Του Σεραφείμ Κωνσταντινίδη
Εντύπωση προκαλεί σε ορισμένους ότι τους τελευταίους μήνες υπάρχει ογκούμενο κύμα πωλήσεων στα... παράνομα τσιγάρα! Συμπαθείς κατά τα άλλα μετανάστες, ξένοι ή από την ελληνική διασπορά που έρχονται από τον Καύκασο, πωλούν στους δρόμους φθηνά τσιγάρα. Όπως αποκάλυπτε ρεπορτάζ στη χθεσινή «Κ», τα τσιγάρα αυτά είτε είναι αυθεντικά αφορολόγητα, που προορίζονταν για εξαγωγές, είτε απομιμήσεις που κατασκευάζονται σε μακρινές χώρες. Μόνον τους τελευταίους τέσσερις μήνες οι τελωνειακές αρχές έχουν κατασχέσει 2,9 εκατομμύρια πακέτα. Μόλις πριν από λίγους μήνες είχε εντοπιστεί στη Θεσσαλονίκη παράνομο και υπερσύγχρονο εργοστάσιο που παρασκεύαζε τσιγάρα απομιμήσεις από γνωστές μάρκες. Αποδεικνύεται ότι η εξαφάνιση, για κάποιο διάστημα, των λαθραίων τσιγάρων, δεν οφειλόταν στην αποτελεσματικότητα των διωκτικών αρχών ούτε στην απουσία μεταναστών-μεταπωλητών. Ήταν αποτέλεσμα έντασης του ανταγωνισμού. Οι ελληνικές κυρίως καπνοβιομηχανίες πωλούσαν φθηνότερα τσιγάρα. Με τον τρόπο αυτό κέρδιζαν μερίδιο αγοράς έναντι των ακριβότερων προϊόντων και καθιστούσαν τα λαθραία τσιγάρα χωρίς ενδιαφέρον. Δεν υπήρχε πλέον χώρος για λαθραία τσιγάρα όταν τα νόμιμα πωλούνταν στην τιμή του ενός ευρώ. Το πρόβλημα, όμως, δεν ήταν τόσο απλό. Κατά το μεγαλύτερο μέρος, η λιανική τιμή των τσιγάρων είναι ο φόρος. Εφόσον οι εταιρείες παρήγαγαν προϊόντα με χαμηλότερη εργοστασιακή τιμή, μειωνόταν και η φορολογία, άρα και η τιμή στη λιανική. Θα μπορούσε να είναι μια εξαιρετική περίπτωση, όπου στην πράξη ο ανταγωνισμός μειώνει τις τιμές. Οι φθίνουσες εγχώριες βιομηχανίες καπνού είχαν αντιδράσει θεαματικά στον περιορισμό του μεριδίου αγοράς. Η συνεχής υποχώρηση τούς οδηγούσε να προσφέρουν στην αγορά φθηνότερα προϊόντα, αυξάνοντας το μερίδιο αγοράς που είχαν. Προφανώς δεν είχαν υπολογίσει τον συνεταίρο. Το Δημόσιο, που πιστεύει ότι τα φθηνά τσιγάρα μειώνουν τα έσοδά του. Ίσως επικράτησε πραγματικός πανικός, ίσως είχαν καλύτερες προσβάσεις στην εξουσία οι θιγόμενοι από τις ανακατατάξεις, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Αλλάζει το φορολογικό καθεστώς και ο φόρος καπνού δεν είναι πλέον ποσοστό της εργοστασιακής τιμής, αλλά συγκεκριμένο ποσό ανά πακέτο. Με τη ρύθμιση αυτή πλέον τα φθηνότερα τσιγάρα έχουν τιμή 1,5 ευρώ. Παράλληλα δίνεται αύξηση από 2,70 σε 2,80 ευρώ στα ακριβά, που είναι οι καθιερωμένες μάρκες, και έτσι αυξάνονται τα έσοδα του κράτους. Το 2004, τα κρατικά έσοδα από τη φορολογία καπνού ήταν 550 εκατ. ευρώ. Το 2005 εκτιμάται ότι θα φθάσουν τα 618 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 12,4%. Το σχέδιο του προϋπολογισμού για το 2006 προβλέπει ότι τα έσοδα από τα τσιγάρα θα αυξηθούν κατά 7,9% και θα φθάσουν τα 667 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, όμως, ανθεί και το λαθρεμπόριο. Πωλούν γνήσια ή απομιμήσεις στην τιμή του ενός ευρώ το πακέτο. Κανείς δεν γνωρίζει πόσα θα ήταν τα έσοδα του κράτους αν είχε συνεχισθεί η διάθεση νόμιμων φθηνών τσιγάρων. Κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει πόσα είναι τα έσοδα που χάνονται για το Δημόσιο από την άνθηση του λαθρεμπορίου. Προφανώς οι ποσότητες που συλλαμβάνονται είναι μέρος μόνον του συνολικού τζίρου που πραγματοποιείται καθημερινά. Έχει όμως ενδιαφέρον και κάτι ακόμα. Η αγορά των τσιγάρων ήταν η μοναδική που λειτούργησε ο ανταγωνισμός. Όπως ακριβώς υποστηρίζουν πολλοί κυβερνητικοί παράγοντες, η ένταση του ανταγωνισμού αποδείχθηκε υπέρ του καταναλωτή. Μειώθηκαν οι τιμές. Αυτό ακριβώς που υποτίθεται ότι επιδιώκουν σε άλλους κλάδους, όπου λειτουργούν ολιγοπώλια και διατηρούν τις τιμές σε διαρκή ανοδική τάση. Τελικά, όμως, ούτε στην αγορά αυτή λειτουργεί ο ανταγωνισμός. Τον κατέστρεψε το Δημόσιο, επειδή στην πραγματικότητα λειτουργεί (και αυτό) με τη λογική του ιδιώτη κερδοσκόπου που επικρίνει. Ο ανταγωνισμός είναι καλός, αρκεί να μην περιορίζει τα έσοδά μας. (Καθημερινή, 23/10/05)