Του Κ. Ν. Σταμπολή
Η κατάσταση στην διεθνή ενεργειακή αγορά και ιδιαίτερα αυτή του πετρελαίου μπορεί να χαρακτηρισθεί αρκετά «κρίσιμη» με μεγάλη πιθανότητα να μεταβληθεί σε «δραματική» εάν το πετρέλαιο εξακολουθήσει να κινείται πάνω από τα 60 δολ. το βαρέλι μέχρι τα τέλη του έτους, όπως προβλέπουν τώρα οι περισσότεροι ξένοι τραπεζικοί και επενδυτικοί οργανισμοί. Ο ΟΠΕΚ, ο οργανισμός των πετρελαιοεξαγωγικών χωρών, προειδοποίησε την περασμένη εβδομάδα ότι εάν εξακολουθήσει η μείωση της παραγωγής από τους άλλους παραγωγούς (δηλ. Νορβηγία, Μ. Βρετανία, Ρωσία, Καναδάς κλπ.) θα αναγκασθεί να αυξήσει την παραγωγή του στα 30.5 εκ. βαρέλια την ημέρα (από τα 29.8 εκ. βαρέλια που παράγει σήμερα) για να καλύψει την διεθνή ζήτηση, με αποτέλεσμα να μειώσει περαιτέρω το περιθώριο εφεδρικής παραγωγής του (spare capacity) το οποίο έτσι κι αλλιώς είναι μικρό (κυμαίνεται μεταξύ 0.5-1.0 εκ. βαρέλ./ημέρα). Αυτό θα δημιουργήσει νέες πιέσεις στις τιμές αφού οι μεγάλοι παραγωγοί του Κόλπου είναι σχεδόν βέβαιο ότι από μόνοι τους, ακολουθώντας μία τακτική που ξεκίνησε εδώ και 6 μήνες θ’ αυξήσουν αυτοί πρώτοι τις τιμές των φορτίων. Να υπενθυμίσουμε ότι σήμερα η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου φθάνει τα 84.7 εκ. βαρ. την ημέρα, ενώ η συνολική παραγωγή του ΟΠΕΚ (στοιχεία Ιουλίου 2005) είχε διαμορφωθεί στα 29.6 εκ. βαρέλια, δηλ. αντιστοιχεί στο 35% περίπου της παγκόσμιας παραγωγής. Ενώ λοιπόν εντείνεται διαρκώς η νέα παγκόσμια πετρελαϊκή κρίση, με απρόβλεπτες πλέον επιπτώσεις για την οικονομία η κυβέρνηση φαίνεται ότι αδυνατεί να αξιολογήσει επαρκώς τις τεράστιες αρνητικές επιπτώσεις που θα έχει το νέο ενεργειακό περιβάλλον για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και την ανάπτυξη γενικότερα. Γιατί πως μπορεί διαφορετικά να εξηγηθεί η μέχρι σήμερα χαλαρή αντιμετώπιση της κατάστασης από την κυβέρνηση και η σχεδόν αδιάφορη συμπεριφορά της στην έκδηλη πλέον ανάγκη λήψης ουσιαστικών μέτρων; Σε μία προσπάθεια να κερδίσει κυρίως τις εντυπώσεις παρά να αντιμετωπίσει την κατάσταση, ο Υπουργός Ανάπτυξης κ. Δημήτρης Σιούφας πριν δέκα ημέρες ανακοίνωσε μία σειρά μέτρων που στόχο έχουν όπως δήλωσε, «τον περιορισμό της εξάρτησης της χώρας από το πετρέλαιο αλλά και την δημιουργία Συμβουλίου Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής που θα σχεδιάζει σε μακροχρόνια βάση όλα τα ενεργειακά ζητήματα». Μάλιστα για να δοθεί η κατάλληλη επικοινωνιακή έμφαση τα μέτρα παρουσιάστηκαν και εγκρίθηκαν από την Κυβερνητική Επιτροπή, παρά το γεγονός ότι σε επιχειρησιακό επίπεδο έχουν ήδη ανακοινωθεί και δρομολογηθεί εδώ και αρκετούς μήνες ενώ η πολιτική της χώρας για στροφή προς το φυσικό αέριο είναι δεδομένη εδώ και μία δεκαετία. Τα μέτρα αυτά και μερικά πιο πρόσφατα που ακολούθησαν, κινούνται στους εξής δύο βασικούς άξονες. Α. Διεύρυνση της χρήσης φυσικού αερίου σε υποκατάσταση του πετρελαίου. Β. Προώθηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) μέσω της υλοποίησης επενδυτικών προγραμμάτων για παραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας με την παράλληλη προώθηση ενός νέου νομοσχεδίου το οποίο υπόσχεται σημαντικά νέα κίνητρα. Επιπροσθέτως το Υπουργείο Ανάπτυξης επιδιώκει, μέσω ενός υπό διαμόρφωση νομοσχεδίου, την εισαγωγή βιοκαυσίμων, τα οποία θα υποκαθιστούν κατά 2% ετησίως την χρήση πετρελαίου με βιοκαύσιμα στα αυτοκίνητα. Επίσης, προωθείται η δημιουργία «Ινστιτούτου» το οποίο θα υπαχθεί στην Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας, το οποίο θα αναλάβει την διαχείριση των δικαιωμάτων για έρευνες υδρογονανθράκων. Δυστυχώς τα ανακοινωθέντα μέτρα δεν αγγίζουν στο ελάχιστο το άμεσο και τεράστιο πρόβλημα της υπερκατανάλωσης και σπατάλης στην χρήση πετρελαιοειδών στις μεταφορές και στον οικιακό και εμπορικό τομέα. Εδώ είναι ξεκάθαρη πλέον η ανάγκη για μείωση της κατανάλωσης αφού το κόστος αγοράς πετρελαίου εκτιμάται ότι για φέτος θα εκτιναχθεί στο 8.0 δις. ευρώ ή περίπου 4.6% του ΑΕΠ, αυξημένο δηλαδή κατά μία ποσοστιαία μονάδα σε σύγκριση με το 2004 και κατά 32% σε απόλυτα νούμερα. Η Ελλάδα επλήρωσε 6.0 δις. ευρώ για εισαγωγή πετρελαίου το 2004 ενώ εάν οι τιμές του χρόνου κυμανθούν στα 65-70 δολ/βαρέλι ο εθνικός λογαριασμός πετρελαιοειδών θα ξεπεράσει τα 10 δις. δολάρια το 2006! Αυτά τα νούμερα θα έχουν τεράστιες επιπτώσεις στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών αλλά και στο εξωτερικό χρέος της χώρας ενώ οι αυξημένες λιανικές τιμές αναπόφευκτα θα πυροδοτήσουν τον τιμάριθμο και θα οδηγήσουν σε ανατιμήσεις μία ολόκληρη σειρά προϊόντων. Η στροφή προς το φυσικό αέριο την οποία επαγγέλλεται η κυβέρνηση ως να ανακάλυψε αιφνής την κολυμπήθρα του Σιλοάμ, δεν εξασφαλίζει ενεργειακή ανεξαρτησία αφού το φυσικό αέριο είναι και αυτό εισαγόμενο καύσιμο και μάλιστα άμεσα συναρτημένο τιμολογιακά με το πετρέλαιο. Συνήθως τιμολογείται κατά την εισαγωγή του στο 70% της αξίας του αργού ενώ στους καταναλωτές πωλείται 20% φθηνότερα κατά μέσο όρο σε σύγκριση με το πετρέλαιο. Η μεγαλύτερη χρήση φυσικού αερίου επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση αφού αποτελεί ένα πιο ασφαλές, από πλευράς προμήθειας καύσιμο, είναι απείρως πιο καθαρό (λιγότερα καυσαέρια) και πιο φθηνό. Όμως η διάδοση του και η μεγαλύτερη χρήση του εξαρτάται άμεσα από τα δίκτυα διανομής (τα οποία τώρα αναπτύσσονται στις πόλεις) και από το εθνικό δίκτυο μεταφοράς. Σήμερα, εννέα χρόνια μετά την εισαγωγή του στην χώρα μας (1996), το φυσικό αέριο καλύπτει μόλις το 4.6% των εθνικών ενεργειακών αναγκών με 30.000 συνδέσεις σε όλη την Ελλάδα.(Ένα μεγάλο μέρος της κατανάλωσης 95% οφείλεται στην χρήση του φυσικού αερίου από την ΔΕΗ και τις βιομηχανίες και μόνο 5% από τα νοικοκυριά και τις εμπορικές επιχειρήσεις). Θα χρειασθούν τουλάχιστον 10-15 χρόνια ώστε η χρήση του φυσικού αερίου να μπορέσει να επεκταθεί γεωγραφικά ώστε να έχει μία σοβαρή συμμετοχή (π.χ. άνω των 15% στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ΑΠΕ οι οποίες καλύπτουν διά της βίας το 4.0% της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης μέσω των ηλιακών θερμοσιφώνων και άλλων ηλιακών συστημάτων για θερμότητα και παραγωγή ηλεκτρισμού, από την εκμετάλλευση της αιολικής ενέργειας, την αξιοποίηση της βιομάζας (π.χ. καυσόξυλα) τις μικρές υδατοπτώσεις κλπ Και εδώ για να επιτευχθεί η ταχεία διάδοση τους θα απαιτηθεί ένα εθνικό πρόγραμμα μεγάλης κλίμακας (το οποίο θα πρέπει να περιλαμβάνει και μερικές εκατοντάδες επιδεικτικά έργα στα διάφορα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας) και η εισαγωγή σοβαρών κινήτρων σε επίπεδο νοικοκυριών (π.χ υποχρεωτική εγκατάσταση ηλιακού θερμοσίφωνα σε κάθε νέο κτίριο και κίνητρα για εγκατάσταση σε υφιστάμενα, κίνητρα για παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από φωτοβολταϊκά σε μεμονωμένες κατοικίες ή μεγάλα οικιακά συγκροτήματα ή κτίρια γραφείων) βιομηχανιών αλλά και οικισμών. (π.χ. αξιοποίηση γεωθερμίας ή αξιοποίηση βιομάζας για παραγωγή θερμότητας). Μέχρι στιγμής η κυβέρνηση έχει μπορέσει ν’ αντιμετωπίσει με σχετική επιτυχία τον αντίκτυπο από την αύξηση των τιμών λιανικής στα πετρελαιοειδή. Η διαρκής επαφή και συνεννοήσεις, φανερές και μη, με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς σε συνδυασμό με την αδιάκοπη εποπτεία της αγοράς έχουν δημιουργήσει ένα καθεστώς ελεγχομένων αυξήσεων με απώτερο στόχο την προστασία του καταναλωτή. Όμως όλοι γνωρίζουν ότι η «ελεγχόμενη» αυτή κατάσταση μπορεί αιφνής ν’ ανατραπεί από τις συνεχόμενες και απρόβλεπτες αυξήσεις στις διεθνείς τιμές πετρελαίου (και φυσικού αερίου). Τότε θα καταστεί αναπόφευκτη η λήψη σκληρών μέτρων που θα ξεφεύγουν κατά πολύ από τις προσεκτικά διατυπωμένες ανακοινώσεις καλών προθέσεων, μαλακών κινήτρων στήριξης των ΑΠΕ, κοσμητικών εξαγγελιών περί Ιδρύσεως Ινστιτούτων και άλλων τινών, βαθυστόχαστων σκέψεων περί ενεργειακής στρατηγικής κ.λπ. Κοινή πλέον είναι η εκτίμηση κύκλων της αγοράς ότι όσο καθυστερεί η κυβέρνηση να λάβει ουσιαστικά μέτρα τόσο αυτά θα είναι πλέον επώδυνα όταν τελικά ανακοινωθούν. Έτσι δεν πρέπει να αποκλείεται πλέον η αύξηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΕ) με στόχο την συγκράτηση της κατανάλωσης. Μία αύξηση του ΕΦΚ τώρα με την προϋπόθεση ότι θα είναι υψηλή και εφ’ άπαξ θα δώσει το κατάλληλο μήνυμα στην αγορά περί περιορισμού της κατανάλωσης ενώ οι πληθωριστικές επιπτώσεις θα «είναι μία και έξω», δηλ. θα επηρεάσουν τον τιμάριθμο καταναλωτού άπαξ με το ευεργετικό αποτέλεσμα οι μετέπειτα τυχόν αυξήσεις των διεθνών τιμών ν’ απορροφηθούν, προσφέροντας παράλληλα την δυνατότητα στην κυβέρνηση μείωσης του ΕΦΚ όταν υπάρξει σαφής και διαρκής υποχώρηση των διεθνών τιμών. Επιπροσθέτως δεν θα πρέπει ν’ αποκλείεται μία φορολογία στα μεγάλου κυβισμού αυτοκίνητα ιδιαίτερα τα SUV. Παράλληλα θα πρέπει να μειωθεί το όριο ταχύτητας στις εθνικές οδούς με αυστηρά πρόστιμα για τυχόν παραβάσεις και ν’ αποκλειστεί πλήρως η χρήση στα κέντρα των μεγάλων πόλεων κατά τις ώρες αιχμής. Η δε στροφή προς τις ΑΠΕ όσο επιθυμητή και εάν είναι αυτή για περιβαλλοντικούς λόγους, δεν θα μπορέσει να επιτευχθεί εάν δεν δοθούν σοβαρά οικονομικά κίνητρα στους καταναλωτές (π.χ. φοροαπαλλαγές, χαμηλότοκα δάνεια, πλήρης αγορά παραγόμενης ενέργειας από ΔΕΗ και ΔΕΣΜΗΕ). Εξ’ ίσου σοβαρή θα πρέπει να είναι η προσπάθεια προσέλκυσης διεθνών εταιρειών για την έρευνα και ανάπτυξη των εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Μόνο που για αυτό απαιτείται η ίδρυση ενός καλά οργανωμένου και άνετα χρηματοδοτούμενου ανεξάρτητου φορέα, υπό την εποπτεία του ΥΠΑΝ, ο οποίος θα στελεχωθεί από έμπειρους επιστήμονες και στελέχη του πετρελαϊκού τομέα από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Η διαχείριση ενός τόσο σοβαρού θέματος για την ενεργειακή επιβίωση της χώρας δεν είναι δυνατό να γίνει από ένα «Ινστιτούτο» υπαγόμενο στην Γ. Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας και διοικούμενο από μετακλητούς καθηγητές. Μία τέτοια κίνηση όχι μόνο υποβιβάζει το όλο θέμα αλλά δείχνει και παντελή άγνοια για το πως δουλεύει η διεθνής αγορά. (Εκτός βέβαια εάν την κυβέρνηση δεν την ενδιαφέρει η παραγωγή υδρογονανθράκων και απλώς θέλει να βολέψει κάποιους δικούς της ανθρώπους). Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι την προπερασμένη εβδομάδα (16/08) ο Γάλλος πρωθυπουργός κ. Ντομινίκ Ντε Βιλπίν, της ενεργειακά ισχυρής Γαλλίας (70% της ηλεκτροπαραγωγής της καλύπτεται από πυρηνική ενέργεια ενώ μέσω της Total ελέγχει σημαντικά κοιτάσματα σε Αφρική και Νότιο Αμερική) απηύθυνε έκκληση στους αυτοκινητιστές να μειώσουν την ταχύτητα τους κατά 10 χλμ. ώστε να εξοικονομηθούν 1.5 εκ. τόνους πετρελαίου το έτος και να ωφεληθούν οι ίδιοι κατά 140 €. Ο Γάλλος πρωθυπουργός ανακάλεσε από τις διακοπές τους τέσσερις υπουργούς στους οποίους και ανέθεσε την άμεση αναθεώρηση του ενεργειακού σχεδιασμού της κυβέρνησης με στόχο την μείωση της κατανάλωσης και την αύξηση της συμμετοχής των εγχώριων πηγών ενέργειας συμβατικών και μη ενώ παράλληλα απηύθυνε σήμα κινδύνου για την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας. Καλό θα ήτο η κυβέρνηση αφού αδυνατεί η ίδια να σχεδιάσει, πωλώ δε μάλλον να εφαρμόσει, μία αποτελεσματική ενεργειακή πολιτική να μελετήσει τι πράττουν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες (ιδιαίτερα στους τομείς της εξοικονόμησης ενέργειας, ΑΠΕ και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων) και ν’ αντιγράψει τις πιο ενδεδειγμένες πρακτικές και να τις εφαρμόσει. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει η χώρα να δρομολογήσει την σταδιακή απεξάρτησή της από το εισαγόμενο πετρέλαιο.