Tου Κωστή Η. Φαφούτη
Δείξε μου τα σκουπίδια σου, να σου πω ποιος είσαι... Κατά παράφραση της γνωστής ρήσης, η επαναλαμβανόμενη ιστορία με τα σκουπίδια είναι ενδεικτική της διαχρονικής κρατικής αδυναμίας να δώσει λύση σε ζέοντα προβλήματα, λόγω ατολμίας, ανικανότητας και φόβου του πολιτικού κόστους. Όταν τον περασμένο Ιούνιο υπό το βάρος της κοινωνικής κατακραυγής και μόνο κατόπιν εισαγγελικής παρέμβασης, η οποία και υποκατέστησε την αρμοδιότητα του κράτους, διεκόπησαν οι κινητοποιήσεις που κρατούσαν τη χωματερή των Λιοσίων κλειστή κι έγινε η αποκομιδή των απορριμμάτων, όλοι γνώριζαν ότι επρόκειτο για προσωρινή εκτόνωση. Έτσι, σήμερα, σχεδόν τέσσερις μήνες μετά, βρισκόμαστε ενώπιον του ίδιου αδιεξόδου, με τα τέσσερα και πλέον εκατομμύρια της πρωτεύουσας να υφίστανται –για τους ίδιους ακριβώς λόγους– το μαρτύριο του σκουπιδαριού. Απαιτούν λύση Οι αιτίες του φαινομένου είναι γνωστές και χιλιοειπωμένες, όπως και οι ευθύνες που βαραίνουν τους πολιτικούς, τους άρχοντες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τους εργαζομένους αλλά και τις τοπικές κοινωνίες. Η Αττική, άλλωστε, είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα «ανάπτυξης», χωρίς κανένα σχεδιασμό και με απόλυτη περιφρόνηση έναντι του φυσικού περιβάλλοντος. Όλοι μαζί αποδείχθηκαν ανίκανοι να επιλύσουν ένα πρόβλημα, που είναι μεν πολυσύνθετο και ακανθώδες, αλλά η εμπειρία από άλλες μεγαλουπόλεις δείχνει ότι μπορεί να αντιμετωπισθεί. Οι δικαιολογίες για τη διαιώνιση του αίσχους είναι πολλές, ωστόσο, οι πολίτες σε τελική ανάλυση αδιαφορούν για τα μικροκομματικά συμφέροντα του κάθε δημάρχου ή την ατολμία κάποιου υπουργού. Ούτε κατανοούν ποια μέθοδος είναι καλύτερη για τη διαχείριση των απορριμμάτων ή αν η αποξήρανση της λυματολάσπης και η εδαφοποίηση των χωματερών εγκυμονούν κινδύνους ή όχι. Απαιτούν, όμως, από τους εμπλεκόμενους φορείς να καθίσουν και να βρουν οριστική λύση, ώστε να μην κινδυνεύει κάθε τόσο η υγεία τους. Από την άλλη πλευρά, η υπόθεση σκουπίδια δεν είναι αποκλειστικό πρόβλημα του Λεκανοπεδίου. Η κατάσταση που επικρατεί στις χωματερές –είτε νόμιμες είτε παράνομες– ανά την επικράτεια αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Η ασυδοσία δε που κυριαρχεί δίνει την εντύπωση και ενός μεγάλου νομοθετικού κενού, που επιτρέπει να διαπράττονται ατιμωρητί τέτοια εγκλήματα. Ωστόσο, κάτι τέτοιο φυσικά και δεν ισχύει, γιατί ακόμη και αν δεν υφίσταντο οι προβλέψεις του εγχώριου νομοθέτη, υπάρχουν οι νόμοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τους οποίους και ενσωματώνουμε στην ελληνική νομοθεσία. Άλλωστε, βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας η χώρα μας έχει καταδικαστεί πλείστες φορές και καταβάλλει πρόστιμα στην Ευρώπη. Και κατά πάσα βεβαιότητα θα συνεχίσει να καταβάλει, καθώς αδυνατεί να ανταποκριθεί στις προθεσμίες εφαρμογής πολλών Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως η ειδική διαχείριση των τοξικών και επικίνδυνων αποβλήτων, η σταδιακή μείωση των οργανικών απορριμμάτων και η απαγόρευση της ανεξέλεγκτης διάθεσής τους. Κορυφαίο παράδειγμα αποτελεί η διαχείριση των μπαταριών αλλά και η τύχη πολλών προγραμμάτων ανακύκλωσης υλικών, που έχουν εφαρμοστεί και εγκαταλείφθηκαν. Ειδικά για τις μπαταρίες έπρεπε να έχουν ληφθεί μέτρα για να μειωθεί τουλάχιστον η διοχέτευσή τους στα οικιακά απορρίμματα και να οργανωθεί η χωριστή συλλογή τους. Σε ό,τι αφορά την ανακύκλωση, είναι χαρακτηριστική και η έλλειψη της κατάλληλης παιδείας των πολιτών, που δεν μπορούν να πειστούν να ξεχωρίζουν τα χαρτιά, το γυαλί ή τα τενεκεδάκια από τα υπόλοιπα σκουπίδια τους. Άλλο ανάλογο, αλλά εξίσου ενδεικτικό «κρούσμα», είναι το βασίλειο της πλαστικής σακούλας και των πλαστικών μπουκαλιών νερού. Κάθε χωματερή, αλλά και κάθε ρεματιά, πλαγιά βουνού, ακόμη και παραλίες είναι κατακλυσμένες από το νάιλον με όλα τα αρνητικά επακόλουθα για το περιβάλλον. Θέμα αγωγής Εκτός λοιπόν από τα μέτρα και τις γενναίες αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν, τίθεται κι ένα γενικότερο θέμα αγωγής για τη διαχείριση των σκουπιδιών, καθώς ο κανόνας θέλει να προσπαθούμε να ρίξουμε τα σκουπίδια μας στην αυλή του γείτονα. Διότι είναι αναγκαίο να μειωθεί ο όγκος των απορριμμάτων που παράγουμε –και είναι ενδεικτικό ότι η χώρα μας είναι η μοναδική στην Ευρώπη που τα αυξάνει κάθε χρόνο– αλλά και αυτών που καταλήγουν στις χωματερές οποιασδήποτε μορφής, όπως και η ευρεία προώθηση προγραμμάτων ανακύκλωσης και επαναχρησιμοποίησης των συσκευασιών. Ο συνηθισμένος αντίλογος είναι ότι αυτές οι μέθοδοι κοστίζουν. Ωστόσο, το κόστος από τη διαιώνιση της σημερινής κατάστασης, χρηματικό και ανθρώπινο, είναι πολλαπλάσιο: κοινοτικοί πόροι χάνονται, πρόστιμα πληρώνονται, επιβαρύνεται η υγεία των πολιτών, καταστρέφονται οι φυσικοί πόροι, αλλοιώνεται το περιβάλλον κ.ο.κ. (Καθημερινή, 2/10/05)