Του Κ.Ν.Σταμπολή
Η απόφαση του πρωθυπουργού περί μη επιδοτήσεως του πετρελαίου θέρμανσης, όπως ανακοινώθηκε κατά τη συνέντευξη τύπου την περασμένη Κυριακή στη Θεσσαλονίκη, δημιουργεί νέα δεδομένα για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης όσο και για την αντιμετώπιση του ενεργειακού θέματος. Ως γνωστόν οι διεθνείς τιμές πετρελαίου έχουν αυξηθεί σημαντικά το τελευταίο διάστημα (48% από τις αρχές του έτους και 160% από το Σεπτέμβριο 2003) καθιστώντας την τιμή των καυσίμων ιδιαίτερα ακριβή στις χώρες της Ευρώπης και ιδιαίτερα στην ευρωζώνη. Εάν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι στην Ευρώπη σε σχέση με τις ΗΠΑ, όπου τα καύσιμα σε επίπεδο καταναλωτή δεν φορολογούνται το μεγαλύτερο μέρος της τιμής των καυσίμων στην αντλία αντιστοιχεί σε φόρους (σε πολλές περιπτώσεις φθάνουν και το 80% της τελικής τιμής), είναι εμφανές ότι η χρησιμοποίηση των φόρων θα παίξει κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση μιας νέας ενεργειακής και οικονομικής πολιτικής. Σημειώνουμε ότι στην Ελλάδα στην περίπτωση της αμόλυβδης η οποία επωλείτο 1€ το λίτρο σε αρκετά πρατήρια στο κέντρο της Αθήνας η διαμόρφωση της τιμής (στις 14/9) είχε ως εξής: · Ειδικός φόρος κατανάλωσης 0.299€ · Λοιποί φόροι τελωνείων κλπ 0.028€ · Τιμή εκ Διυλιστηρίου 0.376€ · Περιθώριο Εταιρειών 0.124€ · ΦΠΑ 0.157€ · Περιθώριο Πρατηριούχου 0.016€ Δηλαδή βλέπουμε ότι οι φόροι στη συγκεκριμένη περίπτωση ισοδυναμούν με το 48.4% της τιμής λιανικής. Η πολιτική της κυβέρνησης στα καύσιμα φαίνεται πλέον να έχει συντονιστεί πλήρως με αυτή της Ε. Ένωσης. Οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ, που συναντήθηκαν το περασμένο Σάββατο στο Μάντσεστερ, αποφάσισαν ότι δεν πρέπει να δοθούν φοροελαφρύνσεις σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις οδικές μεταφορές ή εν γένει σε «επιχειρήσεις εντάσεως ενέργειας», προκειμένου να μην ενθαρρυνθεί η κατανάλωση. «Οι μειώσεις των φόρων στα καύσιμα το μόνο που αποφέρουν είναι αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας» δήλωσε χαρακτηριστικά η εκπρόσωπος Τύπου της Επιτροπής κυρία Μαρία Ασημακοπούλου. Είναι εμφανής πλέον η σκλήρυνση της στάσης της Κομισιόν στον ευαίσθητο τομέα της διαμόρφωσης των πετρελαϊκών τιμών και η διασύνδεσή της με μία ευρύτερη ενεργειακή πολιτική που προωθεί η Ε. Ένωση βασισμένη στο ακριβό πετρέλαιο. Όπως διεφάνη από τις δηλώσεις των διαφόρων υπουργών οικονομικών που συμμετείχαν στη συνάντηση στο Μάντσεστερ, η Ε. Ένωση δεν είναι διατεθειμένη να κάνει ουδεμία υποχώρηση στο θέμα μείωσης των φόρων στα πετρελαιοειδή καθ’ ότι μία τέτοια κίνηση θα έδιδε λάθος μήνυμα στις αγορές ενώ θα συνεισέφερε στο να χειροτερεύσει η κατάσταση μακροπρόθεσμα στον τομέα της ζήτησης και κατ’ επέκταση στην επιδείνωση των ελλειμμάτων και του δημοσιονομικού τομέα γενικότερα. Ορισμένες από τις κυβερνήσεις της Ε.Ε, ιδιαίτερα αυτές της Βρετανίας και Γαλλίας, πιστεύουν ότι η ρίζα του προβλήματος παραμένει η χαμηλή παραγωγή αργού και διυλισμένων προϊόντων γι’ αυτό και προέτρεψαν τις εταιρείες να επενδύσουν στην αύξηση της διυλιστικής τους δυναμικότητας ενώ τον ΟΠΕΚ στην επίσπευση των επενδύσεων του σε νέα κοιτάσματα και την αύξηση της παραγωγής του. Διατήρηση των Υψηλών Τιμών παρά τα Προβλήματα Από την μία πλευρά οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι ενώσεις καταναλωτών απαιτούν να μειωθούν οι φόροι και από την άλλη τα αρμόδια όργανα της Επιτροπής αλλά και το Συμβούλιο Υπουργών τίθεται αναφανδόν εναντίον οιασδήποτε κρατικής επιδότησης, άμεσης ή έμμεσης. Και αυτό παρά τον ορατό πλέον κίνδυνο οι υψηλές τιμές να δράσουν αντιπαραγωγικά στην αναπτυξιακή πορεία ή και την ανάκαμψη της Ευρωπαϊκής οικονομίας γενικότερα. Όπως δήλωσε πρόσφατα ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κ. Ζαν Κλοντ Τρισέ, «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η υψηλή τιμή του πετρελαίου θα περιορίσει την αναπτυξιακή δυναμική της Ευρώπης και θα πυροδοτήσει τον πληθωρισμό». Η διατήρηση των τιμών των καυσίμων σε υψηλά επίπεδα, με την πολιτικά επώδυνη αποφυγή μείωσης των φόρων, στοχεύει προς δύο κυρίως κατευθύνσεις. Κατ’ αρχάς επιδιώκεται άμεσα ο έλεγχος του ρυθμού αύξησης της ζήτησης ώστε σε πρώτο στάδιο να σταθεροποιηθεί σε ένα ανεκτό επίπεδο (πχ. 0.5%) ο οποίος στην περίπτωση της Ελλάδας θεωρείται ιδιαίτερα υψηλός. Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα οι ρυθμοί αύξησης στην κατανάλωση βενζινών, πετρελαίου εσωτ. καύσεως και μαζούτ είχαν ως εξής: · 1999/2000: 1.9% · 2000/2001: 2.6% · 2001/2002: 4.0% · 2003/2004: 8.8% (Πηγή: Πυθ. Μπίκος, ο Κλάδος Εμπορίας Πετρελαιοειδών στην Ελλάδα, Έκδοση ΙΟΒΕ 2004) Σε ένα δεύτερο στάδιο θα αναληφθεί επίμονη προσπάθεια για την μείωση καθ’ αυτής της συνολικής κατανάλωσης πετρελαίου στην ΕΕ και άρα η ελάττωση της εξάρτησής της από τα εισαγόμενα καύσιμα. «Το πετρέλαιο θα πρέπει να αναδειχθεί σε ένα ακόμα πιο ακριβό και πολύτιμο καύσιμο έτσι ώστε ο καταναλωτής να μπορέσει να το αξιολογήσει με διαφορετικά κριτήρια από ότι σήμερα, και σταδιακά να αλλάξει την συμπεριφορά του και τις συνήθειες του» παρατηρεί ανώτερο στέλεχος της ΕΕ επιφορτισμένο με την υλοποίηση των αποφάσεων της ΕΕ. «Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να επιτύχουμε μία ακόμα στροφή, όπως παλαιότερα πχ μετά το πετρελαϊκό σοκ του 79/81, μακριά από το πετρέλαιο και την αντικατάστασή του από άλλα καύσιμα, όπως λ.χ φυσικό αέριο, κάρβουνο ακόμη και πυρηνική ενέργεια και την ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών ενέργειας, κλασσικών και μη» συμπληρώνει το άνω στέλεχος που θέλησε να κρατήσει την ανωνυμία του. Έμφαση στην Εξοικονόμηση Ενέργειας Η πρόσφατα ανακοινωθείσα καμπάνια του Υπουργείου Ανάπτυξης για εξοικονόμηση ενέργειας φαίνεται επιτέλους να ενστερνίζεται την σταθερή γραμμή της Επιτροπής για έλεγχο της σπάταλης χρήσης ενέργειας, κάτι που είναι χαρακτηριστικό της Ελληνικής ενεργειακής αγοράς. Παρά την επίσημη ανακοίνωση του προγράμματος στα πλαίσια της ΔΕΘ και την «ανακήρυξη» του έτους 2005 (παρά το γεγονός ότι έχουν ήδη περάσει 9 μήνες) σε Έτος Εξοικονόμησης Ενέργειας, το πρόγραμμα στερείται επαρκών κονδυλίων και μιας ευρύτερης κυβερνητικής υποστήριξης. Αν και κινείται προς την σωστή κατεύθυνση το πρόγραμμα είναι εξαιρετικά μικρό σε κλίμακα, σε σχέση με το έργο που επικαλείται να επιτελέσει, πρόχειρο και ανοργάνωτο ενώ δεν προσφέρει στον καταναλωτή που θα ενδιαφερθεί να υιοθετήσει άμεσα μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας, γραμμή υποστήριξης και διευκόλυνσης για πρακτική εφαρμογή των μέτρων. Σύμφωνα με ανακοίνωση του ΥΠΑΝ η ενημερωτική καμπάνια για την εξοικονόμηση ενέργειας θα συνεχισθεί τις επόμενες δύο εβδομάδες με τη διανομή τριών βασικών φυλλαδίων: · Εξοικονόμηση ενέργειας για καλύτερη ποιότητα ζωής και καθαρό περιβάλλον, · Οδηγείται οικονομικά: Επτά χρυσοί κανόνες για οικονομία στα καύσιμα, · Θέρμανση – Ψύξη : Εξοικονόμηση της ενέργειας χωρίς στέρηση των ανέσεων. Υπηρεσίες του ΥΠΑΝ θα διανέμουν 200.000 αντίτυπα ανά φυλλάδιο σε κεντρικά σημεία του Λεκανοπεδίου και στα διόδια Αθηνών – Κορίνθου και Αθηνών – Λαμίας. Όπως παρατηρούν ειδικοί του χώρου οργάνωσης μεγάλης κλίμακος ενημερωτικών εκστρατειών το πρόγραμμα του ΥΠΑΝ αν και αγγίζει κάποιες βασικές παραμέτρους του ενεργειακού προβλήματος είναι σταγόνα εν τω ωκεανώ, αφού είναι τόσο περιορισμένο σε περιεχόμενο και χρονική διάρκεια ώστε τα αποτελέσματά του να μην είναι καν προσμετρήσιμα. Ως εκ τούτου η κυβέρνηση, εάν επιθυμεί πράγματι τον έλεγχο της κατανάλωσης, θα πρέπει να μελετήσει προσεκτικά και να εφαρμόσει ένα πολύ πιο εκτενές και μακροχρόνιο πρόγραμμα.