του Κ.Ν.Σταμπολή
Και την εβδομάδα που πέρασε οι διεθνείς τιμές πετρελαίου εξακολούθησαν να κινούνται ανοδικά, (κινήθηκαν άνω των 65 δολ.) ενώ στις 12/8 έφθασαν τα 67,1 δολ./βαρέλι δηλαδή σε απόσταση αναπνοής από το κρίσιμο όριο των 70 δολ. το βαρέλι. «Με την αύξηση του ρυθμού της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης το τελευταίο διάστημα κατά 2,5 φορές, σε σύγκριση με τη δεκαετία του ΄90, έχει δημιουργηθεί μία ανισορροπία μεταξύ προσφοράς – ζήτησης η οποία θα διορθωθεί μόνο μέσα από ακόμα υψηλότερες τιμές», παρατηρεί σε πρόσφατο άρθρο του στους Financial Times (16/08/2005) o κ. George Magnus, οικονομολόγος, ανώτερο στέλεχος της τράπεζας UBS. Τυγχάνει ευρύτερης αποδοχής η εκτίμηση οικονομολόγων και αναλυτών ότι έχουμε εισέλθει σε μία πρωτόγνωρη περίοδο υψηλών πετρελαϊκών τιμών και παράλληλης ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης, η οποία από ότι φαίνεται θα τροφοδοτηθεί για ένα προβλέψιμο χρονικό διάστημα λόγω της μεγάλης μεταφοράς πλούτου από τους πετρελαιοπαραγωγούς προς τις χώρες του ΟΟΣΑ (υπολογίζεται σε $ 1.500 δισεκ. μέσα στα επόμενα 3 χρόνια!). Μακροπρόθεσμα οι υψηλές τιμές πετρελαίου αρχίζουν να επηρεάζουν την παγκόσμια οικονομία η ανάπτυξη της οποίας πλέον, εάν παραμείνουν οι τιμές στα 60 δολ./βαρέλι μέχρι τα τέλη του έτους, θα επιβραδυνθεί κατά 1,0% και θα κινηθεί πλέον μεταξύ 3.0 – 3.2 % για το 2005. Χώρες με ανεπτυγμένες οικονομίες όπως η Μ. Βρετανία και η Γαλλία αρχίζουν να αισθάνονται τις επιπτώσεις του ακριβού πετρελαίου μέσω της αύξησης του πληθωρισμού τους και είναι ενδεικτικές οι πρόσφατες δηλώσεις του Γάλλου πρωθυπουργού κ. Ντε Βιλπέν περί ανάγκης για μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και επαναχάραξη της ενεργειακής πολιτικής της χώρας. Με το χειμώνα να πλησιάζει και τις εταιρείες πετρελαίου στο βόρειο ημισφαίριο να ετοιμάζονται για τις παραγγελίες πετρελαίου θέρμανσης δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι πριν το Νοέμβριο οι τιμές θα αγγίζουν τα 80 δολάρια, το οποίο σημαίνει ότι θα έχουν φθάσει στα επίπεδα εκείνα που ίσχυσαν κατά την περίοδο της δεύτερης σύγχρονης πετρελαϊκής κρίσης του 1979 – 1981, όταν έπεσε ο Σάχης του Ιράν και σταμάτησαν εντελώς οι πετρελαϊκές εξαγωγές από την Περσία για ένα διάστημα. Έτσι και επίσημα θα ισχύσει αυτό που υποστηρίζουμε σταθερά εδώ και δύο χρόνια, ότι δηλαδή έχουμε εισέλθει σε μία νέα ενεργειακή κρίση διαρκείας η οποία, όπως και οι προηγούμενες, θα επιφέρουν ριζικές αλλαγές στον τρόπο εργασίας και διαβίωσης για μία μεγάλη μερίδα κόσμου στις ανεπτυγμένες και ενεργοβόρες οικονομίες του πλανήτη. Για έναν εξίσου μεγάλο, αν όχι μεγαλύτερο, αριθμό συνανθρώπων μας που ζουν στις αναπτυσσόμενες χώρες, η ζωή θα γίνει πιο ακριβή αλλά δεν πρόκειται να αλλάξει κατά πολύ τον τρόπο της πτωχικής τους έτσι κι αλλιώς διαβίωσης. Όπως παρατηρήσαμε στο τελευταίο μας άρθρο (βλέπε Καθημερινή 14.8.05) η εμμονή στις υψηλές τιμές πετρελαίου διεθνώς θα οδηγήσει αναπόφευκτα στη μελέτη και υιοθέτηση εναλλακτικών λύσεων διαχείρισης ενέργειας ενώ παράλληλα θα ενισχύσει την καινοτομία. Είναι δε ενδεχόμενο ότι πολύ πιο σύντομα από ότι θα ίσχυε υπό κανονικές συνθήκες, δηλαδή μίας σταδιακής ανόδου των τιμών μέσα στα επόμενα 10 – 15 χρόνια, θα εμφανιστούν τεχνολογικά δόκιμες και εμπορικά αξιοποιήσιμες λύσεις τόσο στον τομέα κατανάλωσης ενέργειας όσο και στο μέτωπο της παραγωγής. Έτσι το καθεστώς των υψηλών τιμών θα επιταχύνει τις όποιες προσπάθειες ευρίσκονται ήδη σε εξέλιξη σήμερα τόσο στα Πανεπιστήμια, τα Ερευνητικά Κέντρα και στη βιομηχανία. Ήδη παράγονται νέοι προηγμένοι τύποι εντελώς αθόρυβων ανεμογεννητριών εγκατεστημένης ισχύος 5 MW, φωτοβολταϊκές κυψέλες με υψηλή απόδοση (12–13%) και μικρό κόστος (<5 δολ./Watt), κυψέλες καυσίμου, fuel cells, υβριδικά αυτοκίνητα (με ηλεκτρικό – βενζίνη), μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από βιομάζα, βιοκαύσιμα (δηλ. βιοαιθανόλη, βιοντίζελ, βιομεθανόλη, βιοαέριο κλπ) σε υπολογίσιμους όγκους, ενώ έχουν αρχίσει να εμφανίζονται και οι πρώτες εμπορικές εφαρμογές υδρογόνου στις μεταφορές και την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος. Καθώς το πετρέλαιο θα γίνεται όλο και πιο ακριβό και τα αποθέματα πιο δύσκολα προσβάσιμα, οι εναλλακτικές ενεργειακές λύσεις θα πληθαίνουν αφού το κόστος τους θα είναι πλέον ανταγωνιστικό. Το ακριβό όμως πετρέλαιο θα έχει επιπτώσεις και στην Ελλάδα η οποία και είναι λιγότερο προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο σε σύγκριση με τα άλλα Ευρωπαϊκά κράτη και η οικονομία της οποίας εξαρτάται πολύ περισσότερο από το εισαγόμενο πετρέλαιο(κατά 65% σε σύγκριση με 33% στην Ε.Ε των 15). Και αυτό γιατί τα τελευταία είκοσι χρόνια πήγαν κυριολεκτικά χαμένα αφού οι προτεραιότητες του ανύπαρκτου έτσι κι αλλιώς πολιτικού και οικονομικού σχεδιασμού διαφόρων κυβερνήσεων ήσαν άλλες (π.χ μαζικός τουρισμός, οικοδομή, χωρίς πρόγραμμα απορρόφηση κοινοτικών πόρων, επιδοτούμενη μείωση της γεωργικής παραγωγής, Ολυμπιακοί Αγώνες κλπ) και ουδόλως πέρασε από το μυαλό μας να μειώσουμε την εξάρτησή μας από το εισαγόμενο (99,5%) πετρέλαιο όπως έπραξαν οι «κουτόφραγκοι». Και τώρα τι κάνουμε; Πολλά και διάφορα (ή και τίποτα εάν επιλεχθεί η συνήθης οδός της μηδενικής προσπάθειας) τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό (βλέπε κρατικό) επίπεδο. Θα μπορούσε άνετα να καταρτισθεί ένας ολόκληρος κατάλογος επιμέρους δράσεων, παρεμβάσεων και στόχων και να καταστρωθεί ένα σχέδιο συντονισμένης δράσης, αλλά αυτό αποτελεί αντικείμενο προβληματισμού και σχεδιασμού του Υπουργείου Ανάπτυξης (και των εποπτευόμενων οργανισμών του δηλ. ΡΑΕ, ΔΕΣΜΗΕ, ΔΕΠΑ, ΚΑΠΕ κλπ) το οποίο ήδη ανακοίνωσε μία πρώτη δέσμη μέτρων (βλέπε ανακοινώσεις Υπουργού Ανάπτυξης κ. Δημ. Σιούφα στις 17/8). Σε ατομικό και οικογενειακό επίπεδο μπορούν επίσης να γίνουν πολλά πράγματα τα οποία να εξασφαλίσουν μειωμένο κόστος κατανάλωσης ενέργειας ή ακόμα και παραγωγής σε τοπικό επίπεδο. Ενδεικτικά μόνο θα αναφέρουμε μερικά παραδείγματα, αφού το θέμα αυτό είναι κατάλληλο για ένα αφιέρωμα της «Κ» στο μηνιαίο και πολύ αξιόλογο περιοδικό της το ΟΙΚΟ το οποίο θα μπορούσε σε ένα από τα επόμενα τεύχη του να παρουσιάσει με λεπτομέρεια εναλλακτικές λύσεις και ιδέες για επιβίωση σε ένα δύσκολο ενεργειακό περιβάλλον. Σε επίπεδο νοικοκυριού η στροφή προς το φυσικό αέριο και η χρησιμοποίηση του για κεντρική θέρμανση και μαγείρεμα είναι επιβεβλημένη, αφού κατά μέσο όρο στοιχίζει 20% πιο φθηνά από το πετρέλαιο. Οι επιλογές όμως του καταναλωτή είναι περιορισμένες και εξαρτώνται άμεσα από την τοποθεσία της κατοικίας του αφού το δίκτυο παροχής, σε πανελλαδική βάση, είναι ακόμα εξαιρετικά περιορισμένο και εξυπηρετεί συγκεκριμένες περιοχές όπως Αθήνα, Βόλο, Λάρισα και Θεσσαλονίκη. Μέσα στα επόμενα 5 – 10 χρόνια το δίκτυο θα επεκταθεί σε 11 ακόμη περιοχές, σύμφωνα με τις τελευταίες ανακοινώσεις του Υπουργείου Ανάπτυξης. Τα κτίρια όμως, ιδίως η πρότυπη Ελληνική – Αθηναϊκή πολυκατοικία, αποτελεί πρόβλημα στην προσπάθεια εξοικονόμησης ενέργειας λόγω (τις περισσότερες φορές) της κακής ποιότητας κατασκευής της, τον λάθος προσανατολισμό της, την ανύπαρκτη μόνωση και τα μεγάλα ανοίγματα τα οποία δημιουργούν υψηλά θερμικά φορτία τον χειμώνα και ακόμα μεγαλύτερα ψυκτικά φορτία το καλοκαίρι. Στην προβληματική κατασκευή έρχεται να προστεθεί και ο χείριστος πολεοδομικός σχεδιασμός των Ελληνικών μεγαλουπόλεων (ανυπαρξία ανοικτών χώρων, έλλειψη πράσινου, λάθος αναλογίες πλάτους δρόμου – ύψους κτιρίων σε όλους σχεδόν τους δρόμους) γεγονός που έχει δημιουργήσει τις θερμικές νησίδες των πόλεων όπου η μέση θερμοκρασία τους καλοκαιρινούς μήνες είναι συνήθως 5 – 6 º C μεγαλύτερη από τα περίχωρα, κάτι που οδηγεί στην ανάγκη για εγκατάσταση κλιματιστικών μηχανημάτων, με ότι αυτό σημαίνει για την κατανάλωση ενέργειας. Εδώ οι επιλογές του κατοίκου είναι πραγματικά λίγες και απαιτούν ιδιαίτερη επιμονή, μεράκι και αυτοσχεδίαση π.χ πρόσθεση μόνωσης σε τοίχους, οροφή, ανοίγματα, δημιουργία πράσινων χώρων σε ταράτσες, μπαλκόνια, αντικατάσταση λαμπτήρων κλπ. Στην περίπτωση μεμονωμένων κτιρίων όπως λ.χ. μονοκατοικίες ή κτίρια γραφείων οι δυνατότητες επέμβασης για μείωση των θερμικών – ψυκτικών φορτίων είναι απείρως μεγαλύτερες αφού η μόνωση μπορεί να προστεθεί ακόμα και εξωτερικά στο κέλυφος του κτιρίου, ενώ μπορούν να εγκατασταθούν ηλιακοί συλλέκτες για θέρμανση νερού χρήσης ή ακόμα και κεντρική θέρμανση, ενώ φωτοβολταϊκές κυψέλες μπορεί να ενσωματωθούν στο κτίριο για παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος. Μάλιστα στην περίπτωση νέων κατοικιών ή γραφείων ακόμα και πολυώροφων κατασκευών μπορεί να σχεδιαστεί το κτίριο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αξιοποιήσει την προσπίπτουσα ηλιακή ακτινοβολία με τα λεγόμενα ηλιακά «παθητικά» συστήματα για εξασφάλιση θέρμανσης ή και δροσισμού καλύπτοντας ακόμη και το 80% των ενεργειακών αναγκών του κτιρίου. Ο τομέας των μεταφορών αποτελεί μεν ένα τεχνολογικά δύσκολο πεδίο εφαρμογής τεχνικών εξοικονόμησης ενέργειας όμως μόνο μέσω της μείωσης των μετακινήσεων και της αλλαγής του τρόπου ζωής μπορεί να επιτευχθούν άμεσα και θεαματικά αποτελέσματα. Έτσι η ακριβή βενζίνη (οι εκτιμήσεις είναι ότι θα φθάσει 1,20 – 1,30 ευρώ/λίτρο αρκετά σύντομα) θα οδηγήσει τους καταναλωτές ώστε από μόνοι τους να εξεύρουν και να εφαρμόσουν τους πλέον κατάλληλους για αυτούς τρόπους μείωσης του κόστους π.χ ομαδική χρήση Ι.Χ για μετάβαση στους χώρους εργασίας ή αναψυχής, χρήση μέσων μαζικής μεταφοράς για μετακινήσεις στις πόλεις, προώθηση τηλεργασίας κλπ. Σε κάθε περίπτωση με άξονα το μεταφορικό έργο θα υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στο σημερινό μοντέλο διαβίωσης. Στην Ελλάδα υπάρχει, δυστυχώς, παγιωμένη εδώ και δεκαετίες, ανεξαρτήτως πολιτικού κόμματος, μία αναχρονιστική αντίληψη βάση της οποίας οποιαδήποτε σκέψη ή προσπάθεια, για ανάληψη σε εθνικό επίπεδο, προγραμμάτων εξοικονόμησης ενέργειας ή προώθηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε μεγάλη κλίμακα, να χαρακτηρίζεται ως αντι – αναπτυξιακή με το σκεπτικό ότι αφού αποβλέπει στη μείωση της κατανάλωσης δε συμβάλλει, με την κλασσική έννοια, στην ανάπτυξη. Μία τέτοια τοποθέτηση, η οποία δυστυχώς και σήμερα υποστηρίζεται από την πλειοψηφία των πολιτικών μας ταγών αλλά και από όλους σχεδόν τους υπεύθυνους του διοικητικού μηχανισμού της χώρας, είναι κοντόφθαλμη αφού παραβλέπει (λόγω άγνοιας και λόγω ελλειψη ενδιαφέροντος) την αναπτυξιακή διάσταση και τα παράπλευρα οφέλη μιας σοβαρής προσπάθειας ανάπτυξης εναλλακτικών τρόπων διαχείρισης και παραγωγής ενέργειας. Η συντριπτική πλειοψηφία των εφαρμογών ΑΠΕ στη χώρα μας τα τελευταία είκοσι χρόνια (π.χ αιολικά πάρκα, φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις, μονάδες συμπαραγωγής) έχουν πραγματοποιηθεί λόγω της ένταξής τους σε Κοινοτικά Προγράμματα που προσέφεραν σοβαρά οικονομικά κίνητρα και οφέλη στους μεν και στους δε. Χωρίς αυτά δε θα είχε παραχθεί ούτε μία κιλοβατώρα πράσινης ενέργειας. Όλα αυτά τα χρόνια το κράτος δε μπόρεσε από μόνο του να οργανώσει ούτε ένα αξιόλογο ενεργειακό πρόγραμμα το οποίο θα απέβλεπε στην εξοικονόμηση και παραγωγή ενέργειας σε τοπικό επίπεδο ή την ενίσχυση κάποιου πρακτικού προγράμματος εκπαίδευσης σε νέες ενεργειακές τεχνολογίες ή την ενίσχυση της βιομηχανίας. Σε άλλα κράτη, στην ίδια κλιματολογική ζώνη όπως η Ελλάδα, π.χ Ισπανία, Ιταλία, αν και καθυστερημένα η πολιτεία ενίσχυσε, οικονομικά την εγχώρια βιομηχανία με αποτέλεσμα την ανάπτυξη σοβαρής εξαγωγικής δραστηριότητας στις αιολικές και ηλιακές εφαρμογές. Η χώρα μας, η οποία διαθέτει ακόμα ιδεώδεις κλιματολογικές συνθήκες, και ανθρώπινο δυναμικό με ικανοποιητική τεχνολογική παιδεία σε βασικό επίπεδο, θα μπορούσε με λίγη προσπάθεια να γίνει ο παράδεισος των εφαρμογών για ΑΠΕ και να προσελκύσει ενδιαφέρον και επενδύσεις από όλο τον κόσμο. Και αυτό γιατί η Ελλάδα, λόγω της μορφολογίας της, των ιδιαζόντων γεωλογικών συνθηκών, του υψηλού επιπέδου ηλιακής ακτινοβολίας και των σταθερών και δυνατών ανέμων που έχει, αλλά και της όχι ασήμαντης γεωργικής της (ακόμη και σήμερα) παραγωγής, αποτελεί από μόνη της ένα τεράστιο ζωντανό εργαστήριο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (δηλ. ηλιακή ενέργεια, αιολική ενέργεια, υδατοπτώσεις, βιομάζα, γεωθερμία) ενώ δεν στερείται και αξιόλογων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων (δηλ. πετρέλαιο και φυσικό αέριο). Εάν κάποτε η κυβέρνηση και ο κρατικός μηχανισμός πιστέψουν στη μοναδικότητα του Ελληνικού ενεργειακού πλούτου, η χώρα μας όχι μόνο δε θα αντιμετωπίσει πρόβλημα στην επερχόμενη περίοδο παγκόσμιας ενεργειακής αστάθειας, αλλά αντιθέτως θα μπορέσει εκμεταλλευόμενη τις ανεξάντλητες φυσικές πηγές ενέργειας που διαθέτει, να ενισχύσει την ενεργειακή της αυτοτέλεια και συγχρόνως να εξάγει τεχνολογία και προϊόντα. Όμως για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο απαιτείται πολιτικό όραμα, εμπιστοσύνη στις ίδιες δυνάμεις, γνώση του αντικειμένου, στρατηγικός και επιτελικός σχεδιασμός και δυνατότητα εφαρμογής ενός συντεταγμένου σχεδίου. Δυστυχώς τα περισσότερα από τα ανωτέρω στοιχεία απουσιάζουν σήμερα, αφού το τελικό αποτέλεσμα (σε αντίθεση με τους Ολυμπιακούς Αγώνες) δεν είναι ορατό ούτε αποτελεί χρυσόμαλλο δέρας για το πολιτικό και τραπεζικό κατεστημένο. Και όμως η αξία σε οικονομικό όφελος και επενδύσεις σε ένα διάστημα 10 ετών είναι πολλαπλασίου μεγέθους του συνολικού κόστος διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων. Έτσι λογικά τίθεται το ερώτημα εάν για να επιτύχουμε την ενεργειακή ανόρθωση και θωράκιση της οικονομίας μας, θα πρέπει να θέσουμε στόχους ανάλογους της προσπάθειας που κατεβλήθη για την πραγματοποίηση των Ολυμπιακών Αγώνων. Η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα, αν και θα πρέπει να είναι ανεπιφύλακτα θετική, δυστυχώς δεν είναι μονοσήμαντη και άρα δεν μπορεί να δοθεί στον περιορισμένο χώρο μιας δημοσιογραφικής στήλης. Το θέμα είναι πραγματικά μεγάλο και ελπίζουμε ότι σύντομα θα γίνει το αντικείμενο ενός ευρύτερου δημοσίου διαλόγου.