Η δυσεύρετη τα τελευταία χρόνια τριλογία της πειρατείας της Αλεξάνδρας Κραντονέλλη, «Ιστορία της πειρατείας στους πρώτους χρόνους της τουρκοκρατίας 1390-1538», η «Ιστορία της πειρατείας στους μέσους χρόνους της τουρκοκρατίας, 1538-1699» και η «Ελληνική πειρατεία και κούρσος τον ΙΗ΄ αιώνα και μέχρι την Ελληνική Επανάσταση» (πρωτοδημοσιευμένα το 1985, 1991 και 1998, αντίστοιχα), επανεκδόθηκε το 2014 από την Εστία. Οι τρεις τόμοι του έργου ζωής, για το οποίο η Κραντονέλλη βραβεύτηκε το 1986 από την Ακαδημία Αθηνών, αποτελούν ένα πραγματικό πανόραμα της πειρατείας, την πρώτη επιχείρηση μελέτης της σε τόσο μεγάλη κλίμακα.
Η συγγραφέας εκκινώντας από την εποχή της μεγάλης οθωμανικής επέκτασης του 14ου και 15ου αιώνα προς τη Δύση και μελετώντας την προσπάθεια κυριαρχίας στη θάλασσα, εξαντλεί τις πηγές και όλα τα μέσα τεκμηρίωσης για να φωτίσει με λεπτομερέστατο τρόπο και συναρπαστική αφήγηση τις περιόδους αλλά και τους γνωστούς και άγνωστους, χριστιανούς ή μουσουλμάνους, πρωταγωνιστές της πειρατείας στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο, από το μακρινό 1390, τους Βενετοτουρκικούς πολέμους, τον Γαλλοαγγλικό θαλάσσιο ανταγωνισμό του 17ου αιώνα, τους Ρωσοτουρκικούς πολέμους, τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή του 1774, τη Γαλλική Επανάσταση, τους Ναπολεόντειους πολέμους έως και την Ελληνική Επανάσταση του 1821 – αιώνες κατά τους οποίους οι Ελληνες ως λαός ναυτικών και εμπόρων χρησιμοποίησαν κι αυτοί, ανάμεσα σε όλα τα άλλα μέσα του θαλασσίου επιχειρείν, την πειρατεία και το κούρσος ως ένα από τα πιο προσοδοφόρα.
Ο κύριος σκοπός της πειρατείας αλλά και κύριο αίτιό της ήταν το κέρδος, σε μια «προκαπιταλιστικού» τύπου φάση εμπορικής επέκτασης, η οποία γινόταν με τα πουγκιά γεμάτα χρήμα. «Αν θέλαμε να αξιολογήσουμε τα αντικείμενα της πειρατείας και να δώσουμε μια νοητή προτεραιότητα στην επιδίωξη της απόκτησής τους, αποτιμώντας τα κέρδη που απέδιδαν και την ευκολία με την οποία ήταν δυνατή η εκποίησή τους στην ελεύθερη αγορά, θα λέγαμε ότι η σειρά προτίμησης τον 15ο και τον 16ο αιώνα ήταν το χρήμα, ο χρυσός και ο άργυρος, οι πολύτιμοι λίθοι, οι άνθρωποι, τα εμπορεύματα, τα ίδια τα πλοία, τα ζώα και οι σοδειές – με το χρήμα να είναι ο πλέον άμεσος στόχος» σημειώνει η Κραντονέλλη. Βέβαια, για τον 15ο και 16ο αιώνα, εκτός από το κέρδος, αίτιο ήταν η κυριαρχία και η θρησκευτική πίστη – τουλάχιστον αυτό τον χαρακτήρα έδιναν οι Τούρκοι πειρατές στις επιδρομές εξόντωσης των χριστιανών, αλλά και, από την άλλη πλευρά, οι εκφραστές της παπικής πολιτικής, οι οποίοι ήθελαν να περιορίσουν την επέκταση του μουσουλμανικού στοιχείου στη Δύση. Η πειρατεία έγινε αισθητή με την κατάληψη των παραλίων της Μικράς Ασίας από τους Οθωμανούς, μετά το 1390, και αργότερα εντάθηκε με τους πειρατές της Μπαρμπαριάς. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, το 1453, ώθηση στην πειρατεία έδωσαν δύο επιπλέον αδυναμίες: η αδυναμία του στόλου της Βενετίας να διατηρήσει ανοιχτές τις θαλάσσιες εμπορικές οδούς και η αδυναμία του οθωμανικού κράτους να επιβάλει, με οργανωμένο στόλο, την κυριαρχία του στις κατακτημένες περιοχές. Και αφού οι δύο δεσπόζουσες δυνάμεις, η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Βενετική Δημοκρατία δεν μπορούσαν να πατάξουν την πειρατεία, την χρησιμοποίησαν ως παρασυμπλήρωμα του εμπορίου αλλά και ως μέσο ισχύος, επιρροής και πολέμου.
Οι πειρατές
Από την πλευρά της, η Πύλη χρησιμοποίησε τους πειρατές για να αυξήσει τη σφαίρα επιρροής της στη Μεσόγειο, να επανδρώσει τον στόλο της αλλά και για να αναθέσει σε έμπειρους πειρατές, όπως ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, τη διακυβέρνηση μεγάλων και σημαντικών θαλάσσιων δυνάμεων. Οι Τούρκοι πειρατές επίσημα δρούσαν για λογαριασμό του κράτους, ενώ παράλληλα δρούσαν για δικό τους όφελος. Οθωμανοί ηγεμόνες, διοικητές παράλιων περιοχών, ισχυροί πασάδες της Κωνσταντινούπολης, επένδυαν στην πειρατεία και χρηματοδοτούσαν τα πειρατικά. Οι Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη στη Ρόδο και, μετά το 1530, στη Μάλτα, επίσης ασκούσαν πειρατεία. Ο Μεγάλος Μάγιστρος και το Τάγμα των Ιπποτών της Ρόδου πολλές φορές χρηματοδοτούσε πειρατές, αποκομίζοντας τα κέρδη. Βενετοί διοικητές αλλά και δυτικοί χριστιανοί, Σικελοί, Καταλανοί, Γενουάτες, Ιταλοί, Γάλλοι και ο Στόλος του Αντρέα Ντόρια, συγκαταλέγονταν στους πειρατές. Ο βενετικός στόλος ασκούσε πειρατεία σε περίοδο πολέμου. Σε περίοδο πολέμου, ο Πάπας, ο αυτοκράτορας Κάρολος Ε΄ αλλά και ο Σουλτάνος, χρηματοδοτούσαν την πειρατεία. Κύριο αίτιο και σκοπός της πειρατείας ήταν σταθερά το κέρδος μέσα από τη λεηλασία, όμως πάντα εις βάρος της ναυτιλίας, του εμπορίου αλλά, κυρίως, εις βάρος των παράκτιων πληθυσμών και των νησιωτών της Ανατολικής Μεσογείου.
Τον 16ο αιώνα η χριστιανική δύση, πανικόβλητη από την οθωμανική απειλή και υπό την πίεση του Πάπα ένωσαν τις ναυτικές τους δυνάμεις, μέσω της Ιεράς Συμμαχίας, για να αποκρούσουν την εξάπλωση των Οθωμανών μέσω της εναλλαγής πειρατείας-πολέμου. Η σύγκρουση που έλαβε χώρα στις 7 Οκτωβρίου 1571, έξω από τη Ναύπακτο, υπήρξε σταθμός στις σχέσεις Ανατολής-Δύσης. Για τα καθ’ ημάς, όμως, το γεγονός ότι ελληνικά πληρώματα είχαν υποχρεωθεί να μετάσχουν στη ναυμαχία και στις δύο παρατάξεις, δημιούργησε ένα μετέπειτα δυναμικό: εκείνο των χριστιανών ναυτικών, πειρατών και κουρσάρων, που επωφελήθηκαν από τον θαλάσσιο πυρετό για να ασκήσουν οι ίδιοι πειρατεία μικρής έκτασης και τοπικού χαρακτήρα, μετέχοντες σε επιδρομές. Στη συνέχεια, οι Ελληνες ναυτικοί, εκμεταλλευόμενοι τις ιστορικές ευκαιρίες, έχοντας υπό τον έλεγχό τους ένα μεγάλο μέρος του επίσημου εμπορίου στα λιμάνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα κάνουν ολοένα συχνότερη και εντονότερη την παρουσία τους στη θάλασσα, αξιοποιώντας την πείρα τους, τα συσσωρευμένα κέρδη τους από το νόμιμο εμπόριο αλλά και από την πειρατεία, η οποία... συνεχίστηκε στο Αιγαίο και μετά το 1821.
(από την "Καθημερινή")