Πρωτιά καταγράφει η Ελλάδα σε όλη την
Ευρώπη όσον αφορά την αύξηση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας, που
εκτινάχθηκε πάνω από 60% στην εξαετία της κρίσης 2008-2013, καθώς αυξήσεις στο
ρεύμα, φόροι και έμμεσες χρεώσεις για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας
(ΑΠΕ) είχαν ως αποτέλεσμα το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας να αυξηθεί με
μέσο ετήσιο ρυθμό 10% περισσότερο από ό,τι σε κάθε άλλη χώρα στην ΕΕ.
Τα παραπάνω διαπιστώνει έρευνα του Οργανισμού Συνεργασίας
Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER) και του Συμβουλίου
Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (CEER) που παρουσιάστηκε την
περασμένη εβδομάδα στις Βρυξέλλες, μία ακριβώς ημέρα πριν από τη Σύνοδο
Κορυφής για την Ενέργεια και το Κλίμα.
Όπως σημειώνει η εφημερίδα "Τα Νέα",
η έρευνα επισημαίνει ότι η εκτίναξη του κόστους για τους καταναλωτές
στην Ελλάδα οφείλεται στις αυξήσεις του ρεύματος και κυρίως στη
φορομπηχτική πολιτική αυξήσεων για τις έμμεσες χρεώσεις, δηλαδή τα
δίκτυα, τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ) και το ειδικό τέλος μείωσης
εκπομπών αερίων ρύπων (που επιδοτεί τις ΑΠΕ). Ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός
αύξησης στο ρεύμα ήταν 7%, σε όλες τις έμμεσες χρεώσεις και φόρους
έφτασε στο 13,8%, σχεδόν διπλάσιος.
Το παράδοξο είναι ότι τα νοικοκυριά πληρώνουν ακριβά για ενέργεια
τόσο για ηλεκτρισμό όσο και για το φυσικό αέριο όταν οι τιμές χονδρικής
πέφτουν, όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται. Πέρυσι στην Ευρώπη των 28, ο
λογαριασμός των νοικοκυριών για το ρεύμα αυξήθηκε κατά μέσον όρο 4,4%
και για το φυσικό αέριο 2,7%.
Πίσω από το παράδοξο αυτό βρίσκονται οι πολλαπλές χρεώσεις που
βαρύνουν τους λογαριασμούς, μαζί με την έλλειψη ανταγωνισμού και τη
δεσπόζουσα θέση ενός προμηθευτή σε πολλές χώρες -όπως στην Ελλάδα-που
προκαλούν φαύλο κύκλο.
Οι μεν καταναλωτές δυσκολεύονται να επιλέξουν άλλο πάροχο, ο δε βασικός
προμηθευτής δεν προσφέρει εναλλακτικά πακέτα υπηρεσιών (π.χ. μαζί με
ηλεκτρικό ρεύμα και φυσικό αέριο), όπως συμβαίνει εκεί όπου η αγορά έχει
ανοίξει στην πράξη και όχι στη θεωρία. Εναντι τεσσάρων μόνο προμηθευτών
ρεύματος στην Ελλάδα (στοιχεία Δεκεμβρίου 2013), οι γερμανοί
καταναλωτές έχουν να επιλέξουν ανάμεσα σε 376 εταιρείες, οι Φινλανδοί σε
204, οι Δανοί σε 124, οι Πολωνοί σε 77, οι Ιταλοί σε 30 κ.ο.κ.
Στην έρευνα αναλύεται η τιμή ρεύματος μετά φόρων για τα νοικοκυριά
σε καθεμιά από τις πρωτεύουσες των 28 χωρών-μελών. Από την ανάλυση
προκύπτει ότι στην Ελλάδα η τιμή διαμορφώνεται κατά 53% από το κόστος
της ενέργειας (ΔΕΗ), κατά 18% από τις χρεώσεις δικτύου, 18% από φόρους
και 12% από χρεώσεις για ΑΠΕ.
Ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι για το 2013 στις πρωτεύουσες των
χωρών όπου οι τιμές ηλεκτρισμού παρουσίασαν τη μεγαλύτερη αύξηση σε
σχέση με το 2012 η αύξηση προήλθε από χρεώσεις για τις ΑΠΕ.
Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα η Ελλάδα και η Λιθουανία, με τη χώρα μας
να εμφανίζει αύξηση κατά 119% στις χρεώσεις που σχετίζονται με τις ΑΠΕ
και τη Λιθουανία να ακολουθεί με 44%.
Σε απόλυτα νούμερα, πάντως, οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην
Ελλάδα παραμένουν στον μέσο όρο της ΕΕ, με ακριβότερη χώρα τη Δανία.
Ενδεικτικά, ένα νοικοκυριό με ετήσια κατανάλωση 4.000 κιλοβατώρες,
πληρώνει 1.221 ευρώ στη Δανία, 1.204 ευρώ στη Γερμανία, 1.090 στην
Ιταλία, 947 στην Κύπρο, 901 στην Ιρλανδία και 698 ευρώ στην Ελλάδα, η
οποία μεταξύ των 28 καταλαμβάνει την 14η θέση.
Σε κάθε περίπτωση, στην αγορά ηλεκτρισμού όπου ο ανταγωνισμός μοιάζει να
λειτουργεί, καλύτερα είναι σε Δανία, Φινλανδία, Γερμανία, Βρετανία,
Ιταλία και Νορβηγία. Το ίδιο ισχύει για την αγορά φυσικού αερίου σε
Βρετανία, Τσεχία, Ολλανδία, Γερμανία, Σλοβενία και Ισπανία.