα, μόνον στα λόγια υπάρχουν. Εστία 18/08/2005