Αν σας έλεγαν στα τέλη του 2001 -λίγο μετά την 11η Σεπτεμβρίου, όταν τα χρηματιστήρια συμπλήρωναν 18μηνο πτώσης- ότι η τιμή του αργού θα τριπλασιαζόταν μέσα σε τέσσερα χρόνια, το πιθανότερο είναι να προβλέπατε παγκόσμια οικονομική ύφεση. Η τιμή του βαρελιού στην αγορά της Νέας Υόρκης εκτινάχθηκε από τα 18 δολάρια του Νοεμβρίου εκείνης της χρονιάς, στα 68 την εβδομάδα που πέρασε. Το άλμα αυτό είναι αντίστοιχης κλίμακας με εκείνα που κατέγραψαν οι τιμές το 1973-74, το 1978-80 και το 1989-90, μετά τα οποία ακολούθησε παγκόσμια ύφεση και αύξηση του πληθωρισμού. Σήμερα, ωστόσο, η αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ παραμένει εύρωστη και ο πληθωρισμός σε χαμηλά επίπεδα. Άραγε, γιατί αντεπεξήλθε τόσο άνετα αυτήν τη φορά η παγκόσμια οικονομία; Σταδιακή αύξηση Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις. Η απλούστερη είναι πως, παρότι η νέα αύξηση των τιμών είναι περίπου αντίστοιχη των προηγουμένων, έγινε πιο σταδιακά. Το 1979, η τιμή του πετρελαίου διπλασιάστηκε σε έξι μήνες. Αυτή τη φορά χρειάστηκαν 18 μήνες, κάτι που έδωσε σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις χρόνο να προσαρμοστούν, περιορίζοντας έτσι τις απώλειες στην εμπιστοσύνη και στα οικονομικά τους και συνεπώς στην οικονομική δραστηριότητα. Κανείς, πάντως, δεν μπορεί να αρνηθεί ότι σίγουρα «κοστίζει» στους Αμερικανούς να πληρώνουν 3 δολάρια και πλέον για ένα γαλόνι βενζίνης... Όχι τόσο ακριβό Άλλη μια εξήγηση είναι ότι, σε πραγματική βάση, το πετρέλαιο δεν είναι, εν τέλει, και τόσο ακριβό. Πράγματι, προσαρμοσμένη για πληθωρισμό, η τιμή του βαρελιού θα έπρεπε να φθάνει τα 90 δολάρια για να ξεπεράσει το ορόσημο που τέθηκε το 1980. Όμως, και πάλι, η πραγματική τιμή παραμένει υψηλότερη από τα ζενίθ του 1974 και του 1990, τα οποία ήταν αρκετά υψηλά για να επιφέρουν ύφεση. Επιπλέον, ο υπολογισμός των πραγματικών τιμών εξαρτάται από τον αποπληθωριστή που χρησιμοποιείται. Βάσει των τιμών παραγωγού στις ΗΠΑ, μέθοδο που χρησιμοποιούν οι επιχειρήσεις, οι πραγματικές τιμές του πετρελαίου ήδη προσεγγίζουν το ζενίθ του 1980. Για μια οικονομία που εισάγει πετρέλαιο, ωστόσο, ο κατάλληλος αποπληθωριστής είναι σαφώς οι τιμές εξαγωγής, εφόσον ο κυριότερος τρόπος με τον οποίο επιφέρει το πλήγμα του το πετρέλαιο είναι το εμπόριο. Με βάση τις παγκόσμιες τιμές εξαγωγής, οι τιμές του πετρελαίου έχουν διαμορφωθεί στα υψηλότερα επίπεδα της ιστορίας τους. Hi-tech ανάπτυξη Μια τρίτη εξήγηση είναι ότι η σημερινή οικονομία κινείται όχι πλέον με πετρέλαιο, αλλά με μικροεπεξεργαστές και εν γένει υψηλή τεχνολογία. Οι ανεπτυγμένες χώρες χρησιμοποιούν το ήμισυ της ποσότητας πετρελαίου ανά πραγματικό δολάριο του ΑΕΠ απ’ όσο στα μέσα της δεκαετίας του ’70, χάρη στην αποτελεσματικότερη χρήση της ενέργειας, την εκμετάλλευση άλλων πηγών ενέργειας και τη στροφή από τη μεταποίηση στις υπηρεσίες. Έτσι, η αύξηση των πετρελαϊκών τιμών έχει μικρότερη επίδραση στην παραγωγή. Ωστόσο, την ώρα που οι πλούσιες χώρες περιορίζουν τον ρόλο του πετρελαίου στη διαμόρφωση του ΑΕΠ τους, πολλές αναδυόμενες οικονομίες εξακολουθούν να αυξάνουν ραγδαία την κατανάλωσή τους. Κάποιες ασιατικές οικονομίες, όπως η Ινδία και η Νότια Κορέα, χρησιμοποιούν σήμερα περισσότερο πετρέλαιο ανά δολάριο του ΑΕΠ απ’ όσο κατά τη δεκαετία του ’70. Επιπλέον, ακόμα και αν οι ΗΠΑ έχουν περιορίσει τη χρήση πετρελαίου σε σχέση με το ΑΕΠ, παράγουν λιγότερο, συνεπώς οι καθαρές εισαγωγές τους παραμένουν περίπου ίδιες ως ποσοστό επί του ΑΕΠ (ήτοι, ελάχιστα κάτω του 2%). Και η επίδραση των πετρελαϊκών τιμών στο ΑΕΠ βασίζεται όχι στην κατανάλωση, αλλά στις καθαρές εισαγωγές, εφόσον οι παραγωγοί πετρελαίου κερδίζουν όταν οι τιμές αυξάνονται. Aσία και Kίνα Σύμφωνα με το μοντέλο του ΔΝΤ, μια αύξηση των τιμών κατά 10 δολάρια το βαρέλι περιορίζει την παγκόσμια παραγωγή του επόμενου έτους κατά τρία πέμπτα της ποσοστιαίας μονάδας. Έτσι, η αύξηση κατά 30 δολάρια του περασμένου έτους λογικά θα έπρεπε να περιορίσει την παγκόσμια ανάπτυξη σχεδόν κατά 2%. Ωστόσο, το μοντέλο αυτό βασίζεται σε προηγούμενες πετρελαϊκές κρίσεις, όταν βασική αιτία της αύξησης των τιμών ήταν κρίσιμες εξελίξεις όπως το πετρελαϊκό εμπάργκο του ΟΠΕΚ, το 1973-74, η ισλαμική επανάσταση στο Ιράν, το 1979, και η εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ, το 1990. Αντίθετα, η σημερινή άνοδος οφείλεται στην αυξημένη ζήτηση, κυρίως στην Κίνα, την υπόλοιπη Ασία και τις ΗΠΑ. Η περυσινή αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης ήταν η μεγαλύτερη των τελευταίων 30 ετών. Οι παλαιοί κανόνες παύουν, έτσι, να ισχύουν εφόσον οι υψηλές τιμές καθίστανται αποτέλεσμα υγιούς παγκόσμιας ανάπτυξης και συνεπώς είναι λιγότερο επιζήμιες. Το θέμα είναι ότι, αν οι τιμές αυξάνονται λόγω της ισχυρής ζήτησης, θα παραμείνουν υψηλές για μεγαλύτερο διάστημα. Τις προηγούμενες φορές, η αύξηση της τιμής προκάλεσε μείωση της πετρελαϊκής κατανάλωσης. Όταν η προσφορά επανήλθε στα φυσιολογικά επίπεδα, οι τιμές έπεσαν. Εφόσον τώρα οι τιμές ωθούνται ανοδικά από την αύξηση της ζήτησης στην Κίνα και άλλες αναδυόμενες οικονομίες, είναι λιγότερο πιθανό να επέλθει αιφνίδια πτώση. Ας μην αγνοήσουμε, άλλωστε, τον ρόλο των κερδοσκόπων οι οποίοι, προεξοφλώντας ακόμα μεγαλύτερη άνοδο, συνέβαλαν σε αυτήν την εκτίναξη των τιμών, καθιστώντας ίσως την αγορά πιο ευάλωτη σε μελλοντική κατάρρευση. Χαμηλός πληθωρισμός Η σχετικά σταδιακή άνοδος των τιμών, η χαμηλότερη εξάρτηση πολλών οικονομιών από το πετρέλαιο και ο ρόλος της ισχυρής ζήτησης εξηγούν γιατί οι επιπτώσεις των τιμών στο παγκόσμιο ΑΕΠ προς το παρόν είναι αμελητέες. Ωστόσο, ίσως η μεγαλύτερη διαφορά της σημερινής ανόδου από τις προηγούμενες βρίσκεται στην ανταπόκριση του πληθωρισμού και των επιτοκίων. Στο παρελθόν, η άνοδος των τιμών προκαλούσε εκτίναξη του πληθωρισμού και κάποια στιγμή οι κεντρικές τράπεζες προχωρούσαν σε αύξηση των επιτοκίων. Και σήμερα; Πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ αυξήθηκε στο 3,2% τον Ιούλιο, έναντι 2,5% τον Ιούνιο, όμως εξαιρουμένων των τροφίμων και της ενέργειας έφθασε από 2% μόλις στο 2,1%. Οι παγκόσμιες ανταγωνιστικές πιέσεις από την Κίνα και αλλού διατηρούν διεθνώς χαμηλό τον πληθωρισμό. Έτσι, οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να διατηρούν τα επιτόκια σε πιο χαμηλά επίπεδα απ’ όσο στο παρελθόν. (Από την Καθημερινή – The Economist, 28/8/05)