Επιταχύνονται οι Διαδικασίες για την Απελευθέρωση των Αγορών Ηλεκτρικής Ενέργειας και Φυσικού Αερίου (10/10/2005)

Δευ, 10 Οκτωβρίου 2005 - 10:20
Του Κ. Ν. Σταμπολή
Μετά από έναν μαραθώνιο διαβουλεύσεων και επαφών τόσο με παράγοντες της αγοράς, με τις εταιρείες αλλά και τα εργατικά σωματεία, με διαδικασία που κράτησε περισσότερο από έξι μήνες, τα Υπουργείο Ανάπτυξης κατέληξε στην οριστική μορφή μίας σειράς βασικών νομοθετημάτων του ενεργειακού τομέα τα οποία όταν τεθούν σε ισχύ αναμένεται ότι θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της λειτουργίας της αγοράς. Το ζητούμενο είναι αφ’ ενός μεν η εξασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας της χώρας και αφετέρου η δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού, άμεσα για τις επιχειρήσεις και μακροπρόθεσμα για τον ίδιο τον καταναλωτή. Τα τέσσερα ξεχωριστά αλλά συγγενή μεταξύ τους νομοσχέδια τα οποία έφερε προς έγκριση στην Κυβερνητική Επιτροπή, στις αρχές της εβδομάδας που πέρασε, ο Υπουργός Ανάπτυξης κ. Δημήτρης Σιούφας αφορούν κατ’ αρχάς την απελευθέρωση των αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, δεύτερον την εισαγωγή και εμπορία βιοκαυσίμων και άλλων εναλλακτικών καυσίμων και τρίτον την σύσταση οργάνου για την μελέτη και θέσπιση ενεργειακής πολιτικής. Τα πρώτα τρία νομοσχέδια πέραν του ότι ρυθμίζουν την λειτουργία των συγκεκριμένων αγορών (ηλεκτρισμός, φυσικό αέριο, βιοκαύσιμα) στις νέες συνθήκες ανταγωνισμού που σταδιακά δημιουργούνται παγκοσμίως και ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση ικανοποιούν και συγκεκριμένες Κοινοτικές Οδηγίες (δηλ. 2003/54/ΕΚ για τον ηλεκτρισμό, 2003/55/ΕΚ για το φυσικό αέριο και 2003/30/ΕΚ για τα βιοκαύσιμα). Η με νομοθετική πράξη επανασύσταση ουσιαστικά του παλαιού Εθνικού Συμβουλίου Ενέργειας, (που είχε ιδρυθεί το 1979 από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή) καλύπτει ένα σοβαρό κενό στον τομέα της σχεδίασης και εφαρμογής μιας συγκροτημένης και μακροπρόθεσμης ενεργειακής πολιτικής. Η λογική της κυβέρνησης Καραμανλή να φέρει προς ψήφιση ταυτόχρονα και τα τέσσερα αυτά σχέδια νόμου υπογραμμίζει κατ’ ένα τρόπο την απόφασή της για μια ουσιαστική και βαθιά τομή στον ευαίσθητο χώρο της ενέργειας. Με την κίνησή της αυτή η κυβέρνηση προσδοκά συγκεκριμένα πολιτικά και οικονομικά οφέλη. Σε πολιτικό επίπεδο η κυβέρνηση επιδιώκει την αναστροφή του αρνητικού κλίματος στον τομέα της ανάπτυξης και των σχέσεων με τις επιχειρήσεις και τον πολίτη, προετοιμάζοντας το έδαφος για έναν ουσιαστικό ανταγωνισμό ο οποίος θα προσφέρει στον καταναλωτή δυνατότητες επιλογής προμηθευτού. Στον οικονομικό τομέα η κυβέρνηση υπολογίζει ότι η μερική και σταδιακή απελευθέρωση των αγορών που τώρα μεθοδεύει θα οδηγήσει σε σημαντικές επενδύσεις από τον ιδιωτικό τομέα και το δημόσιο τομέα οι οποίες κατ’ εκτίμησή της ανέρχονται στα 3,5 δισ. € μέσα στην επόμενη πενταετία. Εάν βέβαια λυθούν τα σοβαρά προβλήματα χωροθέτησης που εκκρεμούν εδώ και χρόνια και οδηγηθούμε προς μία πλήρως απελευθερωμένη αγορά οι δυνατές ενεργειακές επενδύσεις στην χώρα μας μπορούν να ξεπεράσουν τα 10 δισ. € μέχρι το 2011 (βλέπε άρθρο μας στην «Κ» στις 30.4.2005). Στον τομέα του ηλεκτρισμού το νέο νομοσχέδιο παρέχει τη δυνατότητα κατασκευής νέων ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων συνολικής ισχύος 1.300 MW μέχρι το 2010 και εγγυάται τον διαχωρισμό παραγωγής, μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας με την ενδυνάμωση του ανεξάρτητου διαχειριστή, δηλ. του ΔΕΣΜΗΕ ο οποίος μέχρι το 2007 αναμένεται να έχει αναλάβει την αποκλειστική διαχείριση και συντήρηση του ηλεκτρικού δικτύου. Έτσι το νέο νομοσχέδιο εξασφαλίζει την υποχρέωση λογιστικού διαχωρισμού σε επιμέρους δραστηριότητες μεταφοράς, διανομής, προμήθειας σε επιλέγοντες πελάτες και προμήθειας σε μη επιλέγοντες πελάτες, όπως επίσης και την πρόβλεψη για έλεγχο της τήρησης των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων των ολοκληρωμένων επιχειρήσεων ενέργειας, ο οποίος περιλαμβάνει τον επιμερισμό των δαπανών και των εσόδων στις επιμέρους δραστηριότητες. Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, το οποίο είναι αποτέλεσμα συμβιβασμών μεταξύ Υπουργείου, ΡΑΕ, ανεξάρτητων παραγωγών, τραπεζών και της ΓΕΝΟΠ – ΔΕΗ, εξακολουθεί να δημιουργεί αντιδράσεις, κυρίως από την τελευταία, η οποία πιστεύει ότι η εφαρμογή του θα οδηγήσει σε συρρίκνωση και απαξίωση της ΔΕΗ. Αν και οι φόβοι και οι αντιρρήσεις των συνδικαλιστών θεωρούνται από υπερβολικές έως παράλογες αφού κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί άμεσα, είναι γεγονός ότι η σταδιακή είσοδος νέων παικτών στην αγορά (ήδη υπάρχουν δύο, τα ΕΛΠΕ και ο ΗΡΩΝ) θα έχει ως αποτέλεσμα την μετατόπιση ενός μέρους της πελατειακής βάσης της ΔΕΗ. Όμως, παρατηρούν γνώστες της αγοράς, η ΔΕΗ έχει όλο τον χρόνο αλλά διαθέτει και το κατάλληλο μέγεθος και σημαντικά προνόμια να προετοιμαστεί για τη νέα εποχή που ξεκινάει. Εάν κάτι είναι βέβαιο, σημειώνουν οι ανωτέρω παράγοντες, θα πρέπει να αλλάξει το μοντέλο λειτουργίας της τόσο στην παραγωγή όσο και στη διανομή. Ίσως τελικά να την συμφέρει ακόμα και να πουλήσει σε τρίτους ένα μικρό μέρος της λιγνιτικής της βάσης, επεκτείνοντας συγχρόνως τις δραστηριότητές της στο εξωτερικό και πωλώντας εμπορικές και τεχνικές υπηρεσίες στους ανεξάρτητους παραγωγούς. Μία τέτοια πολιτική μπορεί να οδηγήσει σε ανέλπιστα θετικές για την ίδια εξελίξεις. Όπως λχ την αύξηση του κύκλου εργασιών της και την μείωση του υπέρογκου (κληρονομηθέντος) χρέους της. Μία τέτοια εξέλιξη ενδεχομένως να βοηθήσει στη δημιουργία ενός δεύτερου πόλου, εάν υποθέσουμε ότι οι διάφοροι ανεξάρτητοι παραγωγοί, έστω ορισμένοι από αυτούς, μπορέσουν να συνασπισθούν ώστε να ανταγωνιστούν τελικά τη ΔΕΗ (πράγμα δύσκολο) σε ισότιμη βάση. Το νομοσχέδιο για το Φυσικό Αέριο, παρ’ όλες τις ατέλειές του, (βλέπε άρθρο μας στην «Κ» 25/9/05) θεωρείται το απαραίτητο συμπλήρωμα ή και προϋπόθεση για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας αφού εξασφαλίζει την πρόσβαση τρίτων στο δίκτυο της ΔΕΠΑ, και προάγει την εμπορική λειτουργία της τελευταίας σε συνθήκες ανταγωνισμού. Το σπάσιμο της ΔΕΠΑ σε δύο εταιρείες προστατεύει το ιδιοκτησιακό καθεστώς των πολύτιμων παγίων της (με αξία άνω του 1,5 δισ. €) και ταυτόχρονα την αποδεσμεύει στον εμπορικό τομέα. Βέβαια το νομοσχέδιο στην παρούσα του μορφή δεν βοηθάει στην ισότιμη μεταχείριση των ήδη λειτουργούντων ΕΠΑ όσο αφορά την προμήθεια της πρώτης ύλης και κατ’ επέκταση καθυστερεί σημαντικά (μετά το 2016) την δυνατότητα επιλογής από πλευράς οικιακών καταναλωτών. Τέλος, το νομοσχέδιο για τα βιοκαύσιμα εάν και θεωρείται μονομερές ως προς τα προνόμια που εξασφαλίζει στους εισαγωγείς και εμπόρους, δημιουργεί κάποιες αρχικές προϋποθέσεις για την εισαγωγή εναλλακτικών καυσίμων στη χώρα και βοηθάει στην μερική απεξάρτηση από το εισαγόμενο πετρέλαιο. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί αφού το εν λόγω νομοσχέδιο καθορίζει τη συμμετοχή των βιοκαυσίμων και των άλλων ανανεώσιμων καυσίμων στην ελληνική αγορά σε ποσοστό 5,75% του συνόλου της βενζίνης και του πετρελαίου εσωτερικής καύσης που καταναλώνονται στον τομέα μεταφορών, έως την 31η Δεκεμβρίου του 2010. Σε κάθε περίπτωση τα ανωτέρω νομοσχέδια, μαζί με αυτό που εκκρεμεί και αφορά τις ΑΠΕ, θα κριθούν στην πράξη και πολλά θα εξαρτηθούν από τις επενδύσεις που αναμένεται να πραγματοποιηθούν μέσα στα αμέσως επόμενα χρόνια αλλά και από το νέο τιμολογιακό καθεστώς που θα διαμορφωθεί. Πάντως η γενική εκτίμηση είναι ότι ένα μακρά αναμενόμενο ουσιαστικό βήμα έγινε και παρ’ όλες τις παραλείψεις και αδυναμίες των νομοσχεδίων η εικόνα της αγοράς αναμένεται να αλλάξει επί τω βελτίω. Εμπόδια ασφαλώς θα υπάρξουν και αντιδράσεις, ιδίως από τα συνδικάτα, όμως η νομοθετική προεργασία που έχει γίνει είναι σοβαρή και αργά ή γρήγορα το νέο νομοθετικό πλαίσιο της ενέργειας αναμένεται ότι θα δημιουργήσει νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες.