Του Κ.Ν. Σταμπολή
Την περασμένη Παρασκευή εγκαινιάστηκε από τον υπουργό Ανάπτυξης κ. Δημ. Σιούφα μία νέα μονάδα ανανεώσιμης ενέργειας, το Αιολικό Πάρκο στα Δίδυμα Αργολίδας. Με εγκατεστημένη ισχύ 36 MW και αποτελούμενο από 12 μεγάλες σύγχρονες ανεμογεννήτριες (3 MW η κάθε μία) το πάρκο αυτό αποτελεί ουσιαστικά την πρώτη επένδυση της μεγάλης Γαλλικής εταιρείας ηλεκτρισμού, EDF στην Ελλάδα. Αν και ενθαρρυντική αυτή η εξέλιξη αφού αυξάνεται έτσι η συνολική αιολική εγκατεστημένη ισχύς της χώρας στα 501 MW, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι για ένα σχετικά μικρό έργο χρειάστηκαν σχεδόν τρία χρόνια για να ολοκληρωθεί – λόγω της απαράδεκτης αδειοδοτικής διαδικασίας – και ότι εάν δεν υπήρχε ένα γενικότερο επιχειρηματικό ενδιαφέρον της EDF για την Ελλάδα, αυτή η επένδυση δεν θα είχε ολοκληρωθεί ποτέ. Παρά το γεγονός ότι η χώρα μας, σε σύγκριση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, ευρίσκεται τραγικά πίσω στην αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας αλλά και της εκμετάλλευσης της ηλιακής ενέργειας για την παραγωγή ηλεκτρισμού, όπως παρατηρούσαμε σε άρθρο μας την περασμένη Κυριακή (16/10), εν τούτοις έχει να επιδείξει μία απόλυτα θετική πορεία στις ηλιακές θερμικές εφαρμογές. Δηλαδή, στην χρήση της ηλιακής ενέργειας για την θέρμανση νερού χρήσης με πάνω από ενάμισι εκατομμύριο εγκαταστάσεις σε όλην την χώρα σε νοικοκυριά, ξενοδοχεία, ξενώνες, νοσοκομεία αλλά και εργοστάσια. Από πλευράς εγκατεστημένης επιφάνειας ηλιακών συλλεκτών (σε τετρ. μέτρα) ανά κάτοικο η Ελλάδα παγκοσμίως συγκαταλέγεται από τις χώρες με την μεγαλύτερη διείσδυση (βλέπε πίνακα). Παράλληλα έχει αναπτυχθεί μία πολύ αξιόλογη βιομηχανική δραστηριότητα με περισσότερες από είκοσι μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, που μεταξύ τους απασχολούν σχεδόν 3.000 άτομα, όλες μέλη της Ένωσης Βιομηχανιών Ηλιακής Ενέργειας (ΕΒΗΕ) οι οποίες και παράγουν το μεγαλύτερο μέρος των συστημάτων αλλά και με αρκετές άλλες μικρότερες επιχειρήσεις να απασχολούνται στον κλάδο. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της ΕΒΗΕ η συνολική παραγωγή ηλιακών συλλεκτών το 2004 έφθασε τα 375.000 τετρ. μέτρα (σε σύγκριση με 160.000 τετρ. μέτρα πριν από δέκα χρόνια, βλέπε πίνακα) ενώ σχεδόν το 50% του παραγόμενου όγκου εξάγεται, κυρίως σε χώρες της Βορείου Αφρικής, στην Μέση Ανατολή αλλά και στη Γερμανία. Σήμερα στην Ελλάδα εκτιμάται ότι είναι εγκατεστημένα περισσότερα από 3,0 εκατομμύρια τετραγωνικά μέτρα ηλιακών συλλεκτών, που εξυπηρετούν ένα εκατομμύριο περίπου νοικοκυριά και αρκετές άλλες εφαρμογές. Ναι μεν οι ηλιακές θερμικές εγκαταστάσεις δεν παράγουν άμεσα ηλεκτρική ενέργεια υποκαθιστούν όμως τεράστιες ποσότητες ηλεκτρισμού. Αφ’ ενός μεν για την θέρμανση ζεστού νερού χρήσης σε ξενοδοχεία, βιομηχανίες και οικίες (περίπου 1.500.000 GWh ετησίως), αφ’ ετέρου δε και για την ψύξη χώρων, κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες όπου και παρουσιάζεται η μέγιστη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας λόγω κλιματιστικών. Δίχως αυτές τις ήδη εγκατεστημένες ηλιακές θερμικές εγκαταστάσεις θα υπήρχε έλλειμμα εγκατεστημένης ισχύος στην ΔΕΗ της τάξης των 500 ΜW και άνω. Επιπλέον έχει υπολογιστεί ότι οι σημερινές εγκαταστάσεις ηλιακών θερμικών συστημάτων συμβάλλουν στην μείωση εκπομπών ρύπων κατά 2.0 εκ. τόνους διοξειδίου του άνθρακα κατ’ έτος ενώ οι δυνατότητες, με την αύξηση των εγκαταστάσεων, είναι για 2 εκ. τόνους επιπλέον. Η σημασία και οι προοπτικές που έχει ο κλάδος της ηλιακής βιομηχανίας στην χώρα μας παρουσιάζεται στην συνέντευξη που παραχώρησε στην «Κ» ο πρόεδρος της ΕΒΗΕ κος Μανώλης Καστανάκης. Δυστυχώς η τεράστια επιτυχία στην διάδοση των εφαρμογών ηλιακής ενέργειας, η οποία οφείλεται κατά μεγάλο μέρος σε πρωτοβουλίες και σειρά μέτρων που ελήφθησαν στις αρχές της δεκαετίας του 80 και επέτρεψαν το αρχικό άνοιγμα της αγοράς, δεν ακολουθήθηκε από τους άλλους τομείς εφαρμογών ΑΠΕ, όπως η αιολική ενέργεια, τα φωτοβολταϊκά, η γεωθερμία, η βιομάζα και τα μικρά υδροηλεκτρικά. Με εξαίρεση την αιολική ενέργεια όπου έχει σημειωθεί μικρή μεν αλλά αισθητή πρόοδος τα τελευταία 10 χρόνια, οι άλλοι τομείς δεν έχουν να επιδείξουν αξιόλογες εφαρμογές. Είναι αλήθεια ότι προσπάθειες καταβάλλονται σε πολλά μέτωπα αλλά το μαρτύριο της αδειοδοτικής διαδικασίας, και οι τοπικές αντιδράσεις, είναι τέτοιες που ακυρώνουν πολλές φορές ολόκληρα έργα και τις αντίστοιχες επενδύσεις. Και όμως η χώρα μας λόγω της ιδιάζουσας μορφολογίας της αλλά και των άριστων κλιματολογικών συνθηκών που διαθέτει θα μπορούσε μέσω μιας μεγάλης κλίμακος και καλά οργανωμένης προσπάθειας εφαρμογών ΑΠΕ, και με οικονομικά ανταγωνιστικούς όρους, να καλύψει ένα σοβαρό ποσοστό, έως και 50%, της συνολικής εγχώριας ενεργειακής κατανάλωσης μέσα στην επόμενη δεκαετία. Η αδυναμία διαδοχικών κυβερνήσεων να καταλάβουν, πολλών δε μάλλον να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν, μία συνολική ενεργειακή πολιτική με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) ως έναν από τους βασικούς πυλώνες της, οφείλεται σε λάθος πληροφόρηση και σε λάθος εκτιμήσεις για τον ρόλο που μπορούν να παίξουν οι ΑΠΕ στην αναπτυξιακή διαδικασία. Όμως τα πράγματα αλλάζουν διεθνώς και με πολύ γρήγορους ρυθμούς που η κυβέρνηση δυστυχώς αδυνατεί να αντιληφθεί. Οι ολοσέλιδες διαφημίσεις μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών όπως οι BP, Shell, Total, General Electric, Toyota κα, οι οποίες εμφανίζονται πλέον καθημερινά στον διεθνή τύπο με ολοένα αυξανόμενη συχνότητα, όπου εκφράζουν την ανησυχία τους για το περιβάλλον αλλά και τη δέσμευσή τους για παραγωγή ενέργειας από καθαρές πηγές ενέργειας, θα έπρεπε να πείσουν και τον πιο κακόπιστο παρατηρητή ότι η διεθνής τάση για ενεργειακές επενδύσεις ευρίσκεται στην πράσινη ενέργεια. Το θέμα που ως εκ τούτου τίθεται είναι εάν η κυβέρνηση έχει κατανοήσει επαρκώς την σημασία των εναλλακτικών και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στα πλαίσια της λεγόμενης «βιώσιμης ανάπτυξης» και εάν ναι τι προτίθεται να κάνει. Δυστυχώς, παρά τα όποια σχέδια έχουν ανακοινωθεί και τις αναμφίβολα καλές προθέσεις της ηγεσίας του ΥΠΑΝ, η μέχρι σήμερα κωλυσιεργία για την προώθηση του νέου νομοσχεδίου για τις ΑΠΕ, δημιουργεί την εντύπωση ότι η συνολική προώθηση των ΑΠΕ δεν αποτελεί κεντρική πολιτική επιλογή της κυβέρνησης, σε αντίθεση με ότι ισχύει σε άλλες χώρες της Ε. Ένωσης (πχ Γερμανία, Ισπανία, Δανία, Αυστρία κλπ). Το θέμα των ΑΠΕ αλλά και της εξοικονόμησης ενέργειας – όπου δεν καταβάλλεται ουδεμία οργανωμένη προσπάθεια – είναι ασφαλώς πολύ γενικότερο και ξεφεύγει από τα πλαίσια ενός νομοσχεδίου. Εάν επιθυμούμε απτά αποτελέσματα με θετικό αντίκτυπο σε βασικές οικονομικές παραμέτρους, η σωστή χρήση και παραγωγή ενέργειας πρέπει να ενσωματωθεί πρωτίστως στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης όπου οι τιμές πετρελαίου, ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου θα πρέπει, κατάλληλα διαμορφωμένες, να αντανακλούν την πραγματική αξία των ακριβών υδρογονανθράκων. Όπως και η παραγωγή καθαρής ενέργειας θα πρέπει να πριμοδοτείται με ελκυστικά φορολογικά κίνητρα και δυνατότητα διάθεσης της παραγόμενης ενέργειας μέσω δικτύου αλλά και για ιδία κατανάλωση.