Του Κ.Ν.Σταμπολή
Σημαντική Υποδομή Πριν από εννέα περίπου χρόνια ξεκίνησε η τροφοδοσία της Ελληνικής αγοράς με φυσικό αέριο και έκτοτε αυτή έχει αναπτυχθεί και αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς. Σήμερα η χώρα εισάγει συνολικά 2.5 BCM’S (δισεκ. κυβ. μέτρα) το χρόνο, με 2.0 BCM’S προερχόμενα από τη Ρωσία, και συγκεκριμένα από την εταιρεία Gazprom, και 0.5 BCM’S σε μορφή υγροποιημένου αερίου μέσω ειδικών πλοίων από την Αλγερία από την εταιρεία Sonatrach. Η εισαγωγή και χρήση του Φυσικού Αερίου στην Ελλάδα κατέστη δυνατή χάρη στην κατασκευή ενός εκτεταμένου δικτύου αγωγών και σταθμών από την Δημόσια Επιχείρηση Αερίου (ΔΕΠΑ) στην οποία και ανήκουν όλες οι σχετικές εγκαταστάσεις. Αυτές, συνοπτικά, αποτελούνται από: (α) Τον κύριο αγωγό μήκους 512 χλμ υψηλής πίεσης (70 Bar) που μεταφέρει το αέριο από τα Ελληνο – Βουλγαρικά σύνορα στην Αττική. (β) Τους κλάδους μεταφοράς υψηλής και μέσης πίεσης οι οποίοι μεταφέρουν το αέριο στα κέντρα κατανάλωσης και έχουν συνολικό μήκος 1.500 χλμ. (γ) Τον σταθμό υγροποιημένου αερίου (LNG) στη νήσο Ρεβυθούσα, στον κόλπο Μεγάρων Αττικής, όπου αποθηκεύεται και αεριοποιείται το αέριο που εισάγεται από την Αλγερία. (δ) Μετρητικό Σταθμό παραλαβής εισαγόμενου φυσικού αερίου στο Σιδηρόκαστρο (Ελληνο-Βουλγαρικά σύνορα) (ε) Εκατοντάδες βοηθητικούς μετρητικούς σταθμούς και το Κέντρο Λειτουργίας και Συντήρησης στο Πάτημα Ελευσίνα. Τα βασικά έργα για τη δημιουργία της ανωτέρω υποδομής κατασκευάστηκαν την περίοδο 1989 – 1998 ενώ οι κλάδοι των αγωγών επεκτείνονται διαρκώς με παράλληλη συνεχή αναβάθμιση όλης της υπόλοιπης υποδομής (δηλαδή αγωγοί κλάδοι, terminal Ρεβυθούσας, μετρητικοί σταθμοί κλπ). Το συνολικό κόστος για το βασικό έργο υποδομής έφθασε σχεδόν τα 2.0 δισεκ. € με το Ελληνικό Δημόσιο να έχει συνεισφέρει ποσά της τάξεως των 1.2 δισεκ. € και τα υπόλοιπα να έχουν δοθεί υπό μορφή καθαρών επιδοτήσεων (grants) από την Ε. Ένωση και χαμηλότοκων δανείων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Αυξάνεται η Κατανάλωση Φυσικού Αερίου Σήμερα, το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται πρωτίστως για την παραγωγή ηλεκτρισμού από τη ΔΕΗ η οποία καταναλώνει το 75% των ανωτέρω ποσοτήτων, ενώ το υπόλοιπο 25% καταναλώνεται από την βιομηχανία, ξενοδοχεία, νοσοκομεία, μικρές επιχειρήσεις καθώς και από τον οικιακό τομέα. Ο τελευταίος εξυπηρετείται μέσω των Εταιρειών Παροχής Αερίου (ΕΠΑ) όπου το Δημόσιο συμμετέχει με ποσοστό 51% ενώ το υπόλοιπο το έχουν ιδιωτικές εταιρείες, οι οποίες έχουν και το μάνατζμεντ, και έχουν επενδύσει και επενδύουν διαρκώς στην κατασκευή και επέκταση των δικτύων πόλεως, την συντήρησή τους ενώ έχουν αναλάβει πλήρως τις πωλήσεις προς τους οικιακούς και εμπορικούς καταναλωτές. Σήμερα λειτουργούν με επιτυχία τρεις ΕΠΑ (Αττικής, Θεσσαλονίκης, Θεσσαλίας). Μέχρι στιγμής έχουν επιτύχει συνολικά 56.000 περίπου συνδέσεις (27.000 Αττική, 18.000 Θεσσαλονίκη, 11.000 Θεσσαλία) που εξυπηρετούν όμως αριθμητικά πολύ περισσότερους πελάτες (σχεδόν 160.000) αφού υπάρχουν ήδη αρκετές συνδέσεις σε πολυκατοικίες. Με δεδομένο τον δύσκολο και δύσκαμπτο οικιστικό ιστό των περισσότερων πολεοδομικών συγκροτημάτων της χώρας μας και την κακή ποιότητα των περισσότερων οικοδομών, με την τραγική έλλειψη ανοικτών χώρων πέριξ των κτιρίων, το έργο επέκτασης των δικτύων πόλεων καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολο. Γι’ αυτό και εκτιμήσεις για την αύξηση της κατανάλωσης φυσικού αερίου σε αστικές περιοχές μέσα στην επόμενη πενταετία είναι ιδιαίτερα συντηρητικές, σε σύγκριση με αντίστοιχες περιπτώσεις άλλων χωρών. Σε κάθε περίπτωση όμως οι προοπτικές ανάπτυξης της Ελληνικής αγοράς φυσικού αερίου συνολικά, είναι ιδιαίτερα θετικές αφού υπολογίζεται ότι η κατανάλωση θα αυξηθεί στα 5.0 BCM’S, δηλαδή θα έχει διπλασιαστεί, μέχρι το 2010. Η Ανάγκη για Απελευθέρωση της Αγοράς Καθώς όμως αναπτύσσεται η αγορά Φυσικού Αερίου αλλά και του ηλεκτρισμού (όπου το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο στην ηλεκτροπαραγωγή) εδώ και μία δεκαετία περίπου ετέθη το θέμα της απελευθέρωσης της αγοράς αυτής, στα πλαίσια της δημιουργίας ανταγωνισμού στην Ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά, έτσι ώστε να δίδεται η δυνατότητα στους καταναλωτές να επιλέγουν τους προμηθευτές τους (άρα θα πρέπει να είναι περισσότεροι του ενός) αλλά και του προμηθευτή (ο οποίος δεν ταυτίζεται πάντοτε με τον ιδιοκτήτη του συστήματος μεταφοράς) να μπορεί να χρησιμοποιεί την υπάρχουσα υποδομή για την μεταφορά του αερίου του προς τους πελάτες του (πχ σταθμοί παραγωγής ηλεκτρισμού, βιομηχανικές μονάδες, ΕΠΑ) Προς αυτή την κατεύθυνση η Ε. Επιτροπή πριν από μερικά χρόνια εξέδωσε σχετική Οδηγία (2003/55/ΕΚ) βάσει της οποίας τα κράτη μέλη πρέπει να κινηθούν για να ανοίξουν τις αγορές τους στον ανταγωνισμό διευκολύνοντας την πρόσβαση τρίτων στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής. Με στόχο την εναρμόνιση της Ελληνικής νομοθεσίας προς την Κοινοτική, και ιδιαίτερα την εφαρμογή της ανωτέρω Οδηγίας, η κυβέρνηση προχώρησε στην ετοιμασία νομοσχεδίου, με θέμα την «Απελευθέρωση της Αγοράς Φυσικού Αερίου» το οποίο, μέσω του ΥΠΑΝ, έθεσε σε δημόσια διαβούλευση τον περασμένο μήνα. Το εν λόγω νομοσχέδιο συνοδεύεται από υπουργική απόφαση η οποία ορίζει τα τιμολόγια μεταφοράς φυσικού αερίου και αεριοποίησης του υγροποιημένου φυσικού αερίου. «Κύριοι στόχοι του νομοσχεδίου είναι η ιδιωτικοποίηση και η προώθηση του ανταγωνισμού, με απώτερο σκοπό την καλύτερη εξυπηρέτηση του καταναλωτή» δηλώνει ο κ. Ραφαήλ Μωυσής, Πρόεδρος και Δ/νων Σύμβουλος της ΔΕΠΑ. Σύμφωνα με τον κ. Μωυσή «Το σχέδιο Νόμου επιβάλλει τη διαίρεση της σημερινής ενιαίας ΔΕΠΑ σε δύο τουλάχιστον κομμάτια, τη ΔΕΠΑ Εμπορίας και την Εταιρεία ΔΕΣΦΑ. Από αυτές, ο ΔΕΣΦΑ θα έχει την ιδιοκτησία και την ευθύνη διαχειρίσεως του Εθνικού Συστήματος του Φυσικού Αερίου, θα επιβαρύνεται με το κόστος της ανάπτυξης, συντήρησης και λειτουργίας των αγωγών και θα εισπράττει σε αντάλλαγμα το κόμιστρο που θα προσδιορίσει η Υπουργική Απόφαση. Η οικονομική βιωσιμότητα του ΔΕΣΦΑ εξαρτάται, λοιπόν, από το κατά πόσον το κόμιστρο που θα προσδιορίσει η Υπουργική Απόφαση θα καλύπτει το παραπάνω κόστος». Σε ότι αφορά τις προοπτικές αποδοτικής λειτουργίας της ΔΕΠΑ Εμπορίας ο πρόεδρος της σημερινής ΔΕΠΑ είναι ιδιαίτερα εύγλωττος «Εδώ χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Γιατί όσο επιτυχημένες κι αν είναι οι επιχειρήσεις που θα εισέλθουν στην αγορά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ΔΕΠΑ θα παραμείνει για πολλά χρόνια ο leader, δηλαδή ο παράγων που θα προσδιορίζει το επίπεδο τιμών πωλήσεως του Φυσικού Αερίου. Οι υπόλοιπες εταιρείες θα προσπαθήσουν να προσφέρουν το αέριο με κάπως περισσότερο συμφέροντες όρους. Εάν, όμως, η ίδια η ΔΕΠΑ Εμπορίας είναι ακριβή στον τρόπο λειτουργίας της, το πιθανότερο είναι ότι οι άλλες εταιρείες θα προσαρμόσουν τις τιμές τους σε επίπεδα τα οποία θα απέχουν οριακά μόλις από αυτές που θα προσδιορίσει ο leader. Ας μην ξεχνάμε το παράδειγμα ανάπτυξης των ιδιωτικών τραπεζών στην Ελλάδα, όπου όλες δημιουργήθηκαν και ευδοκίμησαν επωφελούμενες από το υψηλό κόστος, με το οποίο λειτουργούσε τότε ο leader εκείνης της αγοράς, η Εθνική Τράπεζα. Είναι, λοιπόν απόλυτα συμφέρον για τον καταναλωτή παρατηρεί ο κ. Μωυσής «να εξασφαλιστεί ότι η ΔΕΠΑ Εμπορίας θα μπορεί να λειτουργεί με το χαμηλότερο δυνατό κόστος, απαλλαγμένη από τις αγκυλώσεις που της επιβάλλει ο σημερινός δημόσιος χαρακτήρας της». Το Καράβι που Φεύγει Για να τονίσει την ανάγκη να λειτουργήσει η νέα ΔΕΠΑ με κριτήρια και όρους όπως όλες οι εμπορικές επιχειρήσεις και άρα να μπορέσει να ανταγωνισθεί στην αγορά ο κ. Μωυσής παραθέτει ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα. «Ας υποθέσουμε ότι προσφέρεται στην αγορά της Μεσογείου ένα καράβι με Υγροποιημένο Φυσικό Αέριο (LNG) σε πολύ συμφέρουσες τιμές. Ο ιδιώτης ανταγωνιστής της ΔΕΠΑ έχει την ευκαιρία να σπεύσει να το αγοράσει και να εκμεταλλευτεί το φορτίο του. Η ΔΕΠΑ για να εξασφαλίσει την ίδια αγορά πρέπει να φέρει το θέμα στο Διοικητικό Συμβούλιο, να πάρει την έγκρισή του, να υποβάλλει την απόφαση αυτή στο Ελεγκτικό Συνέδριο και Κύριος οίδε σε ποιες άλλες Ελεγκτικές Αρχές. Μέχρις ότου πάρει αυτές τις εγκρίσεις, είναι απολύτως βέβαιο ότι το καράβι – ευκαιρία θα έχει πλεύσει προς την Εσπερίαν!» «Αντίστοιχα εμπόδια και στρεβλώσεις στον τρόπο ανταγωνιστικής λειτουργίας ισχύουν και σε πολλά άλλα θέματα που σήμερα διέπουν τη λειτουργία της ΔΕΠΑ και αφορούν προμήθειες, ανθρώπινους πόρους, αναθέσεις έργων και υπηρεσιών» τονίζει ο κ. Μωυσής για να καταλήξει «Εάν, λοιπόν, το νέο θεσμικό πλαίσιο δεν φροντίσει να δώσει στη ΔΕΠΑ Εμπορίας τους ίδιους όρους με τους οποίους μπορεί να λειτουργήσει μία ιδιωτική επιχείρηση, το αποτέλεσμα θα είναι ακριβό κόστος λειτουργίας της ΔΕΠΑ». Ενστάσεις Παράγοντες της αγοράς στους οποίους απευθυνθήκαμε για να μας σχολιάσουν το νέο νομοσχέδιο για το Φυσικό Αέριο επισημαίνουν ότι ναι μεν αυτό κινείται γενικά προς τη σωστή κατεύθυνση, υπό την έννοια της εισαγωγής του στοιχείου του ανταγωνισμού στην αγορά και τις δυνατότητες πρόσβασης τρίτων στο δίκτυο, πλην όμως δεν εξασφαλίζει ισότιμη αντιμετώπιση στις επιχειρήσεις που θα κληθούν σύντομα να συμμετάσχουν σε μία αγορά που θα είναι «κομμένη και ραμμένη» στα μέτρα της νέας ΔΕΠΑ και της ΔΕΗ. Ενώ σε επίπεδο απλού οικιακού καταναλωτή, μικρών και μεγαλύτερων εμπορικών επιχειρήσεων και βιομηχανιών, η δυνατότητα επιλογής προμηθευτού, με τους προτεινόμενους όρους αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός, γιατί βάσει των δεσμεύσεων που εισάγει το νομοσχέδιο αυτό θα είναι πρακτικώς αδύνατον. Υπάρχουν τρία βασικά σημεία στα οποία εστιάζουν την κριτική τους παράγοντες της ενεργειακής αγοράς και υποψήφιοι ηλεκτροπαραγωγοί : (Α) Ο τρόπος διαμόρφωσης της τιμής πώλησης του αερίου από το σύστημα μεταφοράς, ο οποίος βάσει του νομοσχεδίου θα καθορίζεται με Υπουργική Απόφαση, είναι σε λάθος κατεύθυνση αφού δεν εξασφαλίζει ίσους όρους πρόσβασης στο δίκτυο και άρα επίτευξης ανταγωνισμού. Εδώ πρέπει να διευκρινισθεί ότι η τιμή του φυσικού αερίου καθορίζεται από τρεις παράγοντες: (i) Τιμή κτήσης της πρώτης ύλης (commodity) (ii) Κόστος μεταφοράς μέσα στο σύστημα (iii) Κόστος εξισορρόπησης για κάλυψη αιχμών (LNG) Με δεδομένο ότι οι συνιστώσες (ii) και (iii) θα καθορίζονται από την ΔΕΠΑ Μεταφοράς, ο ανταγωνισμός ουσιαστικά μεταφέρεται στο (i) όπου οι διάφοροι προμηθευτές-χονδρέμποροι θα ανταγωνισθούν με κύριο όπλο τους τις σχέσεις τους με τους παραγωγούς (π.χ. Ρωσία, Αζερμπαϊτζάν, Ιράν, Αλγερία, Αίγυπτος, κλπ.) και την αξιοπιστία τους στην αγορά. Όμως, παρατηρούν οι εταιρείες, δεν είναι δυνατόν να εστιασθεί όλος ο ανταγωνισμός στο (i), δηλαδή στις τιμές του αερίου ως commodity, και οι άλλοι δύο κρίσιμοι παράγοντες ν’ αφεθούν στο έλεος της ΔΕΠΑ Μεταφοράς την στιγμή που είναι απόλυτα βέβαιο ότι αυτή θα προσφέρει σε ορισμένους πελάτες όπως λ.χ. η ΔΕΗ, ιδιαίτερες τιμές. Εξ’ άλλου, υπάρχει ειδική σύμβαση μεταξύ ΔΕΠΑ και ΔΕΗ, (επειδή η ΔΕΗ είναι ο μεγαλύτερος πελάτης της ΔΕΠΑ) βάσει της οποίας σε περίπτωση κερδοφορίας της ΔΕΠΑ, αυτή είναι υποχρεωμένη να επιστρέφει σε ετήσια βάση 8% των κερδών της στην ΔΕΗ! Με αυτό το επιχείρημα οι εταιρείες παρατηρούν ότι προκειμένου να εξασφαλισθούν ίσοι όροι ανταγωνισμού, ιδιαίτερα στην ηλεκτροπαραγωγή, θα πρέπει να επιβληθεί η υπογραφή διαφανών και δημοσιευμένων συμβάσεων μεταφοράς αερίου και παροχής LNG με κάθε έναν σταθμό ηλεκτροπαραγωγής ξεχωριστά. Με δεδομένο τον κομβικό ρόλο της ηλεκτροπαραγωγής στην ανάπτυξη της αγοράς φυσικού αερίου είναι απαραίτητο όπως κάθε ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός θεωρηθεί ως ξεχωριστός καταναλωτής-πελάτης και η τιμολόγηση του κόστους μεταφοράς όπως και του αερίου εξισορρόπησης να γίνεται με βάση το προφίλ λειτουργίας της συγκεκριμένης μονάδος. (Β) Η δεύτερη ένσταση των εταιρειών αφορά το υψηλό κόστος μεταφοράς το οποίο διαμορφώνεται από τις διατάξεις του προτεινόμενου νέου νόμου και ιδιαίτερα μέσω της προβλεπόμενης Υπουργικής απόφασης, μέσω της οποίας καθορίζονται επ’ ακριβώς τα κόστη μεταφοράς, με όρους και παραμέτρους οι οποίες ανά πάσα στιγμή και με την βούληση του εκάστοτε υπουργού μπορεί να αλλάζουν. Γι’ αυτό θα ήτο προτιμότερο για λόγους διαφάνειας και την επίτευξη ισότιμων όρων ανταγωνισμού, η όλη διαδικασία υπολογισμού του κόστους μεταφοράς να ενσωματωθεί στον ίδιο νόμο με κανόνες και όρους που θα είναι εκ των προτέρων γνωστοί σε όλους. Οι προτεινόμενοι όροι και παράμετροι που περιέχονται στο υποβληθέν σχέδιο Υπουργικής Απόφασης, παρατηρούν οι εταιρείες, διαμορφώνουν ένα ιδιαίτερα υψηλό κόστος μεταφοράς το οποίο αποβλέπει στην απόσβεση του συνολικού κόστους του έργου, συμπεριλαμβανομένων και των κοινοτικών επιδοτήσεων, οι οποίες όμως δόθησαν στην ΔΕΠΑ ακριβώς για να εξασφαλίσουν χαμηλό κόστος λειτουργίας του όλου συστήματος και ανταγωνιστικότερους όρους μεταφοράς. Επίσης στο διαμορφούμενο κόστος συμπεριλαμβάνονται και χρεώσεις 100% του κόστους εγκατάστασης και αποθήκευσης ποσοτήτων LNG ενώ κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από την Ευρωπαϊκή Οδηγία. (Γ) Μια τρίτη σημαντική παρατήρηση των εταιρειών αφορά την διατήρηση από το Δημόσιο του 51% στην μετοχική σύνθεση των ΕΠΑ, κάτι που αναμφισβήτητα αποτελεί στρέβλωση των συνθηκών ανταγωνισμού ιδίως με την μακροχρόνια δέσμευση από πλευράς τους για αγορές σημαντικών ποσοτήτων φυσικού αερίου από την ΔΕΠΑ. Το σημερινό παράδοξο οφείλεται στο γεγονός ότι όταν δημιουργήθηκαν οι ΕΠΑ δεν υπήρχε πλαίσιο ανταγωνισμού. Εάν όμως εξακολουθήσει η δομή και λειτουργία των ΕΠΑ ως έχει και με τις «σιδηρές» δεσμεύσεις τους προς την ΔΕΠΑ, ουσιαστικά αποκλείεται οποιοσδήποτε ανταγωνισμός στην προμήθεια, ενώ δεν αναμένονται ουσιαστικά τιμολογιακά οφέλη για τους πελάτες των ΕΠΑ. Έτσι, οι πελάτες των ήδη υπαρχουσών Εταιρειών Παροχής Αερίου και των υπό σύσταση ΕΠΑ δεν έχουν την δυνατότητα επιλογής προμηθευτή φυσικού αερίου μέχρι την λήξη της αδείας διανομής των παραπάνω εταιρειών στις περιοχές ευθύνης τους για τα επόμενα 25 χρόνια! Το άρθρο 25, στο σχέδιο Νόμου επιτρέπει στις Εταιρείες Παροχής Αερίου (ΕΠΑ) να επιλέγουν προμηθευτές φυσικού αερίου ελεύθερα από το τέλος του 2008 αλλά για ποσότητες πέραν των συμβατικών ποσοτήτων που έχουν με την ΔΕΠΑ. Με τα μέχρι σήμερα δεδομένα (εξαιρετικά αργοί ρυθμοί διείσδυσης αερίου), η πιθανότητα ζήτησης των επιπλέον αυτών ποσοτήτων παρουσιάζεται από ελάχιστη ως μηδαμινή. Άρα στην ουσία δεν επιτυγχάνεται ουδείς ανταγωνισμός. Κατά συνέπεια οι τελικοί καταναλωτές των ΕΠΑ (οι οποίοι δεν γίνονται επιλέγοντες πελάτες παρά μόνο μετά την λήξη των τριαντάχρονων αδειών διανομής!) δεν θα έχουν την πιθανότητα να απολαύσουν ανταγωνιστικότερες τιμές φυσικού αερίου από τις ΕΠΑ αφού και αυτές δεν θα έχουν την δυνατότητα στην πράξη να αναζητήσουν ανταγωνιστικότερες τιμές φυσικού αερίου από τους προμηθευτές τους, τουλάχιστον μέχρι την λήξη των συμβάσεων τους με την ΔΕΠΑ το 2016. Είναι προφανές ότι εάν δεν γίνουν σημαντικές αλλαγές και βελτιώσεις στο υπό εξέταση νομοσχέδιο, απομακρύνεται κάθε ελπίδα για την δημιουργία μιάς ανταγωνιστικής αγοράς φυσικού αερίου στην χώρα μας μέσα στα επόμενα χρόνια. Αυτό θα έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο στις σχέσεις μας με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και στην περαιτέρω ανάπτυξη της ίδιας της αγοράς.