Του Κ. Ν. Σταμπολή
Σε διάστημα λιγότερο του ενός έτους μία σειρά από μεγάλες και απρόβλεπτες φυσικές καταστροφές έπληξαν τον πλανήτη. Στην αρχή ήταν το τσουνάμι στη Ν.Α Ασία, μετά ήταν οι πυρκαγιές στην Ιβηρική χερσόνησο και πιο πρόσφατα οι τυφώνες «Κατρίνα» και «Ρίτα» στον κόλπο του Μεξικού. Χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και πολλοί περισσότεροι έμειναν άστεγοι ενώ ο οικονομικός αντίκτυπος στο διεθνές σύστημα θα είναι αισθητός για αρκετά χρόνια. Παράλληλα με τις φυσικές καταστροφές αυξήθηκε κατακόρυφα και ο γεωπολιτικός κίνδυνος με σοβαρά τρομοκρατικά πλήγματα στο κέντρο της Ευρώπης (Λονδίνο, Ιούνιος 2005) και έναν ασυνήθιστης αγριότητας πόλεμο με καθημερινές εκατόμβες να μαίνεται στο Ιράκ ενώ μία σύρραξη με αφορμή το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν δεν μπορεί πλέον να αποκλεισθεί. Τα ανωτέρω γεγονότα, και άλλα δευτερεύοντα, τα οποία εν πολλοίς είναι ανεξέλεγκτα, έχουν εντείνει όπως είναι φυσικό την αβεβαιότητα που παρατηρείται τελευταία στις διεθνείς αγορές εμπορευμάτων και ιδιαίτερα αυτές που αφορούν τους υδρογονάνθρακες. Ταυτόχρονα, με την παγκόσμια ζήτηση για πετρέλαιο και φυσικό αέριο να αυξάνεται με υψηλούς ρυθμούς τα τελευταία 2 χρόνια είναι λογικό οι τιμές να επηρεάζονται ανοδικά, όχι τόσο σαν αποτέλεσμα κερδοσκοπικών παιγνίων αλλά λόγω πραγματικών υποκείμενων λόγων. Κερδοσκοπία και Υποκείμενοι Λόγοι Το γεγονός ότι παράλληλα με τις αγορές φυσικών εμπορευμάτων εδώ και χρόνια (από τις αρχές της δεκαετίας του 1980) λειτουργούν και οι χρηματιστηριακές αγορές εμπορευμάτων, όπως το ΝΥΜΕΧ στην Ν. Υόρκη, το ΙΡΕ στο Λονδίνο, και η αγορά εμπορευμάτων της Σιγκαπούρης, επηρεάζει μέχρις ένα βαθμό τη διαμόρφωση των τιμών στα συμβόλαια προμήθειας αργού, προϊόντων και φυσικού αερίου, τα οποία συνάπτονται μεταξύ προμηθευτών, διυλιστηρίων και εταιρειών αερίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τιμές με τις οποίες ένα διυλιστήριο πχ στη ΝΑ Μεσόγειο προμηθεύεται αργό από λχ την Ρωσία, βασίζεται στις καθημερινές δημοσιευμένες τιμές του οίκου Platts, οι οποίες είναι συνήθως 5 – 8 δολάρια το βαρέλι πιο κάτω από τις επικρατούσες χρηματιστηριακές (πχ Brent). Αυτή η διαφορά από μόνη της μιλάει για το γεγονός ότι η πραγματική αγορά πετρελαίου, δηλαδή αυτή που ισχύει μεταξύ παραγωγών εταιρειών και διυλιστηρίων ανά τον κόσμο, έχει προεξοφλήσει ήδη την όποια πλασματικότητα των χρηματιστηριακών τιμών εμπορευμάτων. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι και αυτές οι «πραγματικές τιμές», βάση των οποίων πραγματοποιούνται οι αγοραπωλησίες δεν περιέχουν ένα περιθώριο κερδοσκοπίας, το οποίο όμως κατά γενικό κανόνα κινείται στο 5% – 8% της τελικής αξίας των συμβολαίων. Αυτά όλα τα αναφέρουμε γιατί το τελευταίο διάστημα, τείνει να διαμορφωθεί η άποψη, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ότι η άνοδος των τιμών του πετρελαίου είναι ένα παροδικό φαινόμενο απόλυτα εξαρτώμενο από κερδοσκοπικά παιχνίδια. Διάφοροι πολιτικοί, όπως ο Καγκελάριος Σρέντερ, που όφειλε να γνωρίζει καλύτερα, και επιχειρηματίες όπως ο κ. Forbes, ο οποίος πιστεύει ότι η πορεία όλου του πλανήτη κατευθύνεται από τη Wall Street, δήλωναν πρόσφατα ότι τουλάχιστον το 50% των διεθνών τιμών πετρελαίου οφείλεται σε κερδοσκοπικό «καπέλο» και ότι όλη η υπόθεση των τιμών είναι μία φούσκα που γρήγορα θα σπάσει και οι τιμές θα κατρακυλήσουν στα 40, στα 30 ή ακόμα και στα 20 δολάρια. Σύμφωνα με τους θιασώτες αυτής της θεωρίας τα κερδοσκοπικά αμοιβαία κεφάλαια τύπου «hedge funds» παίζουν τώρα κυρίαρχο ρόλο και οι τιμές θα υποχωρήσουν μόλις οι διαχειριστές των κεφαλαίων αποφασίσουν να ρευστοποιήσουν τις θέσεις τους αποκομίζοντας τρελά κέρδη! Όμως η αλήθεια για το τι πραγματικά συμβαίνει φαίνεται να είναι λίγο διαφορετική. Σύμφωνα με ειδικούς του χώρου μεταξύ των οποίων ο πρόεδρος της Chevron κος. David O’Reilly, της Total κος. Thierry Desmarest, της Schlumberger κος. Andrew Gould, ανωτέρων διευθυντικών στελεχών της Saudi ARAMCO, της Shell, της Morgan Stanley και άλλων κορυφαίων παραγόντων της διεθνούς πετρελαϊκής αγοράς, που συγκεντρώθηκαν πρόσφατα στο Λονδίνο στα πλαίσια του ετήσιου συνεδρίου «Oil & Money», οι λόγοι που συμβάλλουν στην άνοδο των τιμών οφείλονται κυρίως, χωρίς να παραβλέπονται και οι γεωπολιτικοί παράγοντες αστάθειας, στην απλή γενική εξίσωση προσφοράς - ζήτησης αργού, και δευτερευόντως στην εξειδίκευση της για τα διυλισμένα προϊόντα. Σύμφωνα με τους άνω ειδικούς και άριστους γνώστες των μηχανισμών της αγοράς, το πρόβλημα πλέον εστιάζεται τους τελευταίους μήνες στην ανά κόσμο διυλιστική δυναμικότητα και την διαθεσιμότητα προϊόντων με τις προδιαγραφές που απαιτούνται κατά τόπο. Το Πρόβλημα με την Διύλιση Ως γνωστό υπάρχει μεγάλη γκάμα προδιαγραφών για προϊόντα σε ΗΠΑ- Καναδά (οι οποίες διαφοροποιούνται μάλιστα από πολιτεία σε πολιτεία) πράγμα που οφείλεται στα διαφορετικά ισχύοντα μέτρα για εκπομπές καυσαερίων για την προστασία του περιβάλλοντος, ενώ και στην Ευρώπη οι προδιαγραφές έχουν αλλάξει, προς το αυστηρότερο, τα τελευταία δύο χρόνια. Η ποικιλία των προδιαγραφών σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα τελευταία 30 χρόνια στις ΗΠΑ, και 20 χρόνια στην Ευρώπη, δεν έχει κατασκευασθεί ούτε ένα νέο διυλιστήριο (αφού μέχρι πολύ πρόσφατα τα περιθώρια κέρδους ήσαν ιδιαίτερα χαμηλά), πέραν ορισμένων έργων εκσυγχρονισμού και επεκτάσεων (π.χ. αναβάθμιση των μονάδων της Motoroil και ΕΛΠΕ στην Ελλάδα) έχει καθηλώσει την παραγωγική δυναμικότητα στα επίπεδα της δεκαετίας του 1970, ενώ όλα σχεδόν τα διυλιστήρια δουλεύουν τους τελευταίους μήνες με υψηλότατους δείκτες χρήσης που αγγίζουν το 95%, το οποίο και θεωρείται άκρως επικίνδυνο. Ιδιαίτερα οξύ πρόβλημα στον τομέα της διύλισης αντιμετωπίζουν σήμερα οι ΗΠΑ οι οποίες καταναλώνουν 42 εκ. τόνους προϊόντα πετρελαίου περισσότερα από ότι παράγουν. Η διαφορά καλύπτεται με εισαγωγές από τα Ευρωπαϊκά διυλιστήρια. Όμως με την συνεχιζόμενη αύξηση της ζήτησης στην Ευρώπη θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο τα διυλιστήριά της να συνεχίζουν έπ’ άπειρον να καλύπτουν τις ανάγκες της Αμερικάνικης αγοράς. Εκτιμάται ότι μέχρι το 2010 η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει και αυτή έλλειμμα σε ντίζελ, της τάξεως των 50 εκ. τόνων, δηλαδή το 1/5 της αναμενόμενης ζήτησης. Για χρόνια οι επενδύσεις σε νέα διυλιστήρια εθεωρούντο αντιπαραγωγικές λόγω των πολύ μικρών περιθωρίων κέρδους. Όμως τα τελευταία 5 χρόνια στις ΗΠΑ αυτά έχουν αυξηθεί από λίγα σέντς στα 23 δολ. το βαρέλι σήμερα, ενώ μετά την Κατρίνα αυτά εκτοξεύθησαν στα 40 δολ. το βαρέλι! Οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες μόλις τώρα αρχίζουν να συζητούν περί νέων επενδύσεων σε διυλιστικές μονάδες αν και θεωρούν ότι ιστορικά υπάρχει κυκλικότητα στον τομέα, κάτι που επιβάλλει άκρως συντηρητικές παραδοχές. Ο ΙΕΑ έχει εκτιμήσει ότι θα χρειαστούν επενδύσεις της τάξεως των 122 δισεκ. δολ. μέχρι τα τέλη της δεκαετίας και 410 δισεκ. μέχρι το 2030 ώστε να αυξηθεί η παγκόσμια διυλιστική ικανότητα κατά 50%. Οι Διεθνείς Τιμές Στο ότι οι διεθνές τιμές αργού κινούνται ανοδικά τους τελευταίους 24 μήνες, (ανατίμηση κατά 160%) με βασικό λόγο την αυξημένη παγκόσμια ζήτηση ( με την Κίνα, Ινδία αλλά και ΗΠΑ να συμβάλλουν λόγω σταθερής οικονομικής ανάπτυξης) δεν αμφισβητείται από κανένα σοβαρό αναλυτή. Τα νούμερα του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) τα οποία και είναι ευρέως αποδεκτά απ’ όλη την αγορά, είναι ξεκάθαρα. Η παγκόσμια ημερήσια ζήτηση το 2003 ήτο 79,1 εκ. βαρ/ημέρα, το 2004 αυξήθηκε στα 82,1 εκ. βαρ/ημέρα και το 2005 τείνει να διαμορφωθεί στο 83,5. Από την άλλη πλευρά η προσφορά τόσο από τις χώρες του ΟΠΕΚ όσο και από αυτές εκτός ΟΠΕΚ (π.χ. Ρωσία, Νορβηγία, Μεξικό) λόγω περιορισμένης παραγωγικής δυνατότητας είναι αδύνατον να παρακολουθήσει την ζήτηση ιδιαίτερα με τα περιθώρια εφεδρικής παραγωγής να έχουν μειωθεί στο ελάχιστο (0,5- 1,0 εκ. βαρ/ημέρα). Δηλαδή ήταν στραβό το κλίμα ήρθαν και οι τυφώνες «Κατρίνα» και «Ρίτα» και αποσυντόνισαν μια ήδη εύθραυστη, από πλευράς προσφοράς – ζήτησης, αγορά. Αν και ο τυφώνας «Ρίτα» δεν άφησε ανθρώπινα θύματα και δεν έπληξε διυλιστήρια προκάλεσε όμως εκτεταμένες καταστροφές σε πάρα πολλές πλατφόρμες άντλησης πετρελαίου στον Κόλπο, με δεκάδες από αυτές να έχουν εξαφανιστεί ή καταστραφεί ολοσχερώς με αποτέλεσμα, σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών, η παραγωγή αργού πετρελαίου στην περιοχή να μην αποκατασταθεί πριν τα μέσα του 2006 το ενωρίτερο. (Μία πλατφόρμα άντλησης κοστίζει 100 – 500 εκ. δολάρια ανάλογα με το μέγεθος της και απαιτεί τουλάχιστον 2 χρόνια για να κατασκευασθεί). Το παραγωγικό αυτό έλλειμμα που σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις είναι της τάξης των 0.5 – 1.0 εκ. βαρ. την ημέρα καλείται τώρα να καλύψει η διεθνής αγορά, τόσο από τις χώρες του ΟΠΕΚ όσο και εκτός, επηρεάζοντας σε ένα μέτρο τις διεθνείς τιμές. Στο μέτωπο των τιμών όμως πιο σημαντική φαίνεται να είναι η πρόσφατη διαπίστωση ότι η προβλεπόμενη μακροπρόθεσμη παγκοσμίως έλλειψη διυλιστικής ικανότητας αναμένεται να συμβάλλει, περισσότερο από ότι η έλλειψη αργού, στην διατήρηση υψηλών τιμών προϊόντων κατανάλωσης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η Παρέμβαση του ΙΕΑ Οι πρόσφατοι τυφώνες, ιδίως ο «Κατρίνα», ανέδειξαν τα προβλήματα τροφοδοσίας της αγοράς των ΗΠΑ αφού στην περιοχή του Κόλπου του Μεξικού παράγεται το 25% του πετρελαίου της χώρας. Γι’ αυτό και χρειάστηκε η παρέμβαση του ΙΕΑ με την αποδέσμευση στρατηγικών αποθεμάτων αργού σε Ευρώπη και ΗΠΑ αλλά και προϊόντων (2 εκ. βαρέλια την ημέρα για 30 ημέρες εκ των οποίων 40% σε προϊόντα). Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς αυτή ήτο μια πρωτοφανής κίνηση από πλευράς κυβερνήσεων και ΙΕΑ αφού είναι η πρώτη φορά από συστάσεως του οργανισμού που πραγματοποιήθηκε κινητοποίηση σε τέτοια μεγάλη κλίμακα και σε τόσο σύντομο διάστημα. Είναι αξιοσημείωτο αφ ης στιγμής έγινε γνωστό το πρόβλημα πως μέσα σε 6 ώρες είχε κινητοποιηθεί ο ΙΕΑ και οι χώρες μέλη του και εντός 24 ωρών είχε τεθεί σε εφαρμογή μία διεθνής επιχείρηση συντονισμού, δοκιμάζοντας πλήρως το σχέδιο εκτάκτου ανάγκης, με αποτέλεσμα 25 φορτία αργού και προϊόντων κατευθυνόμενα σε διαφορετικούς προορισμούς ν’ αλλάξουν πορεία εν μέσω πελάγους και να κατευθυνθούν προς τις ΗΠΑ, ενώ σε αντικατάσταση του πετρελαίου που μετέφεραν οι καταναλώτριες χώρες αποδέσμευσαν αντίστοιχες ποσότητες προϊόντων, κυρίως από τα αποθέματα τους των 90 ημερών. Σύμφωνα με αναλυτές της αγοράς εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η ανωτέρω κινητοποίηση και έκτακτη τροφοδοσία της αγοράς οι τιμές του αργού θα είχαν ξεπεράσει τώρα τα 100 δολ/βαρέλι. Μία θέση ασφαλώς που δεν συμμερίζεται η διοίκηση του ΙΕΑ η οποία υποστηρίζει ότι έχει τη δυνατότητα να ζητήσει αποδέσμευση ποσοτήτων μόνο σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής στον εφοδιασμό της αγοράς, όπως συνέβη με τον τυφώνα «Κατρίνα». Επισημαίνοντας τη σημασία που αποκτούν πλέον τα προϊόντα, σε σύγκριση με το αργό ο εκτελεστικός διευθυντής του ΙΕΑ, κ. Claude Mandil, δήλωσε χαρακτηριστικά ότι η πρόσφατη απόφαση των χωρών του ΟΠΕΚ, (20/9), να καταργήσει προσωρινά το σύστημα ποσοστώσεων προσφέροντας ουσιαστικά στην αγορά όσο πετρέλαιο αυτή ζητήσει (free for all) δεν πρόκειται να επηρεάσει ιδιαίτερα τις τιμές του αργού στις διεθνείς αγορές αφού οι προσφερόμενες επιπλέον ποσότητες είναι σε βαρύ πετρέλαιο και άρα ακατάλληλο για διύλιση από πολλά διυλιστήρια. Πράγμα το οποίο και επιβεβαιώθηκε, αφού όλην την περασμένη εβδομάδα οι τιμές για την ποιότητα Brent εκινούντο στα 64 – 66 δολ/βαρέλι. Χωρίς να παραβλέψει τη σημασία της παραγωγής αργού, αφού η διεθνής αγορά κινείται στα όρια της, ο κ. Mandil προέτρεψε τις κυβερνήσεις των πετρελαιοπαραγωγικών χωρών να προχωρήσουν σε επενδύσεις σε νέες διυλιστηριακές μονάδες αλλά και ουσιαστικά μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας με στόχο τη μείωση του ρυθμού αύξησης της κατανάλωσης. Ο ΙΕΑ έχει ήδη επεξεργαστεί λεπτομερή σχέδια, με άμεσες πρακτικές εφαρμογές, για τη μείωση της κατανάλωσης αλλά και την αντικατάσταση του πετρελαίου με άλλες μορφές ενέργειας. Ένα χαρακτηριστικό της σημερινής πετρελαϊκής κρίσης είναι ότι αυτή, σε αντιδιαστολή με αυτές του 1973 και 1979/81 που οφείλοντο σε διαταραχές στην αλυσίδα τροφοδοσίας (πχ εμπάργκο ΟΠΕΚ, κατάρρευση παραγωγής Ιράν), έχει τις ρίζες της στη διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση. Τώρα όμως έρχονται προβλήματα και στην τροφοδοσία που πρόκειται να χειροτερέψουν την όλη κατάσταση. Η Διγλωσσία του ΟΠΕΚ Ένας από τους βασικούς λόγους γιατί οι διεθνείς τιμές κινούνται σταθερά πάνω από τα 60 δολάρια το βαρέλι τους τελευταίους 3 μήνες είναι το γεγονός ότι ο ΟΠΕΚ, τον περασμένο Ιούνιο υποστήριξε ανοικτά την ανάγκη διατήρησης των τιμών άνω των 50 δολ. το βαρέλι. Αυτό το επέτυχε σχεδόν άμεσα εφαρμόζοντας μία νέα τιμολογιακή πολιτική καθώς και την επιλεκτική διακίνηση φορτίων αργού και προϊόντων. Οι πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού ενέργειας της Σαουδικής Αραβίας κ. Ναΐμι, ότι η χώρα του προσφέρει μεγάλες (επιπλέον) ποσότητας πετρελαίου αλλά δεν βρίσκει αγοραστές - δήθεν για να εξιλεώσει τον Οργανισμό και τη χώρα του από κατηγορίες περί εκμετάλλευσης της παγκόσμιας αρνητικής συγκυρίας – δεν πείθουν κανένα. Το προσφερόμενο πετρέλαιο, εάν όντως υπάρχει, είναι βαρέως τύπου και ασύμφορο οικονομικά για διύλιση από τα περισσότερα διυλιστήρια. Αγοραστές αργού και προϊόντων σε Ευρωπαϊκά διυλιστήρια δεν συμμερίζονται την ευφορία του κ. Ναΐμι περί πλημμύρας της διεθνούς αγοράς με αργό αφού είναι απόλυτα βέβαιο ότι καμία χώρα του ΟΠΕΚ δε θα ήθελε να δει τις τιμές να κατρακυλούν κάτω της σημερινής αξίας των. Υψηλή ανάπτυξη και Υψηλές Τιμές Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόσφατα ανακοινωθείσα εξαμηνιαία έκθεση του IMF, γνωστού ως World Economic Outlook, η οποία προβλέπει παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη 4.3% για το 2005 και το 2006, ένα νούμερο το οποίο είναι σχεδόν το ίδιο με τις προβλέψεις του οργανισμού τον περασμένο Απρίλιο. Στην έκθεσή του ο IMF παρατηρεί ότι η ανάπτυξη παραμένει αμετάβλητη στα ίδια επίπεδα παρά τη σημαντική αύξηση στις τιμές του πετρελαίου τους τελευταίους μήνες αν και εκφράζει τις ανησυχίες του για τους κινδύνους που αυτές εγκυμονούν για τον πληθωρισμό. «Οι σημερινές τιμές του πετρελαίου κοντά στα 70δολ/βαρέλι δεν φαίνεται να επηρεάζουν την ανάπτυξη ή να έχουν δραματικές επιπτώσεις στον πληθωρισμό τόσο στις ΗΠΑ ή στην Ευρώπη. Με δεδομένη τη συνεχιζόμενη υψηλή ζήτηση, οι τιμές του αργού και των προϊόντων αναμένεται ότι θα αυξηθούν και άλλο μέσα στους επόμενους μήνες μέχρις ότου αρχίσουν να έχουν επιπτώσεις στην ανάπτυξη. Εάν αυξηθούν σημαντικά τότε ενδεχομένως να οδηγήσουν σε οικονομική ύφεση από το 2007 και μετά» παρατηρεί ο κ. Adam Sieminski, υψηλόβαθμο στέλεχος της Deutche Bank στη Ν. Υόρκη. Ο ίδιος δεν κρύβει την ανησυχία του για την υστέρηση που παρατηρείται μεταξύ της παγκόσμιας ετήσιας κατανάλωσης πετρελαίου (30 δισ. βαρέλια το 2004) και του εξαιρετικά αργού ρυθμού ανακάλυψης νέων βεβαιωμένων παραγωγικών κοιτασμάτων (μόνο 10 δισ. βαρέλια το 2004). Εάν συνεχιστεί αυτή η αυξητική τάση στην παρούσα απόκλιση, δεν αποκλείεται μέσα στα επόμενα 5 – 10 χρόνια να μιλάμε περί κορύφωσης της παγκόσμιας παραγωγής. Υψηλή ζήτηση, συνολική αδυναμία ΟΠΕΚ για παραγωγή επιπλέον ποσοτήτων αργού σε συνεχή βάση και αδυναμία παράδοσης και λειτουργίας νέων πλατφόρμων εξόρυξης πετρελαίου και άρα καθυστέρηση στην παραγωγή αργού από νέα κοιτάσματα, απρόβλεπτες φυσικές καταστροφές και στένωση της παραγωγικής δυνατότητας των διυλιστηρίων είναι όλοι κρίσιμοι παράγοντες που συνωμοτούν για να κρατήσουν τις τιμές σε υψηλά επίπεδα. Προς το παρόν είναι ελάχιστες οι ενδείξεις που να πείθουν ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν πιο ομαλά, παρατηρούν γνώστες της αγοράς, οι οποίοι προβλέπουν επιδείνωση στον τομέα των τιμών όχι λόγω κερδοσκοπίας αλλά για πολύ απλούς και μετρήσιμους λόγους.