Σε ελληνική μελέτη βασίζεται η γερμανική πρόταση για
την αναθεώρηση του μηχανισμού εμπορίας ρύπων (
ETS). Το ζήτημα αυτό θα περιλαμβάνεται
στο πακέτο της συμφωνίας για την Ενέργεια και το Κλίμα για το 2030, που επιδιώκεται να υπάρξει σε επίπεδο κορυφής
κατά τη συνάντηση των ηγετών των κρατών-μελών της Ε.Ε. στις 23 και 24
Οκτωβρίου, στις Βρυξέλλες.
Το υπουργείο Οικονομίας και Ενέργειας της Γερμανίας
ανέθεσε στο εργαστήριο Ε3
Mlab
του ΕΜΠ, στο οποίο προΐσταται ο καθηγητής Παντελής Κάπρος, τη μελέτη ευρωπαϊκών σεναρίων για τους
στόχους του 2030, στο πλαίσιο των συζητήσεων, ενόψει της κρίσιμης Συνόδου
Κορυφής, στα τέλη Οκτωβρίου. Δεν είναι η πρώτη φορά που η γερμανική κυβέρνηση
εμπιστεύεται το εργαστήριο. Η συνεργασία τους χρονολογείται εδώ και μία 3ετία
και ήδη έχουν εκπονηθεί αρκετές μελέτες από το εργαστήριο για λογαριασμό του
υπουργείου Οικονομίας και Ενέργειας. Αυτή τη φορά ο κ. Κάπρος και οι συνεργάτες
του ολοκλήρωσαν μελέτη για τις επιπτώσεις της προτεινόμενης μεταρρύθμισης της
αγοράς των εκπομπών
CO2,
με βάση την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Γερμανίας «
Market
Stability
Reserve», που έχει ήδη τη
στήριξη αρκετών χωρών (Αγγλία, Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιο, κλπ) και κινείται στο
πνεύμα του βασικού αιτήματος της
Eurelectric.
Αύριο, Τρίτη, μάλιστα, η γερμανική κυβέρνηση
διοργανώνει ειδική εκδήλωση στις Βρυξέλλες, όπου θα γίνει παρουσίαση της
μελέτης Κάπρου (
εδώ το αναλυτικό πρόγραμμα). Ανάμεσα στους εκπροσώπους εταιριών που προσκλήθηκαν να
συμμετάσχουν είναι, ο Αρθούρος Ζερβός, της ΔΕΗ, ο
Simone
Mori, της
Enel, ο
Rafael
Mateo, της
Acciona, ο
Jean-
Francois
Cirelli, της
GDF
Suez, ο
Harry
Verhaar της
Philips, η
Emma
Marcegaglia, της
Business
Europe και από την Πολωνία ο
Maciej
Bukowski, πρόεδρος του
Institute
for
Economic, της Βαρσοβίας.
Η παρουσία της Πολωνίας στην εκδήλωση δεν είναι
τυχαία. Η Πολωνία είναι από τις χώρες που ανέδειξε διαφορετικές απόψεις για το
πώς θα επιτευχθούν οι στόχοι του 2030, προκειμένου να επιτευχθεί μείωση των
εκπομπών
CO2,
ανάπτυξη των ΑΠΕ και ενίσχυση της ενεργειακής αποδοτικότητας. Ως μέλος του
Visegrad 4+
group (μαζί με τις, Τσεχία, Ουγγαρία,
Σλοβακία, Βουλγαρία και Ρουμανία) ζήτησε να ακολουθηθεί η ίδια πολιτική με το
πακέτο για το 2020, επικαλούμενη δίκαιο επιμερισμό των προσπαθειών και του
μηχανισμού αλληλεγγύης. Ωστόσο, πληροφορίες αναφέρουν ότι έχουν καμφθεί ήδη οι
ενστάσεις της Πολωνίας, έναντι πολιτικών και οικονομικών ανταλλαγμάτων που
διασφάλισε, μεταξύ των οποίων η ανάληψη της προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου
από τον Πρωθυπουργό
Donald
Tusk.
Συνεπώς, εκτιμάται ότι η αλλαγή πλεύσης της Πολωνίας θα συμπαρασύρει και τις
υπόλοιπες χώρες
Visegrad.
Σε κάθε περίπτωση φαίνεται ότι η συνάντηση κορυφής
του Οκτωβρίου θα καταλήξει σε σύγκληση απόψεων, με τους αναγκαίους
συμβιβασμούς και εντέλει στην πολυπόθητη
συμφωνία. Με βάση πληροφορίες που έχει στη διάθεση του το
energia.
gr, για το θέμα της ενεργειακής
αποδοτικότητας δεν θα υπάρξει δεσμευτικός στόχος (η Ελλάδα, αντίθετα, επιθυμεί
δεσμευτικό στόχο) και το επίπεδο του 30% που επιδιώκεται να καλυφθεί ως το 2030
θα αφεθεί στην ευθύνη των εθνικών πολιτικών. Για τις ΑΠΕ ο δεσμευτικός στόχος
του 27% δεν αποκλείεται να αυξηθεί και να πάει στο 30%, ενώ για τη μείωση των
εκπομπών
CO2
θα υπάρξει επίσης δεσμευτικός στόχος 40%. Η μεγάλη μεταρρύθμιση, όμως, της
αναμενόμενης συμφωνίας θα είναι ο μηχανισμός του
ETS, ο οποίος βαίνει πλέον προς
αναθεώρηση.
Σύμφωνα με την πρόταση της Κομισιόν και της
γερμανικής κυβέρνησης (
Market
Stability
Reserve,
MSR)
ο μηχανισμός για το
ETS
προβλέπει
όρια για το πλεόνασμα αδειών, μεταξύ 400 εκατ. τόνων και 833 εκατ. τόνων στη
δεκαετία 2020-2030. Σήμερα οι πλεονάζουσες άδειες φθάνουν στα 2,5 δισ. τόνους
και προβλέπεται να αυξηθούν ως το 2020 στα 3 δισ. τόνους. Η μελέτη Κάπρου
καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εφαρμόζοντας το μηχανισμό
MSR
θα
σταθεροποιηθεί η αγορά
ETS
κατά τη δεκαετία 2020-2030 και οι τιμές εμπορίας ρύπων θα διατηρηθούν στα
εύλογα επίπεδα των 20-30 ευρώ τον τόνο/
CO2.
Με αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με την ίδια μελέτη, είναι δυνατόν να συνυπάρχουν
στόχοι, 30% για την ανάπτυξη ΑΠΕ ως το 2030 και 30% για την ενεργειακή
αποδοτικότητα, χωρίς να αποδυναμωθεί η αγορά
ETS και χωρίς να καταρρεύσουν οι τιμές
της. Αυτός κρίνεται, εν τέλει, ως ισορροπημένος συνδυασμός πολιτικών για την
Ενέργεια και το Κλίμα, με ορίζοντα το 2030.