Του Κ. Ν. Σταμπολή
Παρά τις επιπόλαιες και άκρως φιλολαϊκές κορώνες του Γερμανού καγκελλάριου κου. Γκέρχαρντ Σρέντερ και τις πλέον προσεκτικές και μελετημένες δηλώσεις του ομώνυμου εκδότη του οικονομικού περιοδικού FORBES, περί λειτουργίας της διεθνούς αγοράς πετρελαίου, βάσει των οποίων το 50% των διεθνών τιμών πετρελαίου οφείλεται σε κερδοσκοπικό «καπέλο», οι τιμές παρέμειναν σταθερά πάνω από τα 60 δολάρια το βαρέλι τις τελευταίες 4 εβδομάδες. Μάλιστα την εβδομάδα που πέρασε έφθασαν προς στιγμή πάλι τα 67 δολ/βαρέλι καθώς έγινε γνωστό ότι ο νέος τυφώνας «Ρίτα», πιθανώς θα κτυπήσει εκ νέου τον κόλπο του Μεξικού όπου παράγεται το 25% περίπου του πετρελαίου των ΗΠΑ και ευρίσκεται συγκεντρωμένο μεγάλο τμήμα της πετρελαϊκής βιομηχανίας της χώρας. Σύμφωνα με ειδικούς του χώρου μεταξύ των οποίων ο πρόεδρος της Chevron κος. David O’Reilly, της Total κος. Thierry Desmarest, της Schlumberger κος. Andrew Gould, ανωτέρων διευθυντικών στελεχών της Saudi ARAMCO, της Shell, της Morgan Stanley και άλλων κορυφαίων παραγόντων της διεθνούς πετρελαϊκής αγοράς, που συγκεντρώθηκαν στις αρχές της εβδομάδας στο Λονδίνο στα πλαίσια του ετήσιου συνεδρίου Oil & Money, οι λόγοι που συμβάλλουν στην άνοδο των τιμών οφείλονται κυρίως, χωρίς να παραβλέπονται και οι γεωπολιτικοί παράγοντες αστάθειας, στην απλή γενική εξίσωση προσφοράς - ζήτησης αργού, και δευτερευόντως στην εξειδίκευση της για τα διυλησμένα προϊόντα. Σύμφωνα με τους άνω ειδικούς και άριστους γνώστες των μηχανισμών της αγοράς, το πρόβλημα πλέον εστιάζεται τους τελευταίους μήνες στην διαθεσιμότητα προϊόντων με τις προδιαγραφές που απαιτούνται κατά τόπο. Ως γνωστό υπάρχει μεγάλη γκάμα προδιαγραφών για προϊόντα σε ΗΠΑ- Καναδά (οι οποίες διαφοροποιούνται μάλιστα από πολιτεία σε πολιτεία) και οφείλεται στα διαφορετικά ισχύοντα μέτρα για εκπομπές καυσαερίων για την προστασία του περιβάλλοντος, ενώ και στην Ευρώπη οι προδιαγραφές έχουν αλλάξει, προς το αυστηρότερο, τα τελευταία δύο χρόνια. Η ποικιλία των προδιαγραφών σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα τελευταία 30 χρόνια στις ΗΠΑ, και 20 χρόνια στην Ευρώπη, δεν έχει κατασκευασθεί ούτε ένα νέο διυλιστήριο (αφού μέχρι πολύ πρόσφατα τα περιθώρια κέρδους ήσαν ιδιαίτερα χαμηλά), πέραν ορισμένων έργων εκσυγχρονισμού και επεκτάσεων (π.χ. Motoroil, ΕΛΠΕ) έχει καθηλώσει την παραγωγική δυναμικότητα στα επίπεδα της δεκαετίας του 1970, ενώ όλα σχεδόν τα διυλιστήρια δουλεύουν με υψηλότατους δείκτες χρήσης που αγγίζουν το 98%, το οποίο και θεωρείται άκρως επικίνδυνο. Στο ότι οι διεθνές τιμές αργού πιέζονται προς τα πάνω του τελευταίους 24 μήνες, όπου η αξία του έχει αυξηθεί κατά 160%, κυρίως λόγω της αυξημένης παγκόσμιας ζήτησης ( με την Κίνα και Ινδία αλλά και ΗΠΑ να συμβάλλουν λόγω σταθερής οικονομικής ανάπτυξης) δεν αμφισβητείται από κανένα σοβαρό αναλυτή. Τα νούμερα του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) τα οποία και είναι ευρέως αποδεκτά απ’όλη την αγορά, είναι ξεκάθαρα. Η παγκόσμια ημερήσια ζήτηση το 2003 ήτο 79,1 εκ. βαρ/ημέρα, το 2004 να αυξηθεί στα 82,1 εκ. βαρ/ημέρα και το 2005 τείνει να διαμορφωθεί στο 83,5. Από την άλλη πλευρά η προσφορά τόσο από τις χώρες του ΟΠΕΚ όσο και από αυτές εκτός ΟΠΕΚ (π.χ. Ρωσσία, Νορβηγία, Μεξικό) λόγω περιορισμένης παραγωγικής δυνατότητας είναι αδύνατον να παρακολουθήσει την ζήτηση ιδιαίτερα με τα περιθώρια εφεδρικής παραγωγής να έχουν μειωθεί στο ελάχιστο (0,5- 1,0 εκ. βαρ/ημέρα). Δηλαδή ήταν στραβό το κλίμα ήρθε και ο τυφώνας «Κατρίνα» και αποσυντόνησε μια ήδη εύθραυστη αγορά από πλευράς ισορροπίας στην προσφορά –ζήτηση. Ένα από τα προβλήματα που ανέδειξε ο τυφώνας «Κατρίνα» ήτο η αδυναμία τροφοδοσίας των ΗΠΑ, αλλά και της παγκόσμιας αγοράς, με προϊόντα όπως αμόλυβδη, βενζίνη, μαζούτ, κεροσήνη, μεσαία αποστάγματα και αυτό γιατί όλα τα διυλιστήρια δεν παράγουν τα ίδια προϊόντα και δεν δέχονται πάντοτε – αυτό είναι θέμα τεχνολογίας κάθε διυλιστηρίου – όλους τους τύπους αργού. Αυτό σημαίνει ότι στην αγορά μπορεί να διατίθεται αργό σε επαρκείς ποιότητες αλλά λόγω γεωγραφικής κατανομής των διυληστικών μονάδων και παραγωγικών τους δυνατοτήτων να μην μπορούν να δεχθούν για διύληση αργό. Τα τελευταία δέκα χρόνια η ζήτηση εστιάζεται με αυξητικούς ρυθμούς σε «ελαφρού και γλυκού» τύπου αργού (light and sweet) που είναι πιο ελκυστικά από διυληστικής άποψης γιατί αποφέρουν μεγαλύτερη ποικιλία προϊόντων σε αντίθεση με τα βαριά και υψηλής περιεκτικότητας σε θείο πετρέλαια. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις ποσότητες πετρελαίου που αποδέσμευσε ο ΙΕΑ από τα παραγωγικά αποθέματα για να αντιμετωπισθεί η έλλειψη στην διεθνή αγορά αλλά και να ελεγχθούν οι τιμές, στέλνοντας ένα μήνυμα σταθερότητας και επάρκειας προς τις αγορές, το 35-40% των ποσοτήτων που διατέθηκαν (2 εκ. βαρ./ημέρα για 30 ημέρες) αποτελείται από προϊόντα. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς αυτή ήτο μια πρωτοφανής κίνηση από πλευράς κυβερνήσεων και ΙΕΑ αφού είναι η πρώτη φορά από συστάσεως του οργανισμού που πραγματοποιήθηκε κινητοποίηση σε τέτοια μεγάλη κλίμακα και σε τόσο σύντομο διάστημα. Είναι αξιοσημείωτο πως μέσα σε 6 ώρες είχε κινητοποιηθεί ο ΙΕΑ και οι χώρες μέλη και εντός 24 ωρών είχε τεθεί σε εφαρμογή ο διεθνής συντονισμός, δοκιμάζοντας πλήρως το σχέδιο εκτάκτου ανάγκης, με αποτέλεσμα 25 φορτία αργού και προϊόντων κατευθυνόμενα σε διαφορετικούςπροορισμούς κατευθύνσεις ν’ αλλάξουν πορεία εν μέσω πελάγους και να κατευθυνθούν προς τις ΗΠΑ ενώ σε αντικατάσταση του πετρελαίου που μετέφεραν οι καταναλώτριες χώρες αποδέσμευσαν αντίστοιχες ποσότητες προϊόντων, κυρίως από τα αποθέματα τους των 90 ημερών. Σύμφωνα με αναλυτές της αγοράς εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η ανωτέρω κινητοποίηση και έκτακτη τροφοδοσία της αγοράς οι τιμές του αργού θα είχαν ξεπεράσει τώρα τα 100 δολ/βαρέλι. Μία θέση ασφαλώς που δεν αποδέχεται η διοίκηση του ΙΕΑ η οποία υποστηρίζει ότι έχει τη δυνατότητα να ζητήσει αποδέσμευση ποσοτήτων μόνο σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής στον εφοδιασμό της αγοράς, όπως συνέβη με τον τυφώνα «Κατρίνα». Επισημαίνοντας τη σημασία που αποκτούν πλέον τα προϊόντα, σε σύγκριση με το αργό ο εκτελεστικός διευθυντής του ΙΕΑ, κ. Claude Mandil, ομιλώντας στο συνέδριο Oil & Money δήλωσε χαρακτηριστικά ότι η πρόσφατη απόφαση των χωρών του ΟΠΕΚ, (20/9), να καταργήσει προσωρινά το σύστημα ποσοστώσεων προσφέροντας ουσιαστικά στην αγορά όσο πετρέλαιο αυτή ζητήσει (free for all) δεν πρόκειται να επηρεάσει ιδιαίτερα τις τιμές του αργού στις διεθνείς αγορές αφού οι προσφερόμενες ποσότητες είναι σε βαρύ πετρέλαιο. Πράγμα το οποίο και επιβεβαιώθηκε, αφού την Τετάρτη και Πέμπτη που πέρασε οι τιμές για την ποιότητα Brent εκινούντο στα 62 – 64 δολ/βαρέλι. Χωρίς να παραβλέψει τη σημασία της παραγωγής αργού, αφού η διεθνής αγορά κινείται στα όρια της, ο κ. Mandil προέτρεψε τις κυβερνήσεις των πετρελαιοπαραγωγικών χωρών να προχωρήσουν σε ουσιαστικά μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας με στόχο τη μείωση του ρυθμού αύξησης της κατανάλωσης. Ο ΙΕΑ έχει ήδη επεξεργαστεί λεπτομερή σχέδια, με άμεσες πρακτικές εφαρμογές, για τη μείωση της κατανάλωσης αλλά και την αντικατάσταση του πετρελαίου με άλλες μορφές ενέργειας. Ένα χαρακτηριστικό της σημερινής πετρελαϊκής κρίσης είναι ότι αυτή, σε αντιδιαστολή με αυτές του 1973 και 1979/81 που οφείλοντο σε διαταραχές στην αλυσίδα τροφοδοσίας (πχ εμπάργκο ΟΠΕΚ, κατάρρευση παραγωγής Ιράν), έχει τις ρίζες της στη διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση. Άρα παρατηρούν οικονομολόγοι του κλάδου, μόνο όταν υποχωρήσει αισθητά η ζήτηση σε παγκόσμια κλίμακα οι τιμές θα αρχίσουν να μειώνονται. Μέχρι στιγμής πάντως ακόμα και με 60 δολ/βαρέλι παρατηρείται μία ανελαστικότητα. Οι εκτιμήσεις είναι ότι οι τιμές θα αυξηθούν περαιτέρω πριν αρχίσουν να υποχωρούν ουσιαστικά προς τα τέλη του 2006 με αρχές του 2007,οδηγώντας σ’ ένα νέο κύκλο ύφεσης την παγκόσμια οικονομία. (Παρά τις υψηλές τιμές αυτή εκτιμάται ότι θα αναπτυχθεί φέτος γύρω στο 4.0%). Παράγοντες της διεθνούς αγοράς δεν κρύβουν πλέον την ανησυχία τους για την υστέρηση που παρατηρείται μεταξύ της παγκόσμιας ετήσιας κατανάλωσης πετρελαίου (30 δισεκ. βαρέλια το 2004) και του ρυθμού ανακάλυψης νέων βεβαιωμένων παραγωγικών κοιτασμάτων (μόνο 10 δισεκ. βαρέλια ανεκαλύφθησαν το 2004) όπως επίσης και με τον εξαιρετικά αργό ρυθμό εισόδου στην αγορά νέων παραγωγικών κοιτασμάτων. Εάν συνεχισθεί αυτή η αυξητική τάση στην παρούσα απόκλιση δεν αποκλείεται μέσα στα επόμενα 5-10 χρόνια να ομιλούμε περί κορύφωσης της παγκόσμιου παραγωγής. Στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα στην Ευρωζώνη, με το ευρώ να χάνει έδαφος έναντι του δολαρίου την εβδομάδα που πέρασε, αποτέλεσμα του Γερμανικού εκλογικού αδιεξόδου, εκτιμάται ότι οι τιμές προϊόντων θα αυξηθούν κι άλλο καθώς οι εισαγωγές πετρελαίου (στα 60 – 65 δολ/βαρέλι) θα αποτιμώνται ακριβότερα. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι σύντομα θα οδηγηθούμε σε νέες ανατιμήσεις στην εσωτερική αγορά, παρατηρούν παράγοντες των Ελληνικών πετρελαϊκών εταιρειών, όπου η αμόλυβδη αναμένεται να ξεπεράσει το 1.20 € το λίτρο μέχρι τα Χριστούγεννα. Οιαδήποτε σκέψη για μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης ή εκτάκτων πετρελαϊκών επιδομάτων πρέπει να αποκλειστούν αφού όπως φάνηκε από τις δηλώσεις Καραμανλή στη ΔΕΘ η κυβέρνηση είναι πλέον πλήρως εναρμονισμένη με την πολιτική των Βρυξελλών. Έτσι κανονικά θα πρέπει να αναμένονται αυξήσεις στον ΕΦΚ με τον προϋπολογισμό το 2006, οι οποίες όμως δεν θα ανακοινωθούν από τώρα, ώστε να αποφευχθεί κερδοσκοπία στην εσωτερική αγορά και να μην αποστερήσουν εισοδήματα στην κρίσιμη, από εμπορικής άποψης, προ Χριστουγέννων χρονική περίοδο. Όμως, αργά ή γρήγορα, συμπληρώνουν οι άνω παράγοντες, η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να αυξήσει τους φόρους ώστε να εναρμονιστεί το φορολογικό καθεστώς στα καύσιμα με αυτό των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών όπου λχ στην Μ. Βρετανία οι φόροι αποτελούν το 62% της τελικής τιμής και στη Γαλλία, Γερμανία το 58%. Σε αντίθεση στην Ελλάδα οι φορολογικές επιβαρύνσεις (ΕΦΚ, ΦΠΑ) αντιστοιχούν περίπου στο 45,5% της τιμής. Φαίνεται ότι τις δύο τελευταίες εβδομάδες στην Κυβέρνηση έχουν επικρατήσει οι απόψεις του οικονομικού επιτελείου (Αλογοσκούφης – Δούκας) έναντι των απόψεων του Υπουργείου Ανάπτυξης, το οποίο με στόχο τον έλεγχο του τιμάριθμου δεν χάνει ευκαιρία να κάνει παραστάσεις στην Ε. Ένωση ζητώντας ευελιξία στη φορολογία καυσίμων και δυνατότητα μείωσης σε περίοδο υψηλών διεθνών τιμών. Αιτήματα βέβαια τα οποία και έχουν απορριφθεί πανηγυρικά τουλάχιστον δύο φορές τους τελευταίους 16 μήνες. Όπως δήλωσε στην στήλη γνωστός Έλληνας οικονομολόγος που ηγείται διεθνούς συμβουλευτικού οργανισμού στο Λονδίνο, «οποιαδήποτε προσπάθεια μείωσης των φόρων όταν οι διεθνείς τιμές πετρελαίου αυξάνονται φανερώνουν όχι μόνο άγνοια θεμελιωδών οικονομικών κανόνων αλλά και ύποπτα πολιτικά κίνητρα».